Ίσα δικαιώματα για όλους
Έ ντονο αγωνιστικό παλμό είχε η πορεία που διοργάνωσαν οι αντιφασιστικές και αντιρατσιστικές συλλογικότητες στις 16 Μάρτη, με σημείο εκκίνησης την πλατεία Βικτωρίας, στο πλαίσιο της διεθνούς ημέρας κινητοποιήσεων και αλληλεγγύης στους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες έδωσαν τον τόνο των συνθημάτων που κυριάρχησαν, διεκδικώντας για μια φορά ακόμα την ελεύθερη μετακίνησή τους εντός της ΕΕ και στο εσωτερικό της χώρας, καθώς στην Ελλάδα όχι μόνο συνεχίζεται η καταπάτηση των στοιχειωδέστερων δικαιωμάτων τους, αλλά και απειλούνται με μαζικές απελάσεις, όπως προβλέπεται από τη συμφωνία ΕΕ–Τουρκίας.
Τη δική τους μαζική παρουσία, πλάι στους πρόσφυγες και τους μετανάστες που ζουν σε καταλήψεις αλληλεγγύης και καταυλισμούς, έκαναν αισθητή και οι Κούρδοι πρόσφυγες του Λαυρίου, ενός προσφυγικού χώρου φιλοξενίας που απειλείται σήμερα με διάλυση και εκκένωση, παρότι έχει πίσω του δεκαετίες ύπαρξης και σηματοδότησης των αγώνων του κουρδικού λαού. Ήταν μαζί με αυτό το μπλοκ και με την Επιτροπή Στήριξης που επέλεξαν να συμπορευτούν οι δυνάμεις του Κόκκινου Δικτύου και της ΛΑΕ.
Παρά το γεγονός ότι η πορεία ήταν μαζική, το αντιρατσιστικό και αντιφασιστικό κίνημα εμφανίστηκε διασπασμένο, με δύο χωριστές πορείες, καθώς οι δυνάμεις της ΚΕΕΡΦΑ επέλεξαν εξαρχής να συμμαχήσουν με τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ και της δημοτικής του παράταξης στην Αθήνα, παραβλέποντας συνειδητά τις κυβερνητικές ευθύνες για την εξαθλίωση των προσφύγων στα hot spots, στα κέντρα κράτησης και στα αποκλεισμένα από τη ζωή των πόλεων στρατόπεδα «φιλοξενίας», όπου έχουν χάσει τη ζωή τους δεκάδες πρόσφυγες. Κυρίως, παραβλέποντας συνειδητά τον πρωταγωνιστικό ρόλο που έπαιξε η κυβέρνηση και ο ίδιος ο Αλ. Τσίπρας στη σύναψη της αντιπροσφυγικής συμφωνίας ΕΕ–Τουρκίας και στη στήριξη της πολιτικής της Ευρώπης-Φρούριο, που ευθύνονται για δεκάδες χιλιάδες νεκρούς στα θαλάσσια και τα χερσαία ευρωπαϊκά σύνορα και για την απέραντη φρίκη που βιώνουν οι πρόσφυγες στη Λιβύη.
Πρόκειται για μια εξαιρετικά λανθασμένη «ανάγνωση» και μεταφορά στην πράξη της θέσης για την ανάγκη συγκρότησης ενός ενιαίου αντιφασιστικού μετώπου, καθώς αποκόπτει την επικοινωνιακή ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ από την αντεργατική, αντικοινωνική και αντιπροσφυγική πολιτική που εφαρμόζει στην πράξη. Αντιμετωπίζει έτσι το αντιφασιστικό και αντιρατσιστικό κίνημα ως αδιάφορο για το πλαίσιο της ασκούμενης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Μιας πολιτικής που έχει δημιουργήσει πρόσφορο έδαφος για τη διασπορά της ηττοπάθειας και της κινηματικής «καθίζησης», όπως και για τη δυσφήμιση της Αριστεράς και την ηθική απαξίωση των πρόσφατων αγώνων της, συμβάλλοντας έτσι στην άνοδο της υποτιθέμενης «αντισυστημικής» ακροδεξιάς και των δυνάμεων του φασισμού.
Σε μία περίοδο, μάλιστα, όπου η ακροδεξιά στην Ευρώπη, εκμεταλλευόμενη την ευρεία απόγνωση που δημιουργεί η ακραία λιτότητα, η ανέχεια και η ακύρωση των κοινωνικών και εργατικών κατακτήσεων, κινείται ανοδικά και θα επιδιώξει να ενισχύσει σαφώς τον ρόλο της στις επερχόμενες ευρωεκλογές. Αξιοποιώντας, με τη βοήθεια των ΜΜΕ, τις επικοινωνιακές τεχνικές που οδήγησαν στην ανάδειξη μιας ακροδεξιάς κυβέρνησης στις ΗΠΑ και μιας ακόμα χειρότερης στη Βραζιλία.
Όμως, όσο είναι λάθος να παραβλέπει κανείς το πλαίσιο της ασκούμενης πολιτικής στην οικονομία, άλλο τόσο είναι λάθος να υποτιμά τη σημασία των συγκεκριμένων και συστηματικών αγώνων ενάντια στον φασισμό και τον ρατσισμό. Η ναζιστική «Χρυσή Αυγή» στήνει τους προμαχώνες της, βάζοντας στο στόχαστρό της τα προσφυγόπουλα και οργανώνοντας ρατσιστικές αποχές για τη μη συμμετοχή τους στα σχολεία. Από την πλευρά τους, οι κυβερνήσεις της ΕΕ (και όχι μόνο) υιοθετούν ένα πολύ μεγάλο μέρος της ρατσιστικής, αντιμουσουλμανικής και ξενοφοβικής ατζέντας, που νομιμοποιεί τις πρακτικές της ακροδεξιάς, οι οποίες πολύ συχνά δεν διαφέρουν από τις πρακτικές που χρησιμοποίησε ο ναζισμός κατά την περίοδο της ανόδου του.
Αυτό που όπλισε το χέρι του ακροδεξιού τρομοκράτη μαζικού δολοφόνου στη Νέα Ζηλανδία δεν ήταν κάποια ατομική ψυχοπαθητική κατάσταση. Είναι, πάνω απ’ όλα, η προέκταση της κρατικής βίας ενάντια στους μετανάστες και τους πρόσφυγες, που, αντικειμενικά, καλλιεργεί ρατσιστικά αντανακλαστικά σε βάρος τους. Διαμορφώνοντας έτσι το υπόβαθρο για την εξοικείωση με κάθε είδους ακροδεξιά βία.
Στην ατζέντα των ευρωεκλογών, το ζήτημα της ενίσχυσης της Ευρώπης-Φρούριο και των κλειστών για τους μετανάστες συνόρων θα είναι πολύ ψηλά στις προτεραιότητες. Αντίστοιχη πρέπει να είναι και η προτεραιότητα που θα πρέπει να δώσουν στο θέμα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων των προσφύγων-μεταναστών και στα ανοιχτά για τους πρόσφυγες σύνορα οι υποψήφιοι ευρωβουλευτές της ΛΑΕ και της υπόλοιπης αντιμνημονιακής ριζοσπαστικής Αριστεράς. Και σε αυτό το πλαίσιο, δεν χωράει καμία συμμαχία με δυνάμεις που καλλιεργούν τον εθνικισμό και τον ρατσισμό.
Γιατί ο εθισμός στην ιδέα ότι είναι θεμιτό να υπάρχουν άνθρωποι χωρίς δικαιώματα, ή με πολύ περιορισμένα δικαιώματα είναι μορφή κρατικής βίας που δεν απειλεί μόνο τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Μας απειλεί, σε δεύτερο μεν, αλλά σύντομο χρόνο, όλους και όλες.