Η απειλή που αντιπροσωπεύει ο Κυρ. Μητσοτάκης είναι ξεκάθαρη.
Ένας μουτζαχεντίν του νεοφιλελευθερισμού, επικεφαλής του κόμματος της παραδοσιακής Δεξιάς, θα προσπαθήσει να μετατρέψει τις αποτυχίες του Τσίπρα σε στρατηγική ήττα του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς γενικά, θα προσπαθήσει να επιβάλει έναν καλπασμό προς τις πολιτικές απόλυτης «ελευθερίας» του κεφαλαίου και των αγορών. Η μείωση της φορολόγησης των κερδών, η μείωση των κοινωνικών δαπανών, η μείωση της απασχόλησης στο Δημόσιο, η αύξηση της ελαστικότητας στις εργασιακές σχέσεις, η απόλυτη προτεραιότητα στα αιτήματα των «επενδυτών» και ο πλήρης σεβασμός στα συμφωνηθέντα με τους δανειστές (που, άλλωστε, ταιριάζουν γάντι με τις προθέσεις της ντόπιας κυρίαρχης τάξης) είναι οι πολεμικές σημαίες της ηγεσίας της ΝΔ. Που θα προσπαθήσει να μετατρέψει την προβλεπόμενη εκλογική νίκη της σε ξεκίνημα μιας μακράς πολιτικής περιόδου, όπου θα κυριαρχούν οι ιδέες της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς. Είναι μια προοπτική πραγματικά επικίνδυνη για τους εργαζόμενους και τις λαϊκές δυνάμεις, επικίνδυνη για τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία.
Είναι όμως πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα ένα «εργαλείο» που οι εργαζόμενοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν για μια άμυνα –έστω στρεβλή και περιορισμένη– απέναντι στον κίνδυνο της Δεξιάς; Η απάντηση οφείλει να είναι σαφής και ξεκάθαρα αρνητική.
Ευθύνες
Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε σήμερα δεν προέκυψαν «μοιραία», δεν είναι αποτέλεσμα «κακής τύχης», αλλά το προϊόν της πολιτικής υποχώρησης του Τσίπρα και της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015. Όταν οι τεράστιοι εργατικοί και λαϊκοί αγώνες που είχαν προηγηθεί, όταν το κύμα εργατικής και λαϊκής αισιοδοξίας και ανάτασης που εκφράστηκε στο Δημοψήφισμα του ΟΧΙ, εκτονώθηκαν στην κυβερνητική «κωλοτούμπα» και αντιστράφηκαν με τον ελιγμό του Τσίπρα (με την υποστήριξη της Μέρκελ και των ντόπιων καθεστωτικών δυνάμεων) προς τις εκλογές του Σεπτέμβρη του ’15 και την «κυβερνησιμότητα» με βάση το μνημόνιο 3. Στο έδαφος των πεπραγμένων της τετραετίας που ακολούθησε, φυτρώνει σήμερα η απειλή του Μητσοτάκη.
Δυστυχώς όμως, ο ισχυρισμός ότι ο Τσίπρας στρώνει το χαλί για τον Μητσοτάκη δεν επιβεβαιώνεται μόνο ιστορικά, αλλά και άμεσα πολιτικά, μέσα από τις δράσεις και τις παρεμβάσεις της κυβέρνησης Τσίπρα. Και αυτό ισχύει ακόμα και για τα μέτρα που στον ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν ως προοδευτικά, ακόμα και ως φιλολαϊκά.
Ας πάρουμε το παράδειγμα με τις 120 δόσεις για τη ρύθμιση χρεών προς το δημόσιο. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι αποτελεί «ανάσα» για χιλιάδες υπερχρεωμένους ανθρώπους και νοικοκυριά. Επιφανειακά αυτό μοιάζει σωστό και εν μέρει θα λειτουργήσει πρακτικά ως χαλάρωση της θηλιάς του χρέους.
Ταξική πολιτική
Όμως, αν εξετάσει κανείς πιο προσεκτικά την ταξική σύνθεση των οφειλών και οφειλετών προς το δημόσιο, τότε προκύπτει μια πιο σύνθετη εικόνα:
Στο σύνολο της οφειλής, το 54,6% των οφειλετών χρωστά λιγότερο από 500 ευρώ(!), ενώ ακόμα ένα 32,9% των οφειλετών χρωστά λιγότερα από 5.000 ευρώ(!). Δηλαδή το 87,5% των οφειλετών χρωστά λιγότερα από 5.000 ευρώ ο καθένας, ενώ σε αυτό το πολυάριθμο 87,5% των οφειλετών αντιστοιχεί μόνο το 2,3% του συνολικού χρέους προς το Δημόσιο(!!!).
Αντίθετα, οι 1.100 οφειλέτες που χρωστούν πάνω από 10 εκατομμύρια ευρώ ο καθένας, χρωστούν συνολικά 29,5 δισ. ευρώ, δηλαδή το 28,3% του συνολικού χρέους. Και οι 79 οφειλέτες που χρωστούν πάνω από 100 εκατ. ευρώ ο καθένας, χρωστούν 32,7% του χρέους, κοντά στα 34,5 δισ. ευρώ!
Μπροστά σ’ αυτή την πραγματική εικόνα της ταξικής σύνθεσης του χρέους προς το Δημόσιο, η κυβερνητική πολιτική αποδεικνύεται τελείως διαφορετικά από τις διακηρύξεις της: με τις 120 δόσεις η κυβέρνηση θα προσπαθεί να εισπράξει ό,τι είναι δυνατόν να εισπραχθεί από τους πολυάριθμους μικροοφειλέτες που πραγματικά πιέζονται από τη φτώχεια, ενώ ταυτόχρονα θα δίνει τη δυνατότητα της «ρύθμισης» με δόσεις στους ελάχιστους μεγαλοοφειλέτες, που μπορούν έτσι να επανέρχονται σε «νόμιμη» δραστηριότητα, πληρώνοντας 1-2 «δόσεις» και γράφοντας στη συνέχεια στο σφουγγάρι τα τεράστια χρέη τους προς την εφορία ή τα ασφαλιστικά ταμεία. Παρεμπιπτόντως, με αυτόν τον τρόπο ο ΣΥΡΙΖΑ διαγράφει τη μοναδική αριστερή πολιτική σε αυτό το μεγάλο ζήτημα. Που θα ήταν η διαγραφή του χρέους των φτωχών πολυάριθμων μικροοφειλετών (δηλαδή μια «παραίτηση» από την είσπραξη του 2,3% του χρέους προς το Δημόσιο) με ταυτόχρονα δρακόντεια απαίτηση του τεράστιου χρέους προς το Δημόσιο από τους περίπου 1.200 μεγαλοοφειλέτες. Όμως μια τέτοια πολιτική θα προϋπέθετε «ταξική μονομέρεια» και πρόθεση ρήξεων με τις καθεστωτικές δυνάμεις, στοιχεία που απουσιάζουν παντελώς από το κυβερνητικό επιτελείο.
Συντάξεις
Ανάλογη είναι η εικόνα στο ζήτημα των συντάξεων, το οποίο η κυβέρνηση κάνει σημαία στην πορεία προς τις εκλογές. Θυμίζουμε ότι όλες οι «νέες» συντάξεις (μετά την 1.1.2016) έχουν δραματικά περικοπεί με βάση το νόμο Κατρούγκαλου. Όσο για τις «παλιές» συντάξεις, όπου το τμήμα τους που έχει χαρακτηριστεί ως «προσωπική διαφορά» συνεχίζει να καταβάλλεται στους δικαιούχους, αυτό συμβαίνει με υπουργική απόφαση που οφείλει να ανανεώνεται ετησίως. Σε απλά ελληνικά, αυτό σημαίνει ότι η «προσωπική διαφορά» (άλλη μια αντιδραστική πατέντα του νόμου Κατρούγκαλου) καταβάλλεται στους δικαιούχους κατά το προεκλογικό έτος 2019, ενώ από το 2020 θα είναι στη διακριτική ευχέρεια του τότε υπουργού Εργασία η καταβολή (ή όχι…) αυτού του ποσού, που δεν έχει πλέον καμία από τις προστασίες του υπόλοιπου ποσού των συντάξεων. Και δικαιολογίες για μια τέτοια «στροφή» του υπουργού Εργασίας (της ΝΔ ή του ΣΥΡΙΖΑ…) μπορούν να βρεθούν άφθονες.
Η μετατροπή των σταθερών και ρυθμισμένων εργατικών δικαιωμάτων σε ευέλικτες «μεταβλητές» είναι ένα από τα γνωρίσματα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Και στο ζήτημα των συντάξεων, όπως και των μισθών, όπως και των εργασιακών σχέσεων, οι κυβερνήσεις Τσίπρα έκαναν ακριβώς αυτό: διάβρωσαν τη σταθερότητα των κατακτήσεων και τις μετέτρεψαν σε ζήτημα καλής πρόθεσης, ή καλής εκτίμησης, ή δυσμενούς συσχετισμού κ.ο.κ. επί του οποίου, όμως, κάθε φορά θα αποφασίζει η κυβέρνηση και θα δίνει «ό,τι προαιρείται». Σήμερα η Αχτσιόγλου, αύριο ο Βρούτσης ή όποιος πάρει τη θέση του.
Ο ισχυρισμός του Τσίπρα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι δύναμη αντίστασης στο νεοφιλελευθερισμό, μετά από 4 χρόνια μνημονιακής πολιτικής, μπορεί να ακουστεί μόνο ως κακόγουστο ανέκδοτο.
Σοσιαλφιλελευθερισμός
Η ολοφάνερη πλέον προσπάθεια του Τσίπρα να εντάξει τον ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και τυπικά, στην «οικογένεια» της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας φωτίζει καλύτερα αυτή την εικόνα.
Σε όλη την Ευρώπη οι κυβερνήσεις της Δεξιάς κατά την πρώτη προσπάθεια επιβολής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής (στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στη δεκαετία του ’90) έσπασαν τα μούτρα τους πάνω στην εργατική και κοινωνική αντίσταση. Ήταν οι κυβερνήσεις της σοσιαλδημοκρατίας που κατόρθωσαν να επιβάλουν τις πρώτες μεγάλες νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις και ήταν τα παλιά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αυτά που ανέλαβαν να στηρίξουν τη γενίκευση της νεοφιλελεύθερης επιθετικότητας σε ευρωπαϊκή κλίμακα, με τις συνθήκες του Μάαστριχτ και της Λισαβόνας που καθόρισαν τον αντεργατικό-αντικοινωνικό χαρακτήρα στην πολιτική της ΕΕ και της Ευρωζώνης.
Η στροφή του Τσίπρα προς την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία αναδεικνύει την ολοκλήρωση της σοσιαλφιλελεύθερης μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ. Αναδεικνύει ταυτόχρονα την περιορισμένης σημασίας διαφορά τους με τους ακραιφνείς νεοφιλελεύθερους, όπως η ΝΔ του Κυρ. Μητσοτάκη, διαφορά που αφορά κυρίως ζητήματα διαχείρισης και τακτικής.
Γι’ αυτό και από τη σκοπιά των συμφερόντων των εργαζομένων και των λαϊκών τάξεων η μόνη αποτελεσματική απάντηση είναι η έξοδος από τα εκβιαστικά διλήμματα και ο προσανατολισμός στην οικοδόμηση άλλης πολιτικής, άλλου ρεύματος, άλλης πραγματικά ριζοσπαστικής Αριστεράς.