«Καλές προθέσεις» οι προτάσεις του υπουργείου
Γ ια ακόμη μία φορά, ακόμα μία κυβέρνηση επιχειρεί να «μεταρρυθμίσει» τον τρόπο εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και συγκεκριμένα τον τρόπο με τον οποίο οι μαθητές και οι μαθήτριες θα περνούν από τη βάσανο των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Αυτή τη φορά το υπουργείο δεν αλλάζει μόνο τον τρόπο διεξαγωγής των εξετάσεων, αλλά σχεδόν όλη τη δομή της Γ’ Λυκείου, αλλάζοντας τα μαθήματα και τις ώρες διδασκαλίας, σε μια προσπάθεια να μετατραπεί σε προπαρασκευαστική τάξη για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, σύμφωνα με τα λόγια του υπουργείου.
Οι αλλαγές αυτές θα ισχύσουν από τη σχολική χρονιά 2019-2020 και γνωρίζοντας ότι το 2019 είναι χρονιά και εθνικών εκλογών, εύλογα δημιουργείται ένα ερώτημα γύρω από την επιλογή της χρονικής στιγμής για τη συγκεκριμένη ριζική μεταρρύθμιση. Και επειδή κανείς/μια δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι η επόμενη κυβέρνηση, που θα κληθεί να υλοποιήσει τη συγκεκριμένη μεταρρύθμιση, θα είναι η ίδια με τη σημερινή, η σχετική συζήτηση μπορεί να μείνει κυριολεκτικά «στα χαρτιά», καθιστώντας εντελώς ασαφές το τι μέλλει γεννέσθαι και με την ίδια τη μεταρρύθμιση αλλά και με το μέλλον των μαθητών/τριών.
Οι αλλαγές
Συνοπτικά, τα κεντρικά σημεία της πρότασης του υπουργείου είναι τα εξής. Τα μαθήματα της Γ’ Λυκείου μειώνονται δραματικά, καθώς από τα μαθήματα Γενικής Παιδείας παραμένουν μόνο η Φυσική Αγωγή, τα Θρησκευτικά (!), η Νεοελληνική Γλώσσα (που είναι η γνωστή μας Έκθεση μαζί με τη Λογοτεχνία) και τα τρία μαθήματα της κάθε Ομάδας Προσανατολισμού (οι παλιότερες κατευθύνσεις) οι οποίες είναι τρεις: Ανθρωπιστικών Σπουδών, Σπουδών Υγείας, Θετικών Σπουδών και Σπουδών Οικονομίας και Πληροφορικής. Τα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα θα έιναι τέσσερα ενώ οι ώρες διδασκαλίας των μαθημάτων Προσανατολισμού σχεδόν διπλασιάζονται. Στο πρόγραμμα των μαθημάτων υπάρχουν και αλλαγές όπως η ένταξη των ειδικών μαθημάτων στο κανονικό πρόγραμμα διαδασκαλίας ή η πολυσυζητημένη αντικατάσταση των Λατινικών από την Κοινωνιολογία η οποία προκάλεσε αντιδράσεις κυρίως από στελέχη της ΝΔ στο όριο της γραφικότητας και μακριά από την ουσία των αλλαγών που προτείνονται.
Το βασικό επιχείρημα από την πλευρά του υπουργείου, που δικαιολογεί (και) το στοχευμένο χαρακτήρα της μεταρρύθμισης, στηρίζεται στο γεγονός ότι η Γ΄ Λυκείου έχει ουσιαστικά «αποκοπεί» από το δημόσιο σχολείο, καθώς η πλειοψηφία των μαθητών/τριών αφιερώνει μεγαλύτερη προσπάθεια και χρόνο στα φροντιστηριακά μαθήματα, υποβαθμίζοντας κατά πολύ τα μαθήματα που διδάσκονται στο σχολείο και ειδικά αυτά που δεν εξετάζονται πανελλαδικά. Ισχυριζόμαστε πως η αφετηρία αυτού του προβληματισμού είναι σωστή για δύο βασικούς λόγους.
Ο πρώτος αφορά τη δεδομένη υποβάθμιση του Δημόσιου Σχολείου, την απαξίωση των εκπαιδευτικών και την υπερίσχυση του ρόλου των φροντιστηρίων. Γι’ αυτό όμως δε φταίει ούτε το σχολείο από μόνο του, ούτε οι εκπαιδευτικοί (και σε τελική ανάλυση ούτε τα φροντιστήρια), αλλά οι κυβερνητικές πολιτικές που συστηματικά εδώ και χρόνια -και με μεγαλύτερη ένταση την τελευταία οκταετία- αποδυναμώνουν το ρόλο του δημόσιου σχολείου: με τη συνεχή μείωση του αριθμού των εκπαιδευτικών ταυτόχρονα με την κατασυκοφάντησή τους, με τους μνημονιακούς νόμους για τις μη προσλήψεις μόνιμων εκπαιδευτικών, με τις υπεράριθμες τάξεις. Ο δεύτερος αφορά την πραγματική δυνατότητα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, καθώς ενά όλο και μεγαλύτερο τμήμα μαθητών/τριών αδυνατεί να πάει σε φροντιστήρια (για οικονομικούς λόγους), τη στιγμή που είναι κοινό μυστικό ότι χωρίς αυτά, η πρόσβαση σε κάποιο ΑΕΙ ή ΤΕΙ είναι πολύ δύσκολη.
Ισχυριζόμαστε ωστόσο ότι οι προτεινόμενες αλλαγές του υπουργείου δε βοηθούν στην επίλυση του ζητήματος, αλλά είναι «ανακάτεμα τις τράπουλας». Ως προν τον πρώτο λόγο, ο υπουργός στη σχετική συνέντευξη Τύπου δεν ανέφερε τίποτα για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα σχολεία από την έλλειψη μόνιμου εκπαιδευτικού προσωπικού, απεναντίας για άλλη μια χρονιά τα κενά θα καλυφθούν από αναπληρωτές εκπαιδευτικούς. Ως προς το δεύτερο λόγο, η πλευρά του υπουργείου έχει να παρουσιάσει μόνο «καλές προθέσεις». Με ποιον τρόπο μπορεί να διασφαλιστεί άραγε ότι ο διπλασιασμός των ωρών διδασκαλίας των πανελλαδικώς εξεταζόμενων μαθημάτων θα αντιμετωπίσει το σύστημα των φροντιστηρίων; Επιπλέον, η κατά κάποιον τρόπο «φροντιστηριοποίηση» της Γ’ Λυκείου, με την κατάργηση των περισσότερων μαθημάτων γενικής παιδείας, μεταλλάσσει και τον υποτιθέμενο ρόλο του δημόσιου σχολείου, το οποίο θα έπρεπε να προσφέρει ένα σύνολο γενικών γνώσεων (και όχι πληροφοριών) ενώ ταυτόχρονα παραμένει εξόχως προσανατολισμένο στη διαδικασία των εξετάσεων. Αυτή η κίνηση περισσότερο μοιάζει με μια προσπάθεια το δημόσιο σχολείο να καταστεί «ανταγωνιστικό» ως προς τα φροντιστήρια, παρά μια σοβαρή και ολοκληρωμένη παρέμβαση που προσπαθεί να αντιμετωπίσει το ζήτημα της παραπαιδείας.
Η ελεύθερη πρόσβαση
Το υπουργείο υποστηρίζει ότι υιοθετεί ένα σύστημα ελεύθερης πρόσβασης, χωρίς Πανελλαδικές Εξετάσεις, στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση για κάποια τμήματα, μόνο με το βαθμό του απολυτηρίου. Πιο συγκεκριμένα, οι μαθητές και οι μαθήτριες θα συμπληρώνουν ένα μηχανογραφικό περιορισμένων επιλογών στο τέλος της Β’ Λυκείου και σε αυτή τη βάση θα σχηματίζεται μια εικόνα για τη ζήτηση που θα έχουν τα τμήματα των ΑΕΙ και των ΤΕΙ. Σε αυτά που θα έχουν τη μικρότερη ζήτηση, θα υπάρχει η δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης για τους/ις μαθητές/τριες που θα τα έχουν δηλώσει αμέσως μετά το τέλος της Β’ Λυκείου, ενώ στα μέσα της Γ’ Λυκείου θα πρέπει να αποφασίσουν οριστικά εάν θα επιλέξουν κάποιο από αυτά τα τμήματα ή εάν θα διαγωνιστούν στη διαδικασία των Πανελλαδικών.
Παρότι είναι σημαντικό το γεγονός ότι πρώτη φορά ανοίγει με τέτοιους όρους η σύζητηση γύρω από το ζήτημα της ελεύθερης πρόσβασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση -κάτι που ανέκαθεν ήταν προμετωπίδα της Αριστεράς στα ζητήματα Παιδείας αλλά για την κυβέρνηση όχι- ο τρόπος που υλοποιείται, στην πραγματικότητα δεν προσφέρει κάτι. Αφενός, η δομή του Λυκείου, όπως περιγράφηκε παραπάνω, προορίζεται να συνεχίσει να έχει στο κέντρο της τις εξετάσεις. Όσο το δημόσιο σχολείο θα παραμένει ένα εξεταστικό κάτεργο άρρηκτα συνδεδεμένο με την πρόσβαση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, η συζήτηση για την ελεύθερη πρόσβαση θα είναι λειψή και προβληματική. Αφετέρου, ακόμα και ο ίδιος ο τρόπος που προτείνει το υπουργείο ουσιαστικά θα επιτρέπει την ελεύθερη πρόσβαση σε τμήματα πολύ χαμηλής ζήτησης, τα οποία ούτως ή άλλως με το σημερινό σύστημα έχουν πολύ χαμηλές βάσεις και συνεπώς η πρόσβαση σε αυτά μπορεί να επιτευχθεί και με χαμηλές επιδόσεις στις πανελλαδικές εξετάσεις. Μια πραγματική τομή, θα ήταν η ελεύθερη πρόσβαση σε όποιο τμήμα ΑΕΙ ή ΤΕΙ επιθυμεί ο/η μαθητής/τρια, όπου η πρώτη χρονιά θα ήταν ένα προπαρασκευαστικό έτος για τη συνέχιση των σπουδών των πρωτοετών φοιτητών/τριών.
Συνεπώς, μάλλον οι προτάσεις του υπουργείου δεν αλλάζουν και τόσο ριζικά το Λύκειο, παρ’ ότι ανοίγει μια συζήτηση η οποία μπορεί να αξιοποιηθεί από το κίνημα και τη ριζοσπαστική Αριστερά, ώστε να ξεδιπλώσει ένα σχέδιο για ένα πραγματικά δημόσιο σχολείο που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες των μαθητών/τριών και των εκπαιδευτικών, που δε θα είναι εξεταστικό κέντρο, αλλά θα προάγει την κριτική σκέψη και το οποίο θα αποσυνδεθεί από τη διαδικασία πρόσβασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.