Πρωτομαγιά: Μια ιστορία γραμμένη από τους εργάτες

Φωτογραφία

Η φράση «η 1η Μάη δεν είναι αργία, είναι απεργία» δεν αποτελεί ένα απλό κλισέ. Ειδικά σήμερα που κάποια από τα βασικά αιτήματα της πρωτομαγιάς, ύστερα από σχεδόν ενάμιση αιώνα, τίθενται ξανά υπό διακύβευση. Αυτοί λοιπόν που θέλουν να καταστρατηγήσουν το ιστορικό και πολιτικό περιεχόμενο της 1ης Μάη, είναι οι ίδιοι που απλώς τη στολίζουν με στεφάνια και μιλούν αόριστα για την άνοιξη, την ώρα που οι εργαζόμενοι βιώνουν έναν βαρύ χειμώνα.

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Νικόλας Κολυτάς

Σικάγο 1886
Η Πρωτομαγιά θεμελιώθηκε παγκόσμια πάνω στους αγώνες των εργατών στο Σικάγο το 1886. Οι συνθήκες εργασίας και διαβίωσης της εργατικής τάξης των ΗΠΑ τον 19ο αιώνα ήταν τραγικές. Οι εργάτες μπορεί να δούλευαν μέχρι και δεκατέσσερις ώρες την ημέρα, με πολύ χαμηλά μεροκάματα. Πολλές φορές δούλευαν ακόμη και τις Κυριακές. Η εξουθένωση, η ανέχεια και η υπερβολική συγκέντρωσή τους στα μεγάλα βιομηχανικά αστικά κέντρα τους οδηγούσε αυτόματα στην αναζήτηση διεξόδου. Ήδη από το 1872 οι Καναδοί εργάτες προέβαλαν μια σειρά από διεκδικήσεις στους χώρους εργασίας, κερδίζοντας σημαντικές κατακτήσεις. Ο δρόμος που άνοιξαν αυτοί οι αγώνες συνεχίστηκε στο Σικάγο το 1886.
Το Σικάγο ήταν μια βιομηχανική πόλη, με τεράστιο εργατικό δυναμικό. Επρόκειτο για το μεγαλύτερο βιομηχανικό κέντρο των ΗΠΑ, στο οποίο ήταν αναπόφευκτο να ξεσπάσει η σύγκρουση δύο κόσμων αντίθετων, αυτού της εργασίας και αυτού της κερδοφορίας. Ήδη από το 1884 στο συνέδριο της Αμερικανικής Ομοσπονδίας Εργασίας είχε ληφθεί η απόφαση να υπάρξει μια μεγάλη απεργιακή συγκέντρωση στο Σικάγο. Αυτή τελικά προγραμματίστηκε για την 1η Μάη του 1886. Οι εργάτες διαδήλωσαν στη Νέα Υόρκη και το Σαν Φρανσίσκο, όμως το Σικάγο έμελλε να μείνει στην ιστορία. Τα αιτήματά τους φαίνεται πως πάνω από εκατό χρόνια μετά επανέρχονται στο προσκήνιο. Ζητούσαν οχτάωρη εργασία, να μη δουλεύουν τις Κυριακές και να έχουν αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας.
Απεργία και καταστολή
Παρ’ όλα αυτά, σύσσωμο το αμερικανικό σύστημα στάθηκε εξαρχής απέναντί τους. Οι εφημερίδες τρομοκρατούσαν τον κόσμο ήδη από τα μέσα Απρίλη ότι το κίνημα αυτό είναι «κομουνιστικό» και «αντιαμερικανικό». Δήλωναν ότι οι κινητοποιήσεις των συνδικάτων και των εργατών θα φέρουν τα αντίθετα αποτελέσματα, ότι θα μειώσουν τους μισθούς, θα αυξήσουν τη φτώχεια και θα οδηγήσουν στην υποβάθμιση του Αμερικανού εργάτη. Την ίδια στιγμή ενθάρρυναν την ταξική διαίρεση και το διχασμό μεταξύ των εργατών, υπογραμμίζοντας ότι τις αναταραχές τις προκαλούν κυρίως οι ξένοι εργάτες, ρητορικές που κάποιοι τις υιοθετούν μέχρι και σήμερα για να διασπάσουν το εργατικό κίνημα. Παράλληλα, ο κρατικός κατασταλτικός μηχανισμός ήταν σε ετοιμότητα. Όλοι οι δρόμοι περιμετρικά της διαδήλωσης ήταν γεμάτοι με αστυνομικούς, ενώ στους στρατώνες παρέμεναν σε ετοιμότητα 1.350 μέλη της εθνοφρουράς.
Ο τρόπος που αντέδρασε το κράτος και τα ΜΜΕ ήταν ενδεικτικός του φόβου τους απέναντι στην εργατική τάξη. Το παράδειγμα της Παρισινής Κομούνας ήταν ακόμη πρόσφατο και η σκέψη μιας νικηφόρας αυτή τη φορά επανάληψης έμοιαζε τρομακτική για το αμερικάνικο σύστημα. Σε όλη τη χώρα υπολογίζεται ότι διαδήλωσαν περίπου 340.000 εργάτες από τους οποίους οι 80.000 συμμετείχαν στο Σικάγο. Η συγκέντρωση της 1ης Μάη ξεκίνησε και έληξε ειρηνικά. Λίγες μέρες αργότερα όμως, στις 4 Μάη, σε μια συγκέντρωση αλληλεγγύης στους απεργούς και ενώ μιλούσαν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων στο πλήθος στην πλατεία Χεϊμάρκετ, η αστυνομία αποφάσισε να διαλύσει τη συγκέντρωση. Ξεκίνησαν βίαιες συμπλοκές ανάμεσα στους συγκεντρωμένους και τις δυνάμεις καταστολής. Η αναπάντεχη έκρηξη μιας βόμβας ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι για την αστυνομία. Οι αστυνομικοί άρχισαν να πυροβολούν αδιακρίτως και να επιτίθενται βίαια στους απεργούς.
Τέσσερις διαδηλωτές έχασαν τη ζωή τους, ενώ πάρα πολλοί ήταν οι τραυματίες. Πολλοί από αυτούς μάλιστα πέθαναν αργότερα και γι’ αυτό δεν έχουν καταγραφεί επίσημα. Στη δίκη που ακολούθησε για τα επεισόδια, οκτώ ηγετικά στελέχη του εργατικού κινήματος καταδικάστηκαν σε θάνατο δι’ απαγχονισμού. Τελικώς οι τέσσερις όντως απαγχονίστηκαν, ο ένας αυτοκτόνησε στο κελί του, ενώ οι ποινές των υπολοίπων μετατράπηκαν σε ισόβια. Η δίκη αυτή, με τις κατασκευασμένες κατηγορίες, τις ψευδομαρτυρίες και την ποινικοποίηση του πολιτικού λόγου, έμεινε στην ιστορία. Έτσι, λοιπόν, προς τιμήν αυτού του αγώνα, στις 20 Ιουλίου του 1889, το ιδρυτικό συνέδριο της Δεύτερης Διεθνούς αποφάσισε να καθιερωθεί η 1η Μάη ως ημέρα απεργίας, ως η λεγόμενη «εργατική Πρωτομαγιά».
Πρωτομαγιά στην Ελλάδα
Τα γεγονότα του Σικάγου δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστους τους εργαζόμενους στον υπόλοιπο πλανήτη. Με πολύ πιο αργούς ρυθμούς λόγω της δυσκολίας διάδοσης της πληροφορίας, αλλά με σταθερά βήματα, η εργατική Πρωτομαγιά έγινε ένα σημείο αναφοράς για την παγκόσμια εργατική τάξη. Στην Ελλάδα ήδη από το 1891 ο Κεντρικός Σοσιαλιστικός Σύλλογος, με ηγετική μορφή τον Σταύρο Καλλέργη, επεδίωξε να προχωρήσει σε μια συμβολική κίνηση. Δώδεκα Έλληνες σοσιαλιστές φωτογραφήθηκαν όλοι μαζί εκείνη την ημέρα, προσπαθώντας να εκφράσουν τη στήριξη και την αλληλεγγύη των Ελλήνων σοσιαλιστών στην παγκόσμια ημέρα των εργαζομένων.
Δύο χρόνια αργότερα, όμως, και παρότι ο μαρξισμός στην Ελλάδα βρισκόταν ακόμη σε νηπιακή μορφή, ο Κεντρικός Σοσιαλιστικός Σύλλογος διοργάνωσε μια δημόσια συγκέντρωση που στέφθηκε από μεγάλη επιτυχία για τα δεδομένα της εποχής. Οι διοργανωτές έκαναν λόγο για 2.000 άτομα και συνέλεξαν 500 υπογραφές για να καταθέσουν ένα ψήφισμα στη βουλή. Ο πρόεδρος της βουλής εκφράστηκε υποτιμητικά για το ψήφισμα και ο Σταύρος Καλλέργης επεδίωξε να το διαβάσει φωναχτά μόνος του από το δημοσιογραφικό θεωρείο. Αμέσως συνελήφθη και στο πλημμελειοδικείο καταδικάσθηκε σε 10 ημέρες φυλάκιση.
Θεσσαλονίκη και Καισαριανή
Στην Ελλάδα όμως υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου ο Μάης έγινε ο μήνας των εργατών. Εμβληματική ανάμεσα σε αυτές ήταν ο Μάης του 1936 στη Θεσσαλονίκη. Υπολογίζεται ότι περίπου 40.000 καπνεργάτες από τη Θεσσαλονίκη, το Βόλο, την Ξάνθη, τη Δράμα και την Καβάλα κατέβηκαν σε απεργία. Βασικό τους αίτημα ήταν η εφαρμογή της συλλογικής σύμβασης. Το καθεστώς αντιμετώπισε αρνητικά τα αιτήματα και η χωροφυλακή επιτέθηκε με μένος στους διαδηλωτές στις 9 του Μάη. Πρώτος νεκρός έπεσε ο Τάσος Τσούσης για τον οποίο ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε τον «Επιτάφιο». Οι διαδηλωτές αντί για σημαίες ύψωσαν μαντίλια ποτισμένα από το αίμα τους, φωνάζοντας «Κάτω οι δολοφόνοι, να φύγει η κυβέρνηση Μεταξά». Υπολογίζεται ότι υπήρξαν 20 νεκροί και εκατοντάδες τραυματίες. Στην κηδεία των θυμάτων την επόμενη ημέρα συγκεντρώθηκαν 150.000 άνθρωποι, ενώ για τις 13 Μάη προγραμματίστηκε μια μεγάλη πανελλαδική απεργία. 
Η Πρωτομαγιά στην Ελλάδα όμως, εκτός από τους εργατικούς αγώνες, έχει αποκτήσει και μια πρόσθετη σημειολογία. Την 1η Μάη του 1944, εκτελέστηκαν από τους ναζί στην Καισαριανή 200 κομουνιστές ως αντίποινα για την αντιστασιακή δράση του ΕΛΑΣ. Ανάμεσά τους βρίσκονταν έξι τροτσκιστές και πέντε αρχειομαρξιστές. Οι περισσότεροι από τους εκτελεσθέντες παραδόθηκαν στις δυνάμεις κατοχής από το προηγούμενο καθεστώς. Από αυτό που είχε αιματοκυλήσει τη Θεσσαλονίκη λίγα χρόνια πριν. Χαρακτηριστική φυσιογνωμία της εκτέλεσης στο σκοπευτήριο της Καισαριανής υπήρξε ο Ναπολέων Σουκατζίδης, στέλεχος του ΚΚΕ που εκτελούσε χρέη διερμηνέα για να εκφράζει τα αιτήματα των κρατουμένων. Στον Σουκατζίδη προτάθηκε από τις γερμανικές αρχές να εκτελεσθεί άλλος στη θέση του, προκειμένου ο ίδιος να συνεχίσει να χρησιμοποιείται ως διερμηνέας. Ο ίδιος αρνήθηκε, περνώντας με την εκτέλεσή του για πάντα στην ιστορία.
Η εργατική πρωτομαγιά είναι μια ιστορική ημέρα και αποτελεί ένα σημείο αναφοράς για την παγκόσμια εργατική τάξη. Είναι η υπενθύμιση ότι χωρίς οργανωμένη πάλη και αγώνα τίποτα δεν πρόκειται να χαριστεί στους εργαζόμενους, ειδικά σήμερα που η καπιταλιστική κρίση δείχνει τα δόντια της. Από το Σικάγο μέχρι την πλατεία Συντάγματος το εργατικό κίνημα σε διαφορετικούς χώρους και χρόνους έχει αφήσει το στίγμα του. Ένα στίγμα που πρέπει να φροντίσουμε να μη σβήσει ποτέ.

Φύλλο Εφημερίδας