Τ ο ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξε το πιο οδυνηρό, αλλά συνάμα και το πιο ισχυρό φίλτρο μέσα από το οποίο αναδείχθηκαν οι χρόνιες αντιφάσεις εντός του SPD.
Η στάση του κόμματος στον διαφαινόμενο πόλεμο ήταν κάτι που είχε απασχολήσει το κόμμα και νωρίτερα, υιοθετώντας μια γραμμή αντιπολεμική και διεθνιστική. Το κατά πόσο η ηγεσία του κόμματος, όμως, θα έμενε πιστή στη γραμμή αυτή ήταν κάτι πολύ κομβικό όχι μόνο για τη γερμανική εργατική τάξη, αλλά και για το μέλλον της επαναστατημένης Ρωσίας λίγα χρόνια αργότερα. Η συνέπεια αυτή δεν υπήρξε. Η ηγεσία του SPD ιεράρχησε ψηλότερα το εθνικό ζήτημα έναντι του ταξικού, σέρνοντας εκατομμύρια εργάτες στη φρίκη του πολέμου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν τον πόλεμο το SPD διακήρυττε: «Το ταξικά συνειδητοποιημένο γερμανικό προλεταριάτο υψώνει την πιο φλογερή πνοή διαμαρτυρίας ενάντια στις μηχανορραφίες των πολεμοκάπηλων». Λίγες όμως μέρες αργότερα, σε πλήρη σύμπλευση με την κυρίαρχη τάξη αναδιατύπωνε: «Πολλά, αν όχι τα πάντα, θα κριθούν για το λαό μας και την ειρηνική του ανάπτυξη από μια νίκη επί του ρωσικού δεσποτισμού. Το καθήκον μας είναι να απομακρύνουμε αυτό τον κίνδυνο, να εξασφαλίσουμε την ανεξαρτησία και τον πολιτισμό της χώρας μας. Σε αυτή την ώρα του κινδύνου, δεν θα αφήσουμε την πατρίδα αβοήθητη».
Η Λούξεμπουργκ, η Τσέτκιν, ο Λίμπκνεχτ και ο Μέρινγκ ήταν λίγα από τα στελέχη του κόμματος που κατάλαβαν το μέγεθος της προδοσίας εξαρχής. Όμως δεν είχαν την οργανωτική δομή προκειμένου να αντιπαρατεθούν ανοικτά με τη γραμμή της πλειοψηφίας του κόμματος. Στο βαθμό που μπορούσαν, αντιστάθηκαν στον πόλεμο με χαρακτηριστικότερη κίνηση την καταψήφιση των πολεμικών πιστώσεων από τον Λίμπκνεχτ στο γερμανικό κοινοβούλιο. Μπορεί να έδειχναν λίγοι όσοι δεν ταυτίστηκαν με τα δίκια των εθνών-κρατών, αλλά με της τάξης τους, όμως στην πραγματικότητα δεν ήταν. Στη διάσκεψη του Τσίμερβαλντ το 1915 συναντήθηκαν σαράντα περίπου στελέχη της Αριστεράς, που διαφώνησαν με την πατριωτική-πολεμική στροφή των κομμάτων τους. Ανάμεσά τους ο Λένιν και ο Τρότσκι. Αυτή η φουρνιά των στελεχών της Αριστεράς έμελλε σε λίγα χρόνια να ταρακουνήσει τον παγκόσμιο καπιταλισμό συθέμελα.
Η διεθνιστική γραμμή που υπεράσπισε με σθένος η Ρόζα και ο Λίμπκνεχτ επιβεβαιώθηκε με τραγικό τρόπο από τους θανάτους, τη φτώχεια και την ανέχεια που έφερε ο πόλεμος. Ο γερμανικός καπιταλισμός είχε ισχυροποιηθεί, όμως δεν ήταν σε θέση να αντέξει έναν μακροχρόνιο πόλεμο τέτοιου εύρους. Κάπως έτσι οι πατριωτικοί μύθοι που καλλιέργησε η γερμανική άρχουσα τάξη, αλλά και η ηγεσία του SPD, κατέρρευσαν σαν ένας πύργος από τραπουλόχαρτα. Κανένα εθνικό συμφέρον δεν μπορούσε να υπερκεράσει την ανάγκη για ψωμί, ρούχα και κυρίως αξιοπρεπή ζωή.
Η φρίκη του πολέμου, οι διηγήσεις από τα χαρακώματα, η ανηλεής κερδοσκοπία κάποιων μέσα στην απόλυτη καταστροφή, αλλά και ο πόνος των απωλειών αντέστρεψαν το κλίμα του «υπερήφανου πολέμου». Ο κόσμος άρχισε να διαδηλώνει αυθόρμητα στους δρόμους, απαιτώντας τα στοιχειώδη. Οι γυναίκες βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των κινητοποιήσεων, διαμαρτυρόμενες για τις ελλείψεις βασικών αγαθών και τις αυξήσεις των τιμών. Το SPD άρχισε ανοιχτά να ταρακουνιέται από τους κλυδωνισμούς του πολέμου. Όταν ο Λίμπκνεχτ συνελήφθη το 1916 μετά από μια δημόσια ομιλία του, 55.000 εργάτες κατέβηκαν σε απεργία συμπαράστασης. Για τους εργάτες πλέον είχαν καταρρεύσει οι πατριωτικοί μύθοι με τον πιο βιωματικό τρόπο.
Όταν η αστική κυβέρνηση, σε μια προσπάθεια να συνεχίσει τον πόλεμο μέχρις εσχάτων, επιχείρησε να ρίξει στη μάχη το στόλο τον Οκτώβρη του 1918, τα πράγματα πλέον ήταν ξεκάθαρα. Οι ναύτες στασίασαν, κατέλαβαν τα πλοία τους και απάντησαν με τα όπλα, όταν η κυβέρνηση επιχείρησε να τα ανακαταλάβει. Η γερμανική επανάσταση είχε μόλις ξεκινήσει. Εργατικές και στρατιωτικές επιτροπές άρχισαν να ξεφυτρώνουν στις μεγαλύτερες γερμανικές πόλεις, δημόσια κτίρια καταλήφθηκαν, ενώ στους δρόμους επικρατούσε ένας επαναστατικός αναβρασμός. Μετά από 4 χρόνια πολέμου, οι εργάτες έπαιρναν για πρώτη φορά τη ζωή τους στα χέρια τους.
Η ηγεσία του SPD, βλέποντας τη βάση του κόμματός της να κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση από την πολιτική της, προσπάθησε να ελέγξει το αυθόρμητο κύμα ριζοσπαστικοποίησης. Ανάγκασε την κυβέρνηση να παραιτηθεί και ανέλαβε η ίδια τα ινία του κράτους. Η πλειοψηφία των γερμανών εργατών θεώρησε ότι ξόφλησε με το παλιό καθεστώς, όμως η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Η Ρόζα προειδοποιούσε τους εργάτες ότι ο επαναστατικός δρόμος είναι μακρύς και όχι τόσο εύκολος όσο φαινόταν εκείνες τις ημέρες. Όταν η κυβέρνηση τα βρήκε σκούρα, χρησιμοποίησε όχι μόνο τις κρατικές μονάδες καταστολής, αλλά και τάγματα εφόδου (frei korps) που χρηματοδοτούνταν από εύπορες οικογένειες της Γερμανίας, προκειμένου καταστείλει τις επαναστατημένες μάζες. Ανάμεσα στα θύματα αυτής της πρόωρης απόπειρας εφόδου προς τον ουρανό υπήρξαν η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ, παρότι είχαν επισημάνει τον κίνδυνο.