Δημαγωγούν, την ώρα που τα δίνουν όλα στις επιχειρήσεις
Π ριν προλάβει να κατακάτσει ο κουρνιαχτός από τους κυβερνητικούς πανηγυρισμούς στη ΔΕΘ περί του –τάχα– «τέλους των μνημονίων», τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΝΔ άρχισαν το διαγωνισμό για να παρουσιάσουν πιο συγκεκριμένα τι μας επιφυλάσσουν για την επόμενη μέρα.
Ο στόχος τους είναι διπλός: Αφενός, να ψαρέψουν ψήφους μέσα από τη δεξαμενή των εκατοντάδων χιλιάδων απελπισμένων ανθρώπων, που είδαν τη ζωή τους να βυθίζεται στη βαρβαρότητα της μνημονιακής λιτότητας. Αφετέρου –και ταυτόχρονα!– να απευθυνθούν στη ντόπια κυρίαρχη τάξη, διαβεβαιώνοντας τον «κόσμο του επιχειρείν» ότι οι μνημονιακές πολιτικές θα συνεχιστούν ομαλά, διεκδικώντας έτσι το «χρίσμα» για το ρόλο του κυβερνητικού διαχειριστή στην επόμενη περίοδο.
Στη ΔΕΘ, ο Τσίπρας και ο Μητσοτάκης υπογράμμισαν ότι οι όποιες παρεμβάσεις και πρωτοβουλίες των κομμάτων τους θα «περπατήσουν» υπό τον απαράβατο όρο της συμφωνίας και της έγκρισης των δανειστών. Ο μηχανισμός της «ενισχυμένης εποπτείας», οι ανά τρίμηνο έλεγχοι της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής από την τρόικα, δεν τίθενται υπό αμφισβήτηση ούτε από τον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε από τη ΝΔ.
Και αυτή την κατεύθυνση δεν διασφαλίζουν μόνο οι κυβερνητικές υπογραφές κάτω από το μνημόνιο 3. Σύμφωνα με τον διεθνή Τύπο, η κατάσταση των «συστημικών» ελληνικών τραπεζών είναι τόσο εύθραυστη και επισφαλής, που, παρά τους πανηγυρισμούς για το «τέλος των μνημονίων», ένα σενάριο ανάλογο με της Αργεντινής (που κατέφυγε ξανά στα σαγόνια του ΔΝΤ, λίγα μόνο χρόνια μετά τους πανηγυρισμούς για το «τέλος» της δικής της κρίσης) δεν είναι καθόλου, μα καθόλου, μακριά από την ελληνική πραγματικότητα. Η κρίση, άλλωστε, που ξέσπασε στην τουρκική οικονομία και η τάση να επεκταθεί σε όλες τις λεγόμενες «αναδυόμενες» οικονομίες, είναι κάτι παραπάνω από ηχηρή προειδοποίηση.
Σε αυτό το σκληρό πλαίσιο των πραγματικών εξελίξεων ξεδιπλώνεται το γαϊτανάκι των πρωτοβουλιών της κυβέρνησης και των απαντήσεων της ΝΔ.
Κατώτατος μισθός
Κομβικό σημείο είναι η δημαγωγία περί «αποκατάστασης του κατώτατου μισθού». Εδώ ζήσαμε το θέατρο του παραλόγου με την εκδήλωση της συμφωνίας στη Βουλή μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ-ΚΙΝΑΛ. Γιατί η κυβέρνηση της τάχα μου Αριστεράς επέλεξε να αρχίσει τη μετάβαση στη «μεταμνημονιακή πραγματικότητα» εφαρμόζοντας κατά γράμμα έναν από τους σκληρότερους μνημονιακούς νόμους, τον 4172 του 2013, γνωστό ως «νόμο Βρούτση». Ο νόμος αυτός κατήργησε τον κατώτατο νόμιμο μισθό των 751 ευρώ, που όριζε η τελευταία Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ), ενώ ταυτόχρονα κατήργησε τη δυνατότητα να ορίζεται ο κατώτατος μόνιμος μισθός μέσω ΕΓΣΕΕ, μετατρέποντας τη δυνατότητα αυτή σε προνόμιο του υπουργείου Εργασίας, που μπορεί πλέον να αποφασίζει μονομερώς, αφού θα έχει προηγουμένως ακούσει τις γνώμες των «κοινωνικών εταίρων» και συνυπολογίζοντας υποχρεωτικά τα κριτήρια της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και τις υπογεγραμμένες υποχρεώσεις της χώρας έναντι των δανειστών!
Σε αυτό το νόμο –που ο «παλιός» ΣΥΡΙΖΑ κραύγαζε ότι πρέπει αμέσως να καταργηθεί– καταφεύγει σήμερα η κυβέρνηση Τσίπρα, δηλώνοντας ότι αποσκοπεί σε μια κάποια αύξηση του κατώτατου μισθού, την οποία όμως δεν τολμά ακόμα να ανακοινώσει…
Κανείς δεν μπορεί να έχει εμπιστοσύνη σε αυτή τη διαδικασία. Δεν είναι μόνο ότι τελικά, μετά από μια κάποια παράσταση κοινωνικού διαλόγου, την απόφαση θα πάρει η Αχτσιόγλου. Είναι επίσης το ότι στην απόφαση αυτή θα πρέπει υποχρεωτικά να έχουν συμφωνήσει και οι εργοδότες και οι δανειστές! Το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο: Ο ΣΕΒ δηλώνει ότι στις κερδοφόρες επιχειρήσεις-μέλη του θα ήταν συζητήσιμη μια αύξηση μισθών περίπου… 0,8%, ποσοστό που δεν αρκεί ούτε για να αναπληρώσει τις απώλειες από την ετήσια αύξηση των τιμών στα τρόφιμα. Οι εκπρόσωποι των μικρομεσαίων βιοτεχνών και εμπόρων δηλώνουν ότι δεν είναι γενικά αντίθετοι με μια μικρή αύξηση μισθών, υπογραμμίζοντας όμως ότι χωρίς άλλα «γενναία» ανταλλάγματα οι επιχειρήσεις τους θα κλείσουν, αν… ενισχυθεί ο εργατικός μισθός.
Σε αυτό το πεδίο βρίσκεται το κρυφό χαρτί της κυβέρνησης. Στη ΔΕΘ οι Τσίπρας και Μητσοτάκης υποσχέθηκαν σημαντικές μειώσεις στη φορολογία των επιχειρήσεων, άφησαν ανοιχτό το ζήτημα της μείωσης των εργοδοτικών εισφορών σε πολλούς κλάδους, ενώ ο Τσίπρας υποσχέθηκε την επιδότηση για δύο χρόνια από τον ΟΑΕΔ του συνόλου των εργοδοτικών εισφορών στις προσλήψεις νέων εργαζομένων.
Σε στοιχεία της ΑΑΔΕ προκύπτει μια άλλη πτυχή: το 29% του ΦΠΑ –περίπου 6 δισ. ευρώ ετησίως!– που έχει εισπραχθεί από τις επιχειρήσεις, δεν φτάνει ποτέ στα δημόσια ταμεία. Είναι μια άτυπη, αλλά πολύ σημαντική, πολιτική χρηματοδότησης των επιχειρήσεων.
Λαδώνοντας έτσι καλά τη μηχανή της επιχειρηματικότητας, η κυβέρνηση Τσίπρα ζητά τη συναίνεση των εργοδοτών για μια μικρή αύξηση στον κατώτατο μισθό, που θα του επιτρέψει να διατηρεί κάποιες ελπίδες αξιοπρεπούς σκορ στις εκλογές. Το γεγονός ότι αυτή η πολιτική «δικαιώνει» ιδεολογικά και πολιτικά τη ΝΔ (στη ΝΔ ο Βρούτσης πανηγύρισε για «πλήρη δικαίωση»…) δεν προβληματίζει καθόλου τους φωστήρες στο Μαξίμου και στην Κουμουνδούρου. Μωραίνει Κύριος ων βούλεται απωλέσαι…
Συντάξεις
Ανάλογα είναι τα ζητήματα και στο κρίσιμο πεδίο των συντάξεων. Η κυβέρνηση διατυμπανίζει ότι μάχεται για να μην περικοπούν οι συντάξεις. Είναι ψέμα: Οι συντάξεις όλων των νέων συνταξιούχων έχουν ήδη μετά το νόμο Κατρούγκαλου περικοπεί δραστικά. Το ίδιο έχει συμβεί και στους «παλιούς», αφού ένα τμήμα της σύνταξής τους έχει ήδη μετατραπεί σε «προσωπική διαφορά». Η κυβέρνηση δεν μάχεται, απλώς διαπραγματεύεται με τους δανειστές, όχι για το αν, αλλά για το πότε θα περικοπεί αυτή η «προσωπική διαφορά». Και ο νόμος Κατρούγκαλου, αν δεν ανατραπεί από το κίνημα και την Αριστερά, οδηγεί με ακρίβεια στο σύστημα των «τριών πυλώνων», στο διαβόητο «σύστημα Πινοσέτ», για το οποίο ο Τσίπρας καταγγέλλει τον… Μητσοτάκη. Τα ποδάρια αυτής της δημαγωγίας είναι εξίσου κοντά με τα ανάλογα περί αύξησης του κατώτατου μισθού.
Αυτά σημαίνουν ότι ο «μεταμνημονιακός» διάλογος μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ είναι επιφανειακός και έξω από τις ανάγκες της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας σε αυτή την καυτή συγκυρία. Κανείς εργαζόμενος, κανένας λαϊκός άνθρωπος, δεν δικαιούται να έχει αυταπάτες ότι η ζωή του θα βελτιωθεί μέσα από αυτή τη διαδικασία.
Αυτά όμως σημαίνουν, επίσης, ότι οι πολιτικές δυνάμεις εργατικής ταξικής αναφοράς οφείλουν να κάνουν το κοινωνικό ζήτημα κύριο μέτωπο των πολιτικών αντιπαραθέσεων. Ο μισθός, η σύνταξη, οι κοινωνικές δαπάνες, οι εργασιακές σχέσεις κ.ο.κ. δεν αποτελούν στην παρούσα συγκυρία «οικονομικίστικα»-συνδικαλιστικά ζητήματα, αλλά τα κύρια πεδία όπου θα διαμορφωθεί ο αυριανός πολιτικός και ταξικός συσχετισμός δύναμης.
Το ΚΚΕ σωστά δηλώνει ότι πρέπει «να βάλουμε μπροστά τις ανάγκες». Όμως λάθος συμπεραίνει ότι «η ισχυροποίηση του ΚΚΕ μόνη απάντηση στην αντιλαϊκή σύμπλευση ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ». Τι σημαίνει αυτή η γραμμή; Κατά τον «Ριζοσπάστη» (23/9): «Το ΚΚΕ είναι η μόνη δύναμη που λέει στο λαό την αλήθεια… Γι’ αυτό πρέπει να ενισχυθεί παντού, σε κάθε εκλογική μάχη…». Το συμπέρασμα «ψηφίστε σωστά στις επόμενες εκλογές» είναι αρκετά κάτω από τις υποχρεώσεις ενός μαζικού εργατικού κόμματος μέσα σε ετούτες τις συνθήκες.
Ένα σημαντικό τμήμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το ΝΑΡ, καλεί την 1η Νοέμβρη σε απεργία για τις συμβάσεις και αυξήσεις στους μισθούς: «Αυτός ο ανεξάρτητος από τον εργοδοτικό-κυβερνητικό συνδικαλισμό των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ δρόμος, που προτάσσουν τα πρωτοβάθμια σωματεία, είναι αναγκαίος για μια νικηφόρα αναμέτρηση με την εργοδοσία και την κυβερνητική πολιτική». Κάθε αγωνιστική εργατική πρωτοβουλία είναι αναγκαία σήμερα. Το ερώτημα είναι αν αυτή είναι και ικανή για «μια νικηφόρα αναμέτρηση». Και η 1η Νοέμβρη δεν είναι μακριά για να βγουν τα αναγκαία συμπεράσματα.
Σήμερα είναι μπροστά μας μια μεγάλη πρόκληση. Να αναδείξουμε τους στόχους που θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες των εργαζόμενων μαζών. Να συγκεντρώσουμε δυνάμεις που θα στηρίζουν πρακτικά τη διεκδίκησή τους. Να ριχτούμε σε μια μακρά ενιαιομετωπική προσπάθεια, με στόχο μιαν αυθεντικά «νικηφόρα αναμέτρηση με την εργοδοσία και την κυβερνητική πολιτική». Να υποτάξουμε σε αυτή την προτεραιότητα κάθε άλλη πολιτική ή και εκλογική σκοπιμότητα. Γνωρίζοντας ότι λογοδοτούμε στην ανάγκη να χτιστεί ως μαζική και πειστική πολιτική απάντηση το σύνθημα: Ούτε ΣΥΡΙΖΑ – Ούτε ΝΔ.