Πριν σαράντα πέντε χρόνια στη Χιλή

Φωτογραφία

Ταξική αναμέτρηση και μεταβατική πολιτική

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Αντώνης Νταβανέλος

Πριν από 45 χρόνια, στις 11 Σεπτέμβρη του 1973 στη Χιλή, το πραξικόπημα του στρατηγού Πινοσέτ έβαζε αιματηρό τέλος στο πείραμα του «ειρηνικού-κοινοβουλευτικού δρόμου προς το σοσιαλισμό», που επιχείρησε ο συνασπισμός της Λαϊκής Ενότητας υπό τον πρόεδρο Σαλβαδόρ Αλιέντε. 
Η αγριότητα του πραξικοπήματος –με πραγματικό στόχο να εξοντώσει μια ολόκληρη «γενιά» του εργατικού, λαϊκού και αριστερού κινήματος–  δείχνει το μέτρο του φόβου και του πανικού της χιλιάνικης κυρίαρχης τάξης και του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού μπροστά σε αυτά που έγιναν στη Χιλή στα χρόνια μεταξύ 1970 και 1973. 
Σε αντίθεση με τα προηγούμενα «πειράματα» συμμετοχής της Αριστεράς στις κυβερνήσεις –όπως στη Γαλλία και στην Ιταλία το 1945-1947, στις κυβερνήσεις «εθνικής ενότητας»– η κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας στη Χιλή παρουσιαζόταν σαν μια ειλικρινής στρατηγική «περάσματος στο σοσιαλισμό με τον ειρηνικό-δημοκρατικό δρόμο». Ο Αλιέντε, σε αντίθεση με τον Τορέζ και τον Τολιάτι που υπόταξαν τα προγράμματά τους στις σκοπιμότητες μιας κάποιας ενωτικής «εξόδου της πατρίδας από την κρίση» και σε μεγαλύτερη αντίθεση με τα ξεφτιλίκια της μετέπειτα «πληθυντικής Αριστεράς» και σε ακόμα μεγαλύτερη αντίθεση με τους σύγχρονους Ρέντσι και Τσίπρα, επέμενε να πραγματοποιήσει το πρόγραμμα της Λαϊκής Ενότητας (Unidad Popular, UP) με στόχο τη βελτίωση της θέσης των εργατών και των φτωχών στη Χιλή: Εθνικοποίησε το χαλκό και σταδιακά ένα μεγάλο μέρος της οικονομίας, αύξησε τους μισθούς και τις συνδικαλιστικές ελευθερίες, επέβαλε μια ριζοσπαστική αγροτική μεταρρύθμιση. Όμως, ταυτόχρονα, επέμενε να διεκδικεί την ολοκλήρωση αυτού του προγράμματος δηλώνοντας ειλικρινά ότι θα αποφύγει πάση θυσία κάθε μέτρο που θα οδηγούσε σε εμφύλιο πόλεμο, που θα μετέτρεπε την ταξική αναμέτρηση σε επαναστατική κρίση. Αυτά τα δύο στοιχεία στην πολιτική της UP προδιέγραψαν το μεγαλείο, αλλά και την τελική τραγωδία της χιλιάνικης εμπειρίας.
Ταξική πάλη
Σε πείσμα όλων των αναθεωρητικών θεωριών, η Χιλή αποδεικνύει ξανά ότι την ιστορία τη γράφει η ταξική πάλη. Μόνο που η ταξική πάλη είναι ένα πιο σύνθετο φαινόμενο απ’ ό,τι πιστεύει ένας πλατύς μέσος όρος ανθρώπων, που για πολλά χρόνια δεν έχουν εμπειρίες μεγάλων γεγονότων. 
Στην ταξική πάλη δεν συμμετέχει ως πρωταγωνιστής μόνο ο δικός μας κόσμος. Συμμετέχει και ο «κόσμος» της κυρίαρχης τάξης. Στη Χιλή, οι «από πάνω» σύντομα κατάλαβαν ότι ζωτικά τους συμφέροντα θα τίθονταν σε κίνδυνο, αν άφηναν να εξελιχθεί η «διαδικασία» της UP, φοβούμενοι όχι μόνο τον Αλιέντε και την πολιτική του, αλλά κυρίως την τεράστια δύναμη των μαζών που έδειχναν να αφυπνίζονται. Η αστική τάξη έθεσε το σύνολο της κοινωνικής επιρροής της σε συναγερμό: οι εργοδότες, τα ανώτερα μεσοστρώματα (μικροεπιχειρηματίες, βιοτέχνες, μαγαζάτορες κ.ά, που ζουν εκμεταλλευόμενοι την εργασία τρίτων), οι πλούσιοι της υπαίθρου και οι κρατικές γραφειοκρατίες, ρίχτηκαν σε έναν παρατεταμένο πόλεμο για την ανατροπή της κυβέρνησης της Αριστεράς. Έναν πόλεμο που, για ένα διάστημα, κρυβόταν πίσω από τη «συνταγματική νομιμότητα», αν και στηριζόταν ανοιχτά στο σαμποτάζ και στη δημιουργία συνθηκών χάους. 
Οι δυνάμεις αυτές είχαν την πλήρη υποστήριξη του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ, που επιχείρησαν να στραγγαλίσουν οικονομικά την κυβέρνηση Αλιέντε, ρίχνοντας τεχνητά τις τιμές του χαλκού στη διεθνή αγορά και εμποδίζοντας κάθε δάνειο και χρηματοδότηση της Χιλής από την Παγκόσμια Τράπεζα (τι αντίθεση αλήθεια με τα σαλιαρίσματα μεταξύ Τσίπρα και Αμερικανών στη φετινή ΔΕΘ…).
Η ταξική πάλη δεν περιορίζεται σε περιόδους σχετικής «κανονικότητας», όπου τα καθήκοντά μας είναι η αντίσταση, οι απεργίες, οι διαδηλώσεις κ.ο.κ. Όλα αυτά είναι αναγκαία και πολύ σημαντικά. Όμως, υπάρχουν περίοδοι όπου η ταξική πάλη μετατρέπεται σε ταξικό πόλεμο, σε αγώνα «τάξης ενάντια σε τάξη», σε αγώνα ζωής ή θανάτου. Αυτή ήταν η πραγματικότητα στη Χιλή από τα τέλη, κιόλας, του 1971, από τη «στιγμή» της εργοδοτικής απεργίας στα μέσα μεταφοράς (ιδιοκτήτες φορτηγών) σε συνδυασμό με ένα γενικευμένο επιχειρηματικό λοκ-άουτ και τη διαλυτική δράση των αστυνομικών, των δικαστών, των συμβολαιογράφων κ.ο.κ. Πολλοί αναλυτές εκπλήσσονται με την «κατάρρευση» του Αλιέντε το 1973, όμως η πραγματική έκπληξη είναι ότι η κυβέρνηση της UP άντεξε για τρία χρόνια μέσα σε τέτοιες συνθήκες.
Και αυτό έγινε μόνο γιατί η εργατική τάξη και οι λαϊκές μάζες στη Χιλή βρήκαν τη δύναμη να ανταποκριθούν στην κλιμάκωση της ταξικής πάλης που επέβαλαν οι «από πάνω», στον ταξικό πόλεμο που είχε ήδη κηρυχθεί. Οι εργοδοτικές απεργίες και τα λοκ άουτ τσακίστηκαν από αυθεντικές απεργίες που, υποχρεωτικά, άρχισαν να χτίζουν την εργατική απάντηση πάνω στο καθοριστικό ζήτημα: ποιος ελέγχει τα μέσα και τη διαδικασία παραγωγής; Καρπός αυτής της κλιμάκωσης ήταν η δημιουργία κρίσιμων κοινωνικών οργανώσεων όπως τα cordonnes industriales (εργατικές οργανώσεις που συνένωναν τα εργοστάσια μιας περιοχής) και τα commandos communales (λαϊκές οργανώσεις που συνένωναν τους φτωχούς, τους αγρότες, τους άστεγους, τις γυναικείες πρωτοβουλίες κλπ σε τοπικό-κοινοτικό πεδίο). Η τάξη μας έχτιζε όργανα σοβιετικού τύπου, έβαζε μπροστά τη διαδικασία που οδηγούσε σε συνθήκες δυαδικής εξουσίας. Όμως όπως γνωρίζουμε από την πείρα της ρωσικής και της γερμανικής επανάστασης, τα όργανα τύπου σοβιέτ και οι συνθήκες δυαδικής εξουσίας δεν προκύπτουν ποτέ πανέτοιμα, σαν την Αθηνά από το κεφάλι του Δία. 
Το τι θα συμβεί στο μεταξύ διάστημα είναι καθοριστικό. Και σε αυτό το διάστημα ένα κρίσιμο πρόβλημα είναι οι πολιτικές απαντήσεις που οι μάζες θα έχουν διαθέσιμες απέναντι στο ζήτημα του κράτους.
Κράτος
Στο ζήτημα του κράτους η μαρξιστική παράδοση, που έχουμε από την εποχή της Κομμούνας και κυρίως από το 1917, λέει ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να «καταλάβει» την υπάρχουσα κρατική μηχανή και να τη «χρησιμοποιήσει» για τη σοσιαλιστική απελευθέρωση, αντίθετα οφείλει να «τσακίσει» το αστικό κράτος και να το αντικαταστήσει με την εργατική εξουσία-δημοκρατία, με το κράτος των σοβιέτ. Όμως, όπως ήδη μας προειδοποίησε η γερμανική επανάσταση, μια κοινωνία μπορεί να βρεθεί μπροστά σε επαναστατική κρίση, σε στιγμές όπου το ζήτημα της εξουσίας γίνεται καθοριστικό, πριν ακόμα ωριμάσουν τα σοβιέτ, πριν αποκτήσουν τη δύναμη να απαντήσουν ενιαία και σε πανεθνική κλίμακα με τη μέθοδο του Οκτώβρη του ’17. Γι’ αυτές τις συνθήκες και αυτά τα προβλήματα, η 3η Διεθνής στον καιρό του Λένιν, στο 3ο και στο 4ο Συνέδριό της, επεξεργάστηκε την τακτική του Ενιαίου Μετώπου, της μεταβατικής πολιτικής και της κυβέρνησης της Αριστεράς. 
Η Χιλή του 1970-73 είναι μια σύγχρονη, καταρχήν, επιβεβαίωση αυτής της γραμμής. Μια κοινοβουλευτική νίκη, μια κυβέρνηση της Αριστεράς, εξελισσόταν σε αποφασιστική κλιμάκωση της ταξικής πάλης που έφτανε να θέτει το πρόβλημα της εξουσίας και να δημιουργεί τους όρους, ώστε αυτό να απαντηθεί νικηφόρα από τη μεριά των εργατών και των λαϊκών μαζών. 
Όμως όλες οι πτέρυγες της UP και ο Αλιέντε αγνόησαν όλα τα άλλα συμπεράσματα της μαρξιστικής παράδοσης και κινήθηκαν αντίστροφα από τις ανάγκες των μαζών σε μια τέτοια κρίσιμη στιγμή. 
Ο Αλιέντε επέμεινε ότι η μοναδική διέξοδος από την κρίση ήταν η κοινοβουλευτική, απορρίπτοντας όλες τις εκκλήσεις του MIR (Κίνημα Επαναστατικής Αριστεράς) και της αριστερής πτέρυγας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, που ζητούσαν κινητοποίηση και εξοπλισμό των μαζών, μέτρα εξουδετέρωσης της Δεξιάς μέσα στο στρατό, θεσμοθέτηση του ρόλου των cordones κ.ο.κ. Η επιμονή στον κοινοβουλευτισμό ήταν μια πλήρης αντιστροφή των καθηκόντων: όσο η UP παρέμενε γύρω στο 36% που είχε το 1970, η Δεξιά επιχειρούσε την ανατροπή, αποφεύγοντας όμως την καταφυγή στο πραξικόπημα. Όταν διαπιστώθηκε, την άνοιξη του 1973, ότι η UP είχε εκτοξευθεί στο 50%+, τότε η Δεξιά, η άρχουσα τάξη, ο στρατός και οι Αμερικανοί προσανατολίστηκαν σταθερά και αποφασιστικά στο αιματηρό πραξικόπημα. Το Κομουνιστικό Κόμμα  Χιλής, του Λουίς Κορβαλάν, είχε χειρότερη γραμμή: επαναλάμβανε το σύνθημα του Τορέζ της Γαλλίας του 1945 («μία χώρα, ένα έθνος, ένας στρατός, μία αστυνομία») και απέδιδε τον κίνδυνο του πραξικοπήματος στην «αριστερίστικη τακτική» του… Αλιέντε και στην «ανευθυνότητα» του MIR και των οπαδών του μέσα στα cordones…
Ο Αλιέντε το 1973 πέθανε με το όπλο στο χέρι, υπερασπίζοντας με αίμα τις αυταπάτες του. Η ιστορία ασφαλώς θα τον κρίνει γι’ αυτό με μεγαλύτερο σεβασμό απ’ ό,τι θα δείξει απέναντι στους διάφορους Ντ’ Αλέμα, Μαρσέ ή Τσίπρες. Όμως αυτό δεν αρκεί μπροστά στην τραγική ήττα της χιλιάνικης εργατικής τάξης και ενός μεγάλου κινήματος, που δεν έχει ακόμα ανασυνταχθεί από τη σφαγή. Στην τελευταία αντιπαράθεσή του με τον Αλιέντε, ο Αλταμιράνο (γραμματέας του ΣΚ και επικεφαλής της ισχυρής αριστερής του πτέρυγας) είχε προειδοποιήσει: «η τάση σου να αποφύγουμε τη σύγκρουση οδηγεί στο να γίνει η σύγκρουση πιο αιματηρή και με τους χειρότερους δυνατούς όρους για εμάς…». Δυστυχώς είχε δίκιο. 
Αριστερά
Η ήττα στη Χιλή υπήρξε ένα μεγάλο γεγονός για τη διεθνή Αριστερά. Μεγάλο τμήμα της, η ρεφορμιστική Αριστερά, έβγαλε τα αντίστροφα συμπεράσματα: το πρόβλημα στη Χιλή ήταν, λέει, ότι ο Αλιέντε πήγε πολύ μακριά, προκάλεσε το σύστημα και γι’ αυτό ηττήθηκε. Ο Μπερλίγκουερ κήρυξε, σε αυτή τη βάση, τον «ιστορικό συμβιβασμό», την πολιτική μέσω της οποίας το ΚΚ Ιταλίας παραιτήθηκε από κάθε πρωτοβουλία μέσα στην καυτή δεκαετία του ’70, παίρνοντας οριστικά το δρόμο προς την ήττα και την αυτοδιάλυση. Ο Μαρσέ στο ΚΚ Γαλλίας κράτησε επιφανειακά το σύνθημα για «κυβέρνηση της Αριστεράς», αποκόπτοντάς το από όλα τα καθήκοντα σύνδεσης με το πέρασμα στο σοσιαλισμό, παίρνοντας επίσης το δρόμο προς τη δορυφοροποίηση γύρω από τη σοσιαλδημοκρατία και, τελικά, προς την περιθωριοποίηση.
Η διεθνής επαναστατική Αριστερά κράτησε για χρόνια τις καμπάνιες αλληλεγγύης στην ένοπλη αντίσταση του MIR ενάντια στη χούντα του Πινοσέτ. Ανακάλυψε τον πλούτο της εμπειρίας των αγώνων της καυτής τριετίας στη Χιλή, που έδειξαν με καθαρότητα τους κινδύνους, αλλά και τις δυνατότητες της μεταβατικής πολιτικής.