Μπροστά στη μάχη των Ευρωεκλογών
Έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από τη μνημονιακή συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ και με δεδομένη την αδυναμία της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, αλλά και του κινήματος να μπλοκάρουν τη συνέχιση του μνημονιακού οδοστρωτήρα, η πολιτική μάχη των ευρωεκλογών αποκτάει μια ιδιαίτερη σημασία, καθώς θα είναι η πρώτη εκλογική αναμέτρηση με κεντρικά πολιτικά χαρακτηριστικά και μάλιστα λίγο πριν από τις εθνικές εκλογές στην Ελλάδα. Πέρα από την αδιατάραχτη συνέχεια της μνημονιακής επίθεσης (παρά τις κυβερνητικές εξαγγελίες για το «τέλος των μνημονίων») σε αυτή τη χρονική περίοδο, η κρίση στο πολιτικό επίπεδο έχει διαμορφώσει νέες πολιτικές δυναμικές στην Ευρώπη, που ενέχουν σοβαρούς κινδύνους.
«Ακραίο κέντρο» και ακροδεξιά
Στις προηγούμενες Ευρωεκλογές του 2014, η βασική διαχωριστική πολιτική γραμμή ήταν κυρίως ανάμεσα στη συντηρητική Δεξιά, ειδικά όπως αυτή εκφραζόταν μέσω της πολιτικής της κυβέρνησης Μέρκελ (συμπαρασύροντας τη σοσιαλδημοκρατία που από καιρό είχε προσχωρήσει στον ακραιφνή νεοφιλελευθερισμό) και στον ΣΥΡΙΖΑ και τους Podemos, που με αρκετά μεγάλη δυναμική επιχειρούσαν να εκφράσουν μια μαζική κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση, που γεννήθηκε στις «πλατείες» και στους κοινωνικούς αγώνες για την ανατροπή της λιτότητας.
Σήμερα, μετά τη συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και σε μια περίοδο βαθιάς κρίσης του οικοδομήματος της ΕΕ, το πολιτικό σκηνικό είναι πολύ διαφορετικό. Η διαχωριστική γραμμή επιχειρείται να τοποθετηθεί ανάμεσα στις δυνάμεις του «ακραίου κέντρου» (δεξιά και σοσιαλδημοκρατία) μαζί με ένα σημαντικό τμήμα του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ) και στις δυνάμεις της ακροδεξιάς, οι οποίες εμφανίζουν μια πολύ επικίνδυνη δυναμική.
Η ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ για την ενίσχυση μιας «προοδευτικής συμμαχίας» τμήματος του ΚΕΑ, της νεοφιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας, των Πράσινων και ακόμα ενός τμήματος της «δημοκρατικής» ευρωπαϊκής Δεξιάς ως το «αντίδοτο» για την αντιμετώπιση της ακροδεξιάς, είναι παραπλανητική, υποκριτική και επικίνδυνη. Οι πολιτικές των ευρωπαϊκών ελίτ τα τελευταία πέντε χρόνια έχουν ως βασικούς άξονες τον σκληρό νεοφιλελευθερισμό, τον ρατσισμό και την ισλαμοφοβία, την «απέχθεια» απέναντι στη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία. Η στρατηγική σύγκλιση των δυνάμεων του «ακραίου κέντρου» σε αυτή την πολιτική δεν αφήνει περιθώρια προβληματισμού, εάν μπορούν να αποτελέσουν οποιουδήποτε τύπου απάντηση απέναντι στην ακροδεξιά.
Αυτές οι δυνάμεις εκπροσωπούν το πολιτικό DNA του μηχανισμού της ΕΕ, ενός μηχανισμού με εξαιρετική επιθετικότητα απέναντι στην εργατική τάξη, τους πρόσφυγες και τους/ις μετανάστες/τριες και τη νεολαία. Είναι, επίσης, οι πολιτικές δυνάμεις που επενδύουν στην ενίσχυση της καταστολής, είτε στα «εξωτερικά σύνορα» με την αναβάθμιση και ενίσχυση της FRONTEX, είτε στη στήριξη της «εσωτερικής» κρατικής καταστολής, όπως στην περίπτωση της κυβέρνησης Μακρόν και την κινητοποίηση του στρατού για να αντιμετωπίσει τις διαδηλώσεις των «Κίτρινων Γιλέκων», που συνεχίζουν τον αγώνα για τρεις και πλέον μήνες.
Είναι σαφές ότι αυτές οι πολιτικές (της σκληρής λιτότητας, του κοινωνικού αποκλεισμού, του ρατσισμού και της ισλαμοφοβίας, του αυταρχισμού και της καταστολής) έδωσαν στην ακροδεξιά τη δυνατότητα να βγει από το πολιτικό περιθώριο, υιοθετώντας κομμάτια της πολιτικής της ατζέντας. Απέναντι σε αυτό το ευρωπαϊκό πολιτικό και οικονομικό status quo, η άνοδος της ακροδεξιάς αποτελεί έναν σοβαρό και υπολογίσιμο κίνδυνο και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί η πολιτική της ατζέντα –ή τμήμα της– να αποτελούν απάντηση για την πληττόμενη κοινωνική πλειοψηφία.
Επιπλέον, ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις βρίσκονται ήδη σε κυβερνητικούς θώκους, όπως στην Ιταλία, την Ουγγαρία, την Αυστρία, την Πολωνία, και η «εφαρμοσμένη» πολιτική τους μέχρι σήμερα δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας ως προς τα κοινωνικά συμφέροντα τα οποία εκπροσωπούν. Η σκληρή ρατσιστική πολιτική Σαλβίνι απέναντι σε μετανάστες/τριες και πρόσφυγες, η αντεργατική πολιτική ατζέντα του Ορμπάν, η κυβερνητική απόφαση για το 12ωρο στην Αυστρία, η απόφαση για απαγόρευση των αμβλώσεων στην Πολωνία, είναι τα χειροπιαστά δείγματα της –κυβερνητικής– πολιτικής της ακροδεξιάς.
Ο ευρωσκεπτικισμός της ακροδεξιάς δεν αμφισβητεί σε κανένα επίπεδο τις πτυχές της ΕΕ και της πολιτικής της που πλήττουν τα λαϊκά στρώματα. Αντίθετα, αποτελεί ένα εργαλείο λαϊκισμού για να «ψαρέψουν» ψήφους ανάμεσα στην απόλυτα δικαιολογημένη δυσπιστία και αγανάκτηση των απλών ανθρώπων απέναντι στο νεοφιλελεύθερο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Εάν συνυπολογίσουμε την προσπάθεια του Αμερικανού Στιβ Μπάνον (δεξί χέρι του Τραμπ) να συντονίσει την κοινή εκλογική κάθοδο των ακροδεξιών δυνάμεων στις Ευρωεκλογές, τότε μπορούμε να αντιληφθούμε το μέγεθος της πρόκλησης.
Η ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά να σηκώσει το γάντι
Δυστυχώς, η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 είχε και έχει πολύ αρνητικές συνέπειες για τη ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά στην Ευρώπη, ενώ εν μέρει αυτή η πολιτική ήττα είναι κομμάτι του παζλ της πολιτικής εξήγησης για την άνοδο της ακροδεξιάς. Παράλληλα έδειξε τα όρια μιας αριστερής πολιτικής, η οποία δεν αμφισβητεί τον πυρήνα της ΕΕ και της Ευρωζώνης και δεν μιλά για ρήξη και έξοδο από αυτή. Η ρήξη με τις νεοφιλελεύθερες και ρατσιστικές πολιτικές της ΕΕ από τη μία και η αποφασιστική στάση ενάντια στην ακροδεξιά και το σύνολο της πολιτικής της ατζέντας από την άλλη, συνιστούν τα δύο κομβικά ζητήματα στα οποία οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς οφείλουν να απαντήσουν τόσο με την πολιτική τους καμπάνια, όσο και με τις πολιτικές συμμαχίες και τις υποψηφιότητές τους.
Στο κέντρο της πολιτικής μας καμπάνιας πρέπει να είναι το κοινωνικό ζήτημα: ο μισθός, η κοινωνική ασφάλιση, η σύνταξη, η υγεία, η παιδεία, σε αντίθεση με τις πολιτικές που επιβάλλουν κάθε είδους ευρωπαϊκοί θεσμοί. Χρειάζεται να φέρουμε στο προσκήνιο της πολιτικής συζήτησης τις ανάγκες του κόσμου της δουλειάς, των γυναικών, της νεολαίας και τα αιτήματα των κοινωνικών αγώνων σε Ελλάδα και Ευρώπη ενάντια στις πολιτικές λιτότητας. Χρειάζεται, επίσης, να φέρουμε στο προσκήνιο την πάλη ενάντια στον ρατσισμό και την ξενοφοβία (που στοχοποιεί τα πιο εξαθλιωμένα και αδύναμα τμήματα της κοινωνίας), ενάντια στην Ευρώπη-φρούριο που πνίγει πρόσφυγες και μετανάστες/τριες στη Μεσόγειο.
Αυτά αποτελούν βασική προϋπόθεση για οποιαδήποτε πολιτική αξιώνει να αντιπαρατεθεί με τη νεοφιλελεύθερη ΕΕ, αλλά και την ακροδεξιά, ωστόσο δεν αρκούν από μόνα τους. Ιδιαίτερα μετά το «θερμό» πολιτικό καλοκαίρι του 2015, η ελληνική εμπειρία απέδειξε ότι μια ριζοσπαστική αντικαπιταλιστική πολιτική ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό, από τη σκοπιά των κοινωνικών αναγκών, συνεπάγεται τη ρήξη με τους μηχανισμούς της ΕΕ και της Ευρωζώνης και την έξοδο από αυτούς, μια ρήξη που δεν έχει καμία σχέση με τον «ακροδεξιό ευρωσκεπτικισμό» και τις συντηρητικές ιδέες εθνικής αναδίπλωσης. Αντίθετα, η αντικαπιταλιστική και διεθνιστική προοπτική για την Αριστερά έγκειται στη διαρκή πάλη ενάντια στις συνθήκες και τους μηχανισμούς της ΕΕ, επειδή έχουν τσακίσει τις ζωές των φτωχών ανθρώπων και τα δημοκρατικά δικαιώματα και όχι για κάποια ανάκτηση της ισχύος των εθνικών (αστικών) κρατών.
Η άμεση πολιτική υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων του δικού μας «κοινωνικού στρατοπέδου» αποκτάει νόημα μέσα στο όραμα και την πάλη για μία Ευρώπη χωρίς λιτότητα, χωρίς φράχτες και σύνορα, χωρίς ρατσιστικό και εθνικιστικό μίσος, με τους λαούς να μπορούν να αποφασίζουν οι ίδιοι και δημοκρατικά για το μέλλον τους.
Απέναντι στη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική βαρβαρότητα που «υπόσχεται» η ΕΕ, αλλά και η «Ευρώπη των Εθνών» με την ακροδεξιά, σήμερα χρειάζεται μια ριζοσπαστική αριστερή απάντηση που θα αποκαλύπτει τον κοινό πυρήνα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και της ακροδεξιάς , θα κινείται σε σαφώς αντι-ΕΕ κατεύθυνση και θα μπορεί να αποτελεί το αντίπαλο δέος και να προβάλλει το όραμα για μία Ευρώπη σοσιαλιστική.
Μια τέτοια πολιτική καμπάνια απαιτεί την πλατιά συσπείρωση των δυνάμεων της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς πάνω σε μία συνεκτική πολιτική συμφωνία. Δυστυχώς, το έδαφος στο οποίο καλούμαστε να οργανώσουμε αυτή την πολιτική μάχη δεν είναι ευνοϊκό, ωστόσο υπάρχουν δυνατότητες και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Αυτή τη στιγμή, το σχήμα «Τώρα ο Λαός» (Maintenant le Peuple) από την Ανυπότακτη Γαλλία του Μελανσόν, τους Ποδέμος, το Μπλόκο της Αριστεράς στην Πορτογαλία, την Κοκκινοπράσινη Συμμαχία της Δανίας κ.ά., είναι μια συμμαχία της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής Αριστεράς που κάνει καταρχήν το πολύ σημαντικό βήμα: να διαχωριστεί από το ΚΕΑ και τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ την ίδια στιγμή αποτελείται από κόμματα, οργανώσεις, μέτωπα, που, παρά τα πολιτικά τους προβλήματα, αποτελούν μία σημαντική εκδοχή μαζικής, ενωτικής, ριζοσπαστικής Αριστεράς –πέρα από το σεχταρισμό– και σε σύνδεση με τους κοινωνικούς αγώνες.
Επιπλέον, η πολιτική ατζέντα που έχει υιοθετήσει ενάντια στη λιτότητα, ενάντια στο ρατσισμό και την ακροδεξιά, με εναντίωση στις πολιτικές της ΕΕ και της Ευρωζώνης, μπορεί να αποτελέσει ένα ικανό πολιτικό πλαίσιο στη δεδομένη συγκυρία των Ευρωεκλογών. Μια τέτοια πολιτική καμπάνια, για να είναι και πολιτικά ειλικρινής σε σχέση με τον προγραμματικό-διακηρυκτικό της λόγο, χρειάζεται υποψηφιότητες που δεν θα αναπαράγουν τον καριερισμό και τον κοινοβουλευτισμό, αλλά θα εκφράζουν τους κοινωνικούς αγώνες, τα νεολαιίστικα κινήματα, τους αγώνες των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ, την αλληλεγγύη σε πρόσφυγες και μετανάστες/τριες. Υπάρχουν αγωνιστές και αγωνίστριες της Αριστεράς που μπορούν να αναλάβουν να φέρουν σε πέρας αυτό το πολιτικό καθήκον.
Η υποτίμηση αυτής της εκλογικής μάχης στην Ελλάδα μπορεί να έχει μόνο αρνητικές συνέπειες για τις δυνάμεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Έχουμε την ευκαιρία με μαζικό τρόπο να ξεδιπλώσουμε μια ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική πολιτική ενάντια στο νέο δικομματισμό ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ και ενάντια στη νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα της ΕΕ. Αναμφίβολα, οι Ευρωεκλογές θα έχουν και έναν χαρακτήρα «πρόβας τζενεράλε» για τις εθνικές εκλογές και με αυτή την έννοια είναι σχεδόν αναγκαστικό να εμπλουτίσουμε την πολιτική μας επιχειρηματολογία.
Το σχεδόν διαλυτικό δίλημμα «Τσίπρας-Μητσοτάκης» ή «πρόοδος-συντηρητισμός» πρέπει να απαντηθεί δυναμικά, αποκρούοντας την κυβερνητική προπαγάνδα για την έλλειψη πολιτικής εναλλακτικής και για το μονόδρομο της υπερψήφισης του κόμματος του Τσίπρα ως τη μόνη ρεαλιστική απάντηση απέναντι στον «ταλιμπάν του νεοφιλελευθερισμού» Μητσοτάκη και απέναντι στην επικίνδυνη άνοδο της ακροδεξιάς.
Το δίπολο αυτό είναι επίπλαστο: ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ έχουν συγκλίνει σε επίπεδο οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, ενώ η έντονη προεκλογική πόλωση για το ποιος είναι είτε πιο «κοινωνικά ευαίσθητος», είτε ποιος είναι πιο «εθνικά υπεύθυνος» δεν είναι τίποτα παραπάνω από μία μάχη για τη νομή της κυβερνητικής εξουσίας. Η πολιτική λογική του «λιγότερου κακού» είναι εγκλωβιστική για τον κόσμο μας, ενώ το επίπεδο αυτής της πολιτικής πόλωσης είναι πολύ μακριά από τα πραγματικά κοινωνικά προβλήματα και το κοινωνικό πεδίο που έχει διαμορφώσει η μνημονιακή πολιτική της κυβέρνησης Τσίπρα.
Αν η πολιτική απάντηση είναι να κρατήσουμε ανοιχτή τη δυνατότητα για την ύπαρξη και παρέμβαση (πολιτική και κοινωνική) μιας ενωτικής, μαζικής, ριζοσπαστικής Αριστεράς, τότε οφείλουμε να δουλέψουμε σε αυτή την κατεύθυνση, καταρρίπτοντας τα κυβερνητικά ψευτοδιλήμματα και βάζοντας μπροστά μια πολιτική για τα συμφέροντα των εργαζομένων, των γυναικών, των μεταναστών/τριών, της νεολαίας. Μια πολιτική καμπάνια της ριζοσπαστικής Αριστεράς για τις Ευρωεκλογές οφείλει να έχει τέτοια πολιτικά χαρακτηριστικά και όχι χαρακτηριστικά μιας «καθαρής» ιδεολογικοπολιτικής καταγραφής.
Σε αυτή την κατεύθυνση δεσμευόμαστε να κινηθούμε. Μια κακή καταγραφή για τις δυνάμεις της Αριστεράς στις Ευρωεκλογές, σε συνδυασμό με την επιβεβαίωση της ανόδου της ακροδεξιάς, θα δημιουργήσει ένα ακόμα πιο αρνητικό πεδίο παρέμβασης, ενώ τα κεντρικά διλήμματα θα βαρύνουν ακόμη περισσότερο, τόσο στην πολιτική Αριστερά όσο και στον κόσμο μας. Να αξιοποιήσουμε, λοιπόν, αυτή την ευκαιρία –εξαντλώντας κάθε δυνατότητα– στην κατεύθυνση ανασυγκρότησης της Αριστεράς και του κινήματος, για να διαμορφώσουμε τους καλύτερους δυνατούς όρους παρέμβασης στο πολιτικό σκηνικό και μετά τις Ευρωεκλογές.