Για άλλη μια φορά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, το καλοκαίρι αποδείχτηκε πολύ «θερμό» στην Τουρκία.
Η χρονική σύμπτωση της δραματικής επιδείνωσης στις σχέσεις με τις ΗΠΑ και της όξυνσης των οικονομικών προβλημάτων δημιούργησαν ένα εξαιρετικά ασταθές σκηνικό. Η χρονική σύμπτωσή τους άνοιξε μια συζήτηση για το αν η Τουρκία αντιμετωπίζει μια πραγματική οικονομική κρίση ή αν δέχεται «οικονομικό πόλεμο» από έξω. Στο δεύτερο σενάριο επενδύει ρητορικά ο Ερντογάν. Δεν έχει άδικο, όσον αφορά τις ενέργειες και το ρόλο των ΗΠΑ στην επιδείνωση της κατάστασης στην Τουρκία, αλλά είναι η μισή αλήθεια για να ερμηνεύσει κανείς όλες τις εξελίξεις υπό το πρίσμα της «αμερικανικής επιθετικότητας».
Μια πραγματική οικονομική κρίση...
Τα οικονομικά προβλήματα συσσωρεύονταν από καιρό στην Τουρκία και όλοι γνώριζαν ότι θα οξυνθούν. Είναι κοινό μυστικό άλλωστε ότι η πρόβλεψη για μια επερχόμενη οικονομική κρίση αποτέλεσε έναν από τους βασικούς λόγους που ο ίδιος ο Ερντογάν επέλεξε τις πρόωρες εκλογές, για να «οχυρωθεί» απέναντι στις εξελίξεις.
Φυσικά η τουρκική οικονομία μεγεθύνεται με αξιοζήλευτους για τα κράτη-μέλη της ΕΕ ρυθμούς και γενικότερα απέχει (προς το παρόν…) από τις δραματικές συνθήκες «κατάρρευσης» (όπως αρέσκονται συχνά-πυκνά να προβλέπουν/φαντασιώνονται για τη γείτονα χώρα διάφοροι αναλυτές του «πατριωτικού χώρου» και των μιλιταριστικών σάιτ) που βίωσαν άλλες οικονομίες στη διάρκεια της κρίσης. Όμως τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, είναι σοβαρά. Υπήρχαν προμηνύματα για τις εγγενείς αδυναμίες της τουρκικής οικονομίας, όπως ο καλπασμός του πληθωρισμού και η συσσώρευση χρεών από τις επιχειρήσεις. Η υποχώρηση της λίρας έναντι του δολαρίου είχε ξεκινήσει εδώ και αρκετό καιρό, πριν πάρει τη μορφή «κατήφορου» τον Αύγουστο.
Η «έκρηξη» της οικοδομικής δραστηριότητας μετά το 2009 στηρίχθηκε σε μαζικό δανεισμό από το εξωτερικό. Αυτό στήριξε το «τουρκικό θαύμα», καθιστώντας την Τουρκία μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες «αναδυόμενες» οικονομίες, αλλά η χώρα συσσώρευσε τεράστια χρέη σε δολάρια. Οι εταιρίες realestate (στων οποίων τη δραστηριότητα οφείλεται το 20% της ανάπτυξης των τελευταίων χρόνων) είχαν στα τέλη του 2016 χρέη εκ των οποίων το 90% σε ξένο νόμισμα. Συνολικά, τα χρέη σε ξένο νόμισμα των τουρκικών επιχειρήσεων, χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και νοικοκυριών φτάνουν στο 70% του ΑΕΠ. Οι τουρκικές τράπεζες έχουν να αποπληρώσουν πάνω από 100 δισ. εξωτερικού χρέους μέσα στο επόμενο έτος.
Η κατάρρευση της τουρκικής λίρας έναντι του δολαρίου (παρά τη σχετική σταθεροποίηση, έχει ήδη χάσει το 40% της αξίας της φέτος) έχει δημιουργήσει ένα τεράστιο ερωτηματικό γύρω από τη δυνατότητα αποπληρωμής αυτών των χρεών.
...με διεθνή σημασία
Η πραγματικότητα της τουρκικής κρίσης έχει σημασία, γιατί οι αιτίες της αφορούν τη διεθνή πορεία του καπιταλισμού κι άρα ίσως δεν υπερβάλλουν όσοι μιλάνε για την Τουρκία ως «καναρίνι στο ανθρακωρυχείο» (στη Μεγάλη Βρετανία οι ανθρακωρύχοι έπαιρναν μαζί τους ένα καναρίνι, το οποίο –αν ανέβαινε το επίπεδο μονοξειδίου του άνθρακα– έπαυε να τραγουδά, πέθαινε πρώτο, προειδοποιώντας έτσι τους ανθρακωρύχους ότι κινδυνεύουν). Η Τουρκία ίσως αποδειχτεί το πρώτο θύμα μιας γενικότερης κρίσης στις «αναδυόμενες» οικονομίες.
Άλλωστε το ΔΝΤ έχει ήδη «επιστρέψει» στην Αργεντινή και το Πακιστάν, τα νομίσματα της Νότιας Αφρικής και της Ινδίας αντιμετωπίζουν προβλήματα, η Βραζιλία βαδίζει προς την άβυσσο, ενώ στην Αίγυπτο ανοίγει η συζήτηση για τις επιπτώσεις της τουρκικής κρίσης.
Για να ξεπεραστεί το κραχ του 2007-2008, οι μεγάλες Κεντρικές Τράπεζες της Δύσης (με παραλλαγές σε Ευρώπη και ΗΠΑ) απάντησαν με μια άνευ προηγουμένου πολιτική «ποσοτικής χαλάρωσης» (μείωση των επιτοκίων σε ιστορικά χαμηλά, αγορά ομολόγων από ιδιωτικές τράπεζες) που «έριξε» 15 τρισ. δολάρια στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Μεγάλο μέρος κατευθύνθηκε σε δάνεια κι επενδύσεις στις «αναδυόμενες» οικονομίες, όταν τα περιθώρια κέρδους εκεί ήταν μεγαλύτερα. Η Τουρκία υπήρξε από τους πιο ωφελημένους αυτής της διεθνούς τάσης –και το πρώτο θύμα στη σημερινή αλλαγή συγκυρίας. Η «ποσοτική χαλάρωση» παίρνει τέλος: η σχετική συζήτηση έχει ανοίξει και όσον αφορά τη συμπεριφορά της ΕΚΤ απέναντι στα κράτη-μέλη της Ένωσης, αλλά κυρίως αφορά την επιλογή της FED (Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα) να αρχίσει να αυξάνει και πάλι τα επιτόκιά της, ανακοινώνοντας ότι προτίθεται να συνεχίσει αυτή την πολιτική με πυκνό ρυθμό το επόμενο διάστημα (ίσως και 5 αυξήσεις επιτοκίων τους επόμενους 15 μήνες). Ήταν τα μηδενικά επιτόκια της FED αυτά που πλημμύρισαν την αγορά με «φτηνό χρήμα», ενώ η άρση αυτής της πολιτικής μπορεί να έχει ανυπολόγιστες συνέπειες –διεθνώς, αλλά κυρίως στις «αναδυόμενες» οικονομίες που συσσώρευσαν χρέη σε μια προηγούμενη φάση. Πλέον, το χρήμα των «επενδυτών» επιστρέφει στην ασφάλεια των ΗΠΑ (και δευτερευόντως της ΕΕ), καθιστώντας εξαιρετικά ευάλωτες τις «αναδυόμενες» οικονομίες.
Το παγκόσμιο χρέος σε δολάρια έχει διπλασιαστεί μετά την ύφεση του 2009, φτάνοντας τα 11,4 τρισ., με τα 3,7 τρισ. να αφορούν τις «αναδυόμενες» οικονομίες. Τα επόμενα 7 χρόνια, κυβερνήσεις, εταιρίες και τράπεζες θα κληθούν να αποπληρώσουν ή να αναχρηματοδοτήσουν 2,7 τρισ. δολάρια, σε συνθήκες αυξανόμενου κόστους δανεισμού και ενός ισχυρότερου δολαρίου, συνθήκες που δημιουργούν μια «τέλεια καταιγίδα» για εκείνες τις οικονομίες που εξαρτώνται από το ξένο κεφάλαιο.
Η κρίση της Τουρκίας είναι πραγματική και κυρίως προειδοποιεί για πιθανές εξελίξεις διεθνώς, των οποίων οι εκδηλώσεις/επιπτώσεις δεν περιορίζονται στις «αναδυόμενες» οικονομίες υποχρεωτικά, αλλά βάζουν ερωτηματικό και δίπλα σε διάφορα «success story» (π.χ. Πορτογαλία).
Ένας πραγματικός
«οικονομικός πόλεμος»...
Όμως οικονομία και γεωπολιτικά πάνε χέρι-χέρι. Δεν είναι «σύμπτωση» που η Τουρκία αποτέλεσε το πρώτο θύμα μιας γενικότερης διεθνούς τάσης και ο Ερντογάν έχει ένα δίκιο να δείχνει τον «ξένο δάχτυλο». Η επίθεση του Ντόναλντ Τραμπ λειτούργησε ως (πολύ ισχυρός) καταλύτης της κρίσης, που βρισκόταν σε βραδεία εξέλιξη. Ο διπλασιασμός των δασμών σε αλουμίνιο και χάλυβα, συνοδευόμενος από την επισήμανση ότι «οι σχέσεις μας με την Τουρκία δεν είναι πλέον καλές», πυροδότησε αλυσιδωτές αντιδράσεις σε κλάδους της τουρκικής οικονομίας, έδωσε «πράσινο φως» στα «γεράκια» της αγοράς να επιτεθούν και στους επενδυτές να φύγουν. Ο κατήφορος της τουρκικής λίρας και το επακόλουθο κλίμα ανησυχίας για τη βιωσιμότητα των τουρκικών χρεών ήταν αντίκτυπος των «πολεμικών» ενεργειών της Ουάσινγκτον.
Το ζήτημα της απελευθέρωσης του πάστορα Μπράνσον (ο οποίος κατηγορείται για εμπλοκή στο πραξικόπημα του 2016) έχει μια εκλογική αξία απεύθυνσης στην κοινωνική βάση των Ρεπουμπλικάνων (χριστιανοί ευαγγελιστές) ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών για το Κογκρέσο το Νοέμβρη και άρα είναι βολικό ως «λάβαρο» της αμερικανικής επίθεσης στην Τουρκία. Αλλά ο καθένας μπορεί να καταλάβει ότι όλα αυτά δεν γίνονται για έναν πάστορα (που παρεμπιπτόντως βρίσκεται στις τουρκικές φυλακές εδώ και 2 χρόνια). Είναι συνέχεια και όξυνση της γενικότερης πίεσης του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην Τουρκία του Ερντογάν προκειμένου αυτή να «συμμορφωθεί», να επιστρέψει στο «μαντρί» και να πάψει να χαράσσει τη δική της (εν πολλοίς ανεξέλεγκτη και «πολυδιάστατη») εξωτερική πολιτική. Μετά την αποτυχία του πραξικοπήματος, με τη διαπίστωση της αδυναμίας πολιτικής ανατροπής του Ερντογάν κατά τις πρόσφατες εκλογές, επιστρατεύεται ο οικονομικός πόλεμος ως μέσο. Οι σχέσεις με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, το ζήτημα των ρωσικών S-400 (και γενικότερα της σύσφιξης των σχέσεων με τη Ρωσία), οι σχέσεις με το Ιράν, η «πειθάρχηση» της Τουρκίας απέναντι στα εξορυκτικά σχέδια της Exonn και άλλων ομίλων στην κυπριακή ΑΟΖ είναι πολύ σοβαρότερα ζητήματα από την τύχη του Μπράνσον. Είναι αυτά που έχουν βαθύνει την απόσταση ΗΠΑ-Τουρκίας και αυτά που αποτελούν αντικείμενο «διαπραγμάτευσης» σε όλη τη διάρκεια της έντασης στις σχέσεις τους. Είναι ενδεικτική μια παλιά εκκρεμότητα, που αφορά τις κυρώσεις απέναντι στην κρατική τουρκική τράπεζα Halkbank, η οποία έκανε δουλειές με το Ιράν την εποχή των προηγούμενων κυρώσεων. Μόνο που η «διαπραγμάτευση» γίνεται με όρους… Ντόναλντ Τραμπ, που έχει δείξει ότι απέναντι ακόμα και σε «στρατηγικούς συμμάχους» όπως ο Καναδάς θα εφαρμόζει πλέον δόγμα μονομερών ενεργειών και εκβιασμών προκειμένου να επιβάλει το «δίκιο» της Αμερικής.
...με διεθνείς προεκτάσεις
Αλλά ακριβώς επειδή οικονομία και γεωπολιτική πάνε χέρι-χέρι, η γραμμή Τραμπ και ο οικονομικός πόλεμος στην Τουρκία επίσης έχουν διεθνή διάσταση. Πέρα από τις ιδιαιτερότητες της περιοχής, είναι η συνέχεια του δόγματος «Πρώτα η Αμερική» που έχει φέρει τις ΗΠΑ σε αντιπαράθεση με… σχεδόν όλο τον πλανήτη. Ο πόλεμος των δασμών μαίνεται με την Κίνα, αλλά και με την ΕΕ, παρά τις προσπάθειες «εκεχειρίας» κι «εκτόνωσης» της έντασης. Το Ιράν έχει ήδη μετατραπεί σε πεδίο οικονομικής μάχης (ως προς το αν θα πειθαρχήσουν οι ευρωπαϊκές εταιρίες στον εκβιασμό «ή δουλειές με το Ιράν ή δουλειές με τις ΗΠΑ» και τι θα απαντήσουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις). Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για την Τουρκία, καθώς μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες (γαλλικές, ιταλικές, ισπανικές) είναι εκτεθειμένες στο τουρκικό χρέος, ενώ συνολικά η Τουρκία αποτελεί βασικό εμπορικό εταίρο της ΕΕ.
Η πολιτική Τραμπ απέναντι στην Τουρκία μοιάζει να έχει πλέον και οικονομικούς στόχους, στα πλαίσια του εμπορικού πολέμου κατά των «σύμμαχων» ανταγωνιστών (π.χ. ΕΕ), αλλά και επιχειρώντας να κλονίσει (και συνειδητά, πέρα από την «αυθόρμητη» τάση που περιγράψαμε παραπάνω) τις «αναδυόμενες» οικονομίες προς όφελος «Πρώτα της Αμερικής».
Τι φέρνει το μέλλον;
Στην ίδια την Τουρκία, παρά τη σχετική σταθεροποίηση μετά την «καταιγίδα», είναι καθολικά αποδεκτό ότι τα οικονομικά προβλήματα είναι μπροστά. Οι εργάτες είναι οι πρώτοι που πληρώνουν τον αντίκτυπο της κρίσης (τον πληθωρισμό, την υποτίμηση) και είναι αυτοί που θα κληθούν να πληρώσουν τους χειρισμούς Ερντογάν. Στις ηρωικές προσπάθειες για οργάνωση απεργιών τα τελευταία 2 χρόνια, σε δύσκολες συνθήκες και απέναντι στην Κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης (για την οποία ο Ερντογάν περηφανευόταν στο Σύνδεσμο Βιομηχάνων ως προς την αποτελεσματικότητά της να τερματίσει την «αναταραχή» στους χώρους δουλειάς) βρίσκονται τα παραδείγματα για το πώς μπορεί να οργανωθεί η αντίσταση. Η κρίση θα μπορούσε να δημιουργήσει ευκαιρίες για το εργατικό κίνημα, αλλά και για την Αριστερά να συγκροτήσει μια αντιπολίτευση σε ταξική βάση απέναντι στον Ερντογάν.
Εκτός από τις ευκαιρίες, υπάρχουν και οι κίνδυνοι: Η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα μπορεί να οδηγήσει σε συσπείρωση γύρω από τον Ερντογάν. Ένας από τους λόγους της ανθεκτικότητάς του είναι άλλωστε η συσπείρωση που έχει πετύχει πάνω σε «αντιαμερικανική» βάση. Είτε τα καταφέρει να οδηγήσει σε επώδυνο συμβιβασμό, είτε καταλήξει να ενισχύσει ένα κλίμα συσπείρωσης γύρω του, η παρέμβαση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην εξέλιξη της τουρκικής κρίσης αποτελεί επικίνδυνο παράγοντα, που πρέπει να καταγγελθεί και να αποκρουστεί. Αυτό είναι μονόδρομος και για να διευκολυνθεί και το έργο των συντρόφων μας στην Τουρκία να ανοίξουν άλλους δρόμους αμφισβήτησης του καθεστώτος…
Το τι θα συμβεί διεθνώς και στο γεωπολιτικό παιχνίδι είναι επίσης ρευστό. Η προσέγγιση Μόσχας-Άγκυρας ήταν ήδη σε εξέλιξη και η «εμβάθυνσή» της μπροστά στην κρίση δεν αποτελεί είδηση. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει το «τρίγωνο» το οποίο σταδιακά διαμορφώνεται. Η επαναπροσέγγιση Βερολίνου-Άγκυρας που δείχνει να «θάβουν το τσεκούρι» και να επιχειρούν να βρουν έδαφος συνεννόησης μπροστά στον «τυφώνα Τραμπ». Και παράλληλα χρονικά, οι συζητήσεις Βερολίνου-Μόσχας, μια «ιδιαίτερη σχέση» που προϋπήρχε, με όλους τους περιορισμούς που δημιουργούσε ο ευρωατλαντικός προσανατολισμός της Γερμανίας, και που σήμερα επιχειρείται να αναπροσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Σε αυτό το φόντο, η προεργασία για μια σύνοδο Γαλλίας-Γερμανίας-Ρωσίας-Τουρκίας όσον αφορά τη μεταπολεμική Συρία έχει ιδιαίτερη σημασία, και για τη Συρία, αλλά και ευρύτερα. Η επίσκεψη Ερντογάν στην Τεχεράνη, τα 15 δισ. «βοήθειας» του Κατάρ στην Άγκυρα, ως ανταπόδοση στην τουρκική υποστήριξη όταν το Εμιράτο βρέθηκε «πολιορκούμενο» από τη Σαουδική Αραβία και τους πρόθυμους συμμάχους της, ενισχύει την εικόνα ρευστότητας και αναδιατάξεων στις συμμαχίες. Αυτό το σκέλος αφορά το διεθνή ανταγωνισμό κι έχει το δικό του ενδιαφέρον. Αλλά από τη σκοπιά των συμφερόντων της τουρκικής εργατικής τάξης, μάλλον είναι αδιάφορο. Ούτε η Ρωσία, ούτε η ΕΕ θα βοηθήσουν χωρίς αντίτιμο την Τουρκία να αποφύγει την ταπείνωση της προσφυγής στο ΔΝΤ. Το τίμημα της λιτότητας, της «συμμόρφωσης» σε γεωπολιτικές προτεραιότητες κ.ο.κ. είναι κάτι που δεν θα αποφύγει ο τουρκικός λαός, παρά μόνο αν αγωνιστεί ο ίδιος για την αποτροπή του.
Μας αφορά
Πέρα από τη διεθνή τους σημασία, τα όσα εξελίσσονται στην Τουρκία μας αφορούν ιδιαίτερα, καθώς συμβαίνουν στη «θερμή» γειτονιά μας. Η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει στηριχτεί πάνω στην αξιοποίηση της ρήξης ΗΠΑ-Τουρκίας για να αποσπάσει τα μάξιμουμ οφέλη για τον ελληνικό καπιταλισμό στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό. Ο πειρασμός «να κάνουμε την κρίση της Τουρκίας ευκαιρία» σίγουρα θα είναι μεγάλος για τον ελληνικό αστισμό και μπορεί να οδηγήσει σε όξυνση της επιθετικότητας και επικίνδυνες περιπέτειες. Γράψαμε παραπάνω για την αμερικανική επιθετικότητα ως παράγοντα που δημιουργεί προβλήματα. Γράψαμε για την ανάγκη να ηττηθούν αυτοί οι σχεδιασμοί ως μοναδικός τρόπος να ενισχυθεί ο αγώνας των ταξικών μας αδελφών στην Τουρκία απέναντι στο καθεστώς Ερντογάν, για μια εργατική απάντηση στην κρίση κι όχι για μια επικίνδυνη αναζωπύρωση του εθνικισμού.
Η ελληνική κυβέρνηση αποτελεί μέρος αυτού του προβλήματος. Έχει ταυτιστεί με την αμερικανική επιθετικότητα, ενώ οι επιθετικές αξιώσεις της στην ανατολική Μεσόγειο ενισχύουν την πιθανότητα να αποφασίσει η Τουρκία να απαντήσει στη διπλωματική της απομόνωση με τη δύναμη των όπλων. Η αντιεθνικιστική-αντιιμπεριαλιστική πάλη στην Ελλάδα σήμερα αποτελεί την καλύτερη δυνατή βοήθεια που μπορούμε να δώσουμε στο κίνημα και την Αριστερά στην Τουρκία. Αγωνιζόμενοι ενάντια στους εξοπλισμούς, διαφυλάσσουμε πολύτιμους πόρους για την κοινωνική πλειοψηφία στην Ελλάδα και ταυτόχρονα στέλνουμε μήνυμα και «απέναντι» για το ποιοι είναι οι κοινοί μας εχθροί –οι έμποροι όπλων και οι κυβερνήσεις μας. Αντιστεκόμενοι στον αντιδραστικό άξονα με Κύπρο-Αίγυπτο-Ισραήλ και αγωνιζόμενοι να βάλουμε τέλος στις «ορέξεις» των καπιταλιστών για εξορύξεις, προστατεύουμε το περιβάλλον, αλλά και την ειρήνη στην περιοχή, στέλνοντας μήνυμα «απέναντι» ότι τον αγώνα ενάντια στην ιμπεριαλιστική εμπλοκή στην περιοχή μπορούμε (και πρέπει!) να τον δώσουμε μαζί οι δύο λαοί. Ένα αντιπολεμικό-διεθνιστικό κίνημα οφείλει να ακυρώσει τους σχεδιασμούς του ελληνικού αστισμού, για να συνδράμει έτσι στην πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό στην περιοχή και ταυτόχρονα να δώσει βοήθεια στις ταξικές, διεθνιστικές δυνάμεις και στην άλλη πλευρά του Αιγαίου να οργανώσουν τη δική τους πάλη…