Οι επερχόμενες ευρωεκλογές και οι αυτοδιοικητικές εκλογές είναι πραγματικές πολιτικές μάχες, που θέλουν πραγματικές πολιτικές επιλογές. Στους Δήμους και στις Περιφέρειες, αλλά και στην ευρωβουλή –ενάντια στις ευρωηγεσίες της Δεξιάς, του κεντροαριστερού σοσιαλφιλελευθερισμού και της απειλητικής εθνικιστικής και ρατσιστικής «Νέας Δεξιάς»– χρειαζόμαστε την ενίσχυση των δυνάμεων της αυθεντικής ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Είναι κοινό μυστικό ότι οι ευρωεκλογές και οι αυτοδιοικητικές αποτελούν «γενική δοκιμή» για τις εθνικές εκλογές, που θα κρίνουν το ζήτημα της κυβερνητικής εξουσίας. Παρόλο που τα κυβερνητικά επιτελεία «ορκίζονται» ότι οι εθνικές εκλογές θα γίνουν φθινόπωρο, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο ενός «αιφνιδιασμού» με πρόωρη κάλπη.
Πάνω από τις επιλογές που είναι αναγκαίες σε όλες αυτές τις αναμετρήσεις, οι καθεστωτικές δυνάμεις προσπαθούν να εγκαταστήσουν ως κυρίαρχο ένα δίλημμα: Τσίπρας ή Μητσοτάκης;
Ισχυριζόμαστε ότι το δίλημμα αυτό είναι, επί της ουσίας, πλαστό και αποπροσανατολιστικό: Ο Τσίπρας έκανε στην πράξη μετά το 2015, όταν υπέγραψε το Μνημόνιο 3, αυτά ακριβώς που απαιτούσαν οι δανειστές και η ντόπια κυρίαρχη τάξη. Οδήγησε το κόμμα του και τους ανθρώπους του στα όρια του απόλυτου εξευτελισμού, προκειμένου να υλοποιήσει το Μνημόνιο 3 και παρέμεινε στην εξουσία, γιατί υλοποίησε τα υπεσχημένα σε συνθήκες επιβολής μιας κοινωνικής ειρήνης. Επιβάλλοντας αυτό το πρόγραμμα, εξαντλούσε τους λόγους χρησιμότητας της κυβέρνησης και του κόμματός του για το καθεστώς.
Σε αυτό το έδαφος έρχεται απειλητικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που υπόσχεται να συνεχίσει το «έργο» Τσίπρα: την υλοποίηση των συμφωνηθέντων στο Μνημόνιο 3. Που υπόσχεται, επίσης, μεγαλύτερη ταχύτητα και λιγότερες ιδεολογικές «αντιφάσεις» στην υλοποίηση αυτού του νεοφιλελεύθερου προγράμματος, αυτού του δεδομένου προγράμματος, υπό την εγγύηση της «ενισχυμένης επιτροπείας» και με την ευχή των καθεστωτικών να διατηρήσει τις συνθήκες «κοινωνικής ειρήνης», που εμπέδωσε ο μετά το 2015 Τσίπρας.
Ο εγκλωβισμός στην προγραμματική συνέχεια που επιβάλλει το Μνημόνιο 3, θα είναι καταστροφικός για τους εργαζόμενους και τις λαϊκές τάξεις. Γιατί πίσω από τους Τσίπρα και Μητσοτάκη, πίσω από τους κυβερνητικούς υποψήφιους και τους ανταγωνισμούς τους, στέκεται η κυρίαρχη τάξη. Που διαμορφώνει τα δικά της πιεστικά αιτήματα και προγράμματα, όπως και τα δικά της ανακλαστικά με βάση την εξέλιξη της συγκυρίας.
Πρόσφατα το ΙΟΒΕ δήλωσε ότι απαιτείται μια ριζική «αναμόρφωση» του Ασφαλιστικού, μέσα στον επόμενο χρόνο, με στόχο την ενίσχυση του «κεφαλαιοποιητικού πυλώνα» και τη μετατροπή της σύνταξης σε αποταμίευση. Την ίδια στιγμή ο ακραιφνής νεοφιλελεύθερος, αλλά και φίλος του Τσίπρα, κύριος Μίχαλος, δήλωνε ότι θεωρεί αναγκαία την άμεση επιστροφή στον «κανόνα 1 προς 5» ως προς τις προσλήψεις-αποχωρήσεις στο Δημόσιο, γιατί το «μικρό κράτος» είναι προϋπόθεση δημοσιονομικής σταθερότητας στις συνθήκες που έρχονται.
Ένα σημαντικό τμήμα της κυρίαρχης τάξης συνειδητοποιεί ότι το σύστημα βαδίζει προς μια δεύτερη «κορύφωση» της κρίσης, ανάλογη με εκείνη του 2008. Και προετοιμάζεται για αιματηρά μέτρα σε βάρος των εργαζομένων και των λαϊκών μαζών.
Το ποιος θα είναι στην κυβέρνηση έχει πάντα μια κάποια σημασία. Όμως ακόμα μεγαλύτερη σημασία, στις συνθήκες που διαμορφώνονται, έχει το ερώτημα: Ποιος θα αναλαμβάνει να στηρίζει, από τη θέση της αντιπολίτευσης, τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα;
Γι αυτό λέμε ξανά: κριτήριο για τις επιλογές και για την ψήφο είναι η ενίσχυση της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Εμείς, αυτό το συγκεκριμενοποιούμε με τη συμμετοχή μας στα ψηφοδέλτια της ΛΑΕ. Γνωρίζουμε ότι υπάρχουν και άλλες απαντήσεις και τις αντιμετωπίζουμε με σεβασμό. Ελπίζοντας ότι το αποτέλεσμα της κάλπης των ευρωεκλογών και των αυτοδιοικητικών θα ενεργοποιήσει τα ανακλαστικά για πιο εποικοδομητική –ενωτική και ριζοσπαστική– απάντηση στην κάλπη των εθνικών εκλογών.