Η πάλη ενάντια στην ακροδεξιά στις ΗΠΑ

Πετυχημένες κινητοποιήσεις, πολιτικές προκλήσεις

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Κατερίνα Καλλέργη

Ένα χρόνο μετά τη φονική επίθεση νεοναζί στην αντιφασιστική διαδήλωση του Σαρλοτσβίλ και ενώ οι ΗΠΑ διανύουν το δεύτερο καλοκαίρι της προεδρίας του Τραμπ, οι φασίστες ξαναπροσπάθησαν να βγουν στον δρόμο σε διάφορες πόλεις της Αμερικής. Ενισχυμένοι από τη ρητορική του Τραμπ, από την κατάσταση στο μεταναστευτικό και έχοντας πάντα την προστασία της αστυνομίας, αποπειράθηκαν να κάνουν μία επίδειξη δυνάμεων. 
Αντισυσκεντρώσεις
Στο Πόρτλαντ, η διαδήλωση των νεοναζί ήταν κομμάτι της καμπάνιας του Τζόι Γκίμπσον, αρχηγού της ομάδας Patriotic Prayer, ο οποίος καλούσε τους υποστηριχτές του να κουβαλούν «παντού και πάντα» όπλα μαζί τους. Η διαδήλωση ονομάστηκε κυνικά «Πορεία Ελευθερίας για τον Γκίμπσον στη Γερουσία». Η απόπειρά τους αποδείχτηκε ένα φιάσκο. Ο κόσμος που βρέθηκε στην αντιδιαδήλωση, που οργανώθηκε από τις αντιφασιστικές δυνάμεις και στην οποία συμμετείχε η Αριστερά, ήταν υπερπολλαπλάσιος σε σχέση με τον κόσμο που συγκέντρωσαν οι φασίστες. Παραπάνω από εξακόσια άτομα βρέθηκαν στους δρόμους του Πόρτλαντ για να φωνάξουν: «Ούτε Τραμπ, ούτε Κου Κλουξ Κλαν, κανένας φασίστας στην Αμερική».
Η αστυνομία, τοποθετημένη ανάμεσα στις δύο διαδηλώσεις και προστατεύοντας τους φασίστες, επιτέθηκε άγρια στην αντι-συγκέντρωση. Αφού έκανε ανακοινώσεις, στις οποίες καλούσε το πλήθος των αντιφασιστών να διαλυθεί «για λόγους ασφαλείας», εξαπέλυσε βροχή από χειροβομβίδες κρότου λάμψης στους συγκεντρωμένους, στέλνοντας μια γυναίκα στο νοσοκομείο με σπασμένο χέρι και τραυματίζοντας σοβαρά στο κεφάλι έναν άντρα, τον οποίο, σύμφωνα με μαρτυρίες, αυτό που του έσωσε τη ζωή ήταν το κράνος που φόραγε. 
Παρόμοια ήταν η κατάσταση και στο Μπέρκλεϋ, με το πλήθος της αντισυγκέντρωσης να είναι πολλαπλάσιο από τους φασίστες σε αναλογία 1 προς 25. Η αδυναμία των φασιστών να συγκεντρώσουν κόσμο φάνηκε όταν αναγκάστηκαν να αλλάξουν την ώρα της συγκέντρωσής τους, για να αποφύγουν την αντισυγκέντρωση των αντιφασιστικών δυνάμεων. Τελικά έγιναν δύο αντιφασιστικές συγκεντρώσεις –μία την ώρα που είχε καλεστεί κανονικά και μία την ώρα που έγινε τελικά η συγκέντρωση των φασιστών. Στις αντιφασιστικές διαδηλώσεις συμμετείχαν σωματεία, όπως το Διεθνές Σωματείο Εργαζομένων σε Υπηρεσίες (SEIU), και η Ένωση Δασκάλων του Μπέρκλεϋ, κάνοντας λόγο για την ανάγκη αντιφασιστικής οργάνωσης στους χώρους δουλειάς, ώστε να μη μένει κενός χώρος να αναπτυχθούν ακροδεξιοί. Η αστυνομία –αν και πιο μετριοπαθής στη χρήση βίας από το Πόρτλαντ– δεν δίστασε να προβεί σε συλλήψεις κυρίως με τις κατηγορίες των μικροεπιθέσεων και της κατοχής οποιουδήποτε αντικειμένου μπορεί να θεωρηθεί φονικό όπλο (κλειδιά, χοντρά γάντια κλπ).
Το Σάρλοτσβιλ δε ξεχάστηκε
Στην Ουάσινγκτον, οι νεοναζί συγκεντρώθηκαν για να «γιορτάσουν» την επέτειο για τη φονική επίθεση στο Σαρλοτσβίλ και ονόμασαν τη συγκέντρωσή τους «Ενώνοντας τη Δεξιά 2». Δεν κατάφεραν όμως να συγκεντρώσουν παρά μόνο μερικές δεκάδες, που έμειναν κρυμμένοι πίσω από τον αστυνομικό κλοιό, ενώ η αντιφασιστική συγκέντρωση μέτραγε εκατοντάδες. Οι αντιφασίστες ανάγκασαν τους ακροδεξιούς να εξαφανιστούν από τους δρόμους της Ουάσινγκτον μέσα σε σχεδόν μισή ώρα, σημειώνοντας μια πολύ σημαντική νίκη και δείχνοντας ξεκάθαρα πως δεν θα τους επιτρέψουν να ξαναβγούν στους δρόμους και να επαναλάβουν ό,τι έγινε πέρυσι στο Σαρλοτσβίλ. Εξίσου σημαντική νίκη ήταν η απεργία που ξεκίνησε από μαύρους εργάτες στο μετρό και ανάγκασε τη διεύθυνση να πάρει πίσω την πρότασή της να παρέχει δωρεάν μέσα για τη μετακίνηση των ακροδεξιών, ενώ πολλά εστιατόρια δήλωσαν πως δεν θα σερβίρουν φασίστες και θα πετάξουν έξω όποιον μπει στο μαγαζί φορώντας σύμβολα μίσους.
Αρχικά, οι ακροδεξιοί σκόπευαν να διαδηλώσουν στο ίδιο το Σαρλοτσβίλ για την επέτειο της δολοφονίας της αντιφασίστριας Χέδερ Χέιερ, όμως έπειτα από τις πιέσεις του κόσμου δεν τους δόθηκε άδεια. Αυτό όμως δεν απέτρεψε το δήμαρχο από το να θέσει την πόλη και τις γύρω περιοχές σε κατάσταση έκτατης ανάγκης και να στείλει μια γιγάντια αστυνομική δύναμη –περίπου 1.000 αστυνομικούς– στην αντιφασιστική συγκέντρωση που έγινε στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια. Οι διαδηλωτές, ως απάντηση, κρέμασαν ένα πανό μπροστά από το άγαλμα του Τόμας Τζέφερσον, έξω από το πανεπιστήμιο, που έγραφε: «Πέρσι ήρθαν με πυρσούς, φέτος με αστυνομικά σήματα». 
Αντιφασιστικό κίνημα 
και εκλογές

Όλα αυτά δείχνουν πως στις ΗΠΑ έχει αναπτυχθεί ένα δυναμικό αντιφασιστικό κίνημα, το οποίο, αν και πολύ μαζικό στον δρόμο, στερείται συνολικής πολιτικής απάντησης. Αν και τα τελευταία βήματα (η συμμετοχή εργατικών σωματείων, η απεργία στο μετρό κλπ) φαίνεται να ωθούν προς μια ριζοσπαστικοποίηση και μια σύνδεση του ταξικού και του αντιφασιστικού αγώνα, συνεχίζει να τίθεται ζήτημα για την ριζοσπαστικοποίηση του κόσμου. Οι τελευταίες διαδηλώσεις, μάλιστα, αν και πολύ σημαντικές και πετυχημένες, δεν είχαν τη δυναμική των προηγούμενων. Ένας από τους λόγους που συμβαίνει αυτό είναι ότι πολλοί από τους ακτιβιστές, που συμμετείχαν, έχουν εστιάσει στις προκείμενες ενδιάμεσες εκλογές, καθώς θεωρούν πως αν οι Δημοκρατικοί κερδίσουν την πλειοψηφία στο Κογκρέσο, θα καταφέρουν να ακυρώσουν τα σχέδια του Τραμπ.
Αυτό πατάει σε δύο τελείως λανθασμένες αντιλήψεις. Από τη μια θεωρείται αυτονόητο πως οι Δημοκρατικοί θα τηρήσουν τις υποσχέσεις τους. Το κόμμα των Δημοκρατικών –το μεγάλο χωνευτήρι κινημάτων, όπως το αποκαλούν οι σύντροφοι στις ΗΠΑ– ιστορικά είχε πάντα τον ρόλο του «καλού μπάτσου», δηλώνοντας συνεχώς πως είναι τουλάχιστον μια καλύτερη επιλογή από τους κακούς Ρεπουμπλικάνους. Κατάφερε να ενσωματώσει κινήματα και να τα κάνει να χάσουν τη δυναμική τους υποσχόμενο πως θα εφαρμόσει τα αιτήματά τους και πουλώντας μια «εναλλακτική πολιτική». Στην πραγματικότητα, όμως, πότε δεν υπήρξε βοηθητικό, ούτε έφερε καμιά μεγάλη αλλαγή, αντιθέτως, σε θητείες προέδρων του έχουν συνεχιστεί πόλεμοι, έχουν περάσει ακραία φιλελεύθερα μέτρα και έχουν εφαρμοστεί οι ίδιες πολιτικές με τους Ρεπουμπλικάνους.
Από τη άλλη, οι ακτιβιστές που εστιάζουν στη νίκη των Δημοκρατικών στις ενδιάμεσες εκλογές, φαίνεται να αγνοούν ή να μη θέλουν να αναγνωρίσουν πως η ακροδεξιά στις ΗΠΑ δεν εκφράζεται μόνο κεντρικά πολιτικά. Αν η εναντίωση στον Τραμπ είναι ένα πολιτικό στοίχημα, ένα άλλο είναι το τι γίνεται στους δρόμους και στις γειτονιές, στην κοινωνία που βρίσκει εύφορο έδαφος ο φασισμός. Ένας «αντιφασισμός» που μόνος του στόχος είναι η ήττα του Τραμπ στην πραγματικότητα κάνει μια τρύπα στο νερό, καθώς αφήνει ανέγγιχτες τις ρίζες του προβλήματος και είναι καταδικασμένος να αντιμετωπίζει μονίμως εκλογικά τους νέους Τραμπ που θα παράγει το σύστημα. Ταυτόχρονα, η έλλειψη συνολικής πολιτικής απάντησης δημιουργεί απογοήτευση στον απλό κόσμο, που δεν καταλαβαίνει γιατί πάνε χαμένες οι προσπάθειές του, βλέποντας τις συνεχείς προδοσίες του «φιλελεύθερου κέντρου».
Πρόκειται για μια κρίσιμη πολιτική στιγμή στις ΗΠΑ, όπου οι σύντροφοι καλούνται να διαχειριστούν και να ριζοσπαστικοποιήσουν ένα δυναμικό αντιφασιστικό κίνημα. Η παρουσία της Αριστεράς σε αυτό είναι ζωτική για να δημιουργηθεί μια συνολική αντιπρόταση ενάντια στους φασίστες, τον Τραμπ και το σύστημα που τον στηρίζει. Το πιο δύσκολο κομμάτι θα είναι να σπάσουν οι αυταπάτες του κόσμου για τους Δημοκρατικούς και τη δήθεν λύση που προσφέρουν. Όμως οι εργατικοί αγώνες που αναπτύσσονται τον τελευταίο καιρό και συνδέονται έντονα με το αντιφασιστικό κίνημα δείχνουν τον δρόμο. 

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία