Οι νίκες των λαών δεν χωρούν σε αστικά καλούπια
Η συζήτηση για τη φύση και το χαρακτήρα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν είναι περιορισμένης σημασίας. Το αν κάποιος αναγνωρίζει έναν αντιφασιστικό πόλεμο ή έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο είναι ένα κρίσιμο σημείο που καθορίζει αφενός την ανάλυση του για τη δεκαετία του ’40, αφετέρου για τα καθήκοντα μέσα σε αυτή. Συνεπώς, οι διαφορετικές προσεγγίσεις για τις προθέσεις των εμπλεκόμενων πλευρών αντικατοπτρίζονται και στα διαφορετικά ρεύματα και διακλαδώσεις εντός της Αριστεράς.
Δυτικός ιμπεριαλισμός
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως τα φασιστικά και ναζιστικά καθεστώτα αποτελούσαν μια καπιταλιστική τερατογένεση που έπρεπε να ανατραπεί. Το τσάκισμα των εργατικών κομμάτων και συνδικάτων, ο αντισημιτισμός, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι μαζικές εκτελέσεις, ο μιλιταρισμός και οι εκατομμύρια νεκροί στο όνομα του «φίρερ» το αποδεικνύουν περίτρανα χωρίς την ανάγκη ιδιαίτερης επιχειρηματολογίας. Η μετάβαση όμως από την άποψη ότι αυτά τα καθεστώτα έπρεπε να ανατραπούν στην άποψη ότι οι κυρίαρχες δυτικές αστικές δυνάμεις είχαν αναλάβει αυτό το καθήκον μαζί με τους λαούς από πίσω τους είναι πέρα για πέρα ψευδής.
Οι «χορτάτοι ιμπεριαλιστές» και οι συμπαγείς άρχουσες τάξεις στα μεγάλα ευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη δεν είχαν κανένα πρόβλημα με τα ναζιστικά και φασιστικά καθεστώτα, όσο αυτά δεν απειλούσαν την κυριαρχία τους τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε αποικιακό επίπεδο. Είχαν χαιρετίσει την άνοδο του Μουσολίνι το 1922 ως μια δυνατότητα ανακοπής της κόκκινης λαίλαπας του 1917, ενώ λίγο αργότερα θαύμαζαν την πυγμή του Χίτλερ απέναντι στον κομουνιστικό κίνδυνο. Ο ίδιος ο Τσόρτσιλ είχε πλέξει το εγκώμιο του Μουσολίνι έπειτα από μια επίσκεψη στην Ιταλία, δείχνοντας ότι έτρεφε σεβασμό για το καθεστώς που οικοδομούνταν εκεί.
Όσο ισχυροποιούνταν οι μετέπειτα δυνάμεις του Άξονα, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30, οι βρετανικές και γαλλικές κυβερνήσεις δεν επεδίωκαν μια μετωπική σύγκρουση με αυτά τα καθεστώτα, αλλά αντίθετα ήθελαν να εξασφαλίσουν συμβιβασμούς. Το 1938, οι Τσάμπερλεν και Ντελαντιέ, πρωθυπουργοί της Βρετανίας και της Γαλλίας αντίστοιχα, επισκέφθηκαν το Μόναχο και ουσιαστικά παρέδωσαν την Τσεχοσλοβακία στον Χίτλερ. Ο Τσάμπερλεν επιστρέφοντας στη Βρετανία επεδείκνυε την υπογεγραμμένη με τον Χίτλερ συμφωνία ισχυριζόμενος ότι ήταν θερμή επιθυμία των δύο χωρών να αποφύγουν τη σύγκρουση στην Ευρώπη.
Ακόμη πιο προκλητική ήταν η στάση του γαλλοβρετανικού ιμπεριαλισμού κατά τη διάρκεια της ισπανικής επανάστασης την τριετία 1936-39. Δεν επέδειξαν καμία ευαισθησία για την υπεράσπιση της ισπανικής δημοκρατίας, τη στιγμή που ο Χίτλερ ενίσχυε υλικά τον Φράνκο. Κάτι τέτοιο πιθανότατα θα γκρέμιζε τις ισορροπίες και τα συμφέροντα που είχαν οικοδομηθεί με τόσο κόπο.
ΕΣΣΔ και αντιφασισμός
Αν και είναι αλήθεια ότι η εργατική τάξη και οι λαοί της ΕΣΣΔ είχαν τρομακτικές απώλειες κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι επίσης αλήθεια ότι η ηγεσία της ΕΣΣΔ όλη την προηγούμενη δεκαετία, υπό την καθοδήγηση του Στάλιν, ακολούθησε μια πολιτική που άφησε ανοιχτό το δρόμο στο ναζισμό. Η γραφειοκρατικοποίηση της Κομιντέρν και η μετατροπή της από ένα διεθνές όργανο συντονισμού των ΚΚ σε όργανο εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ είχε ως αποτέλεσμα αυτή η γραμμή να διαχυθεί σε όλα τα ΚΚ στην Ευρώπη.
Η αυτοκτονική γραμμή της «τρίτης περιόδου» και του διαβόητου «σοσιαλφασισμού» που υιοθετήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’20, στην πραγματικότητα ταύτιζε τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα με τα ναζιστικά, με αποτέλεσμα την παθητικότητα του ΚΚ στη Γερμανία μπροστά στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Οι επιπτώσεις της επικράτησης του ναζισμού με το άμεσο τσάκισμα των εργατικών κομμάτων και συνδικάτων έκανε κατανοητό με τον πιο βάναυσο τρόπο ότι η πολιτική που ακολουθήθηκε ήταν εγκληματικά λανθασμένη. Το ίδιο λανθασμένη όμως υπήρξε και η καθοδηγούμενη (επίσης από τον Στάλιν) μετέπειτα δεξιά στροφή των ΚΚ στον λαϊκομετωπισμό. Στη θεωρία ότι δεν είναι ώριμη η εργατική τάξη να πάρει επαναστατικές πρωτοβουλίες και ότι προέχουν οι διαταξικές συμμαχίες με κομμάτια του δημοκρατικού αστισμού. Αυτή η αναβολή του επαναστατικού καθήκοντος επ’ αόριστον και η καταδίκη των ΚΚ σε αναζήτηση λύσεων εντός συστήματος έπνιξε τις μαζικές απεργίες στη Γαλλία το 1936, και στην πραγματικότητα στραγγάλισε την ισπανική επανάσταση την τριετία 1936-39.
Εκτός αυτών, όμως, το Σεπτέμβρη του 1939 ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας του Στάλιν και ο ομόλογός του από τη Γερμανία του Χίτλερ συνυπέγραψαν το περίφημο σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ. Πρόκειται για ένα σύμφωνο «μη επιθέσεως» στα κρυφά σημεία του οποίου περιλαμβανόταν ο διαμελισμός και το μοίρασμα της Πολωνίας. Ο Στάλιν, βλέποντας ότι ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος, επεδίωξε έτσι να μείνει έξω από αυτόν αναιρώντας κάθε επιχείρημα περί αντιφασισμού. Η επιχειρηματολογία πολλών απολογητών του Στάλιν ότι η συγκεκριμένη συμφωνία αποτελούσε ένα τέχνασμα για να κερδίσει χρόνο και να ετοιμαστεί για την επερχόμενη σύγκρουση καταρρέει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα από τις μετέπειτα εξελίξεις, καθώς ο ρωσικός στρατός βρέθηκε σε μεγάλο βαθμό ανέτοιμος κατά την εισβολή των ναζί ενώ μεγάλες περιοχές της ΕΣΣΔ καταλήφθηκαν μέσα σε λίγες εβδομάδες.
Επαναστατικός μαρξισμός
Από το 1934 ο Τρότσκι προειδοποιούσε ότι: «Ένας μοντέρνος πόλεμος ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις δεν σηματοδοτεί μια σύγκρουση ανάμεσα στη δημοκρατία και το φασισμό, αλλά τη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο ιμπεριαλισμούς για το ξαναμοίρασμα του κόσμου». Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν θα ήταν αντιφασιστικός πόλεμος αλλά ιμπεριαλιστικός. Αυτό αντικατοπτρίζεται στο τι σχέσεις ανέπτυξαν οι κυρίαρχες τάξεις με το φασισμό τη δεκαετία του ’30. Σε καμία περίπτωση όμως αυτό δεν σημαίνει ότι ο Τρότσκι ταύτιζε την αστική δημοκρατία με το φασισμό. Αντίθετα υποστήριζε ότι οι εργάτες έχουν χρέος να αντιταχθούν στο φασισμό αξιοποιώντας τα δικά τους επαναστατικά όπλα και όχι γινόμενοι ακόλουθοι της αστικής τάξης.
Η ελληνική εμπειρία και η κατάληξη του ελληνικού κινήματος αντίστασης δικαιώνει απόλυτα αυτήν την άποψη. Η σύμπλευση της ηγεσίας του ΚΚΕ με τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΣΣΔ οδήγησε ένα μαζικό κίνημα που είχε ραχοκοκαλιά την εργατική τάξη να υπογράψει τις αυτοκτονικές συμφωνίες του Λιβάνου, της Καζέρτας και της Βάρκιζας, συρόμενο πίσω από την ελληνική αστική τάξη και τον βρετανικό ιμπεριαλισμό. Η υπόλοιπη ιστορία είναι γνωστή. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος, μέσα από τις αντιφάσεις του οποίου η εργατική τάξη θα μπορούσε να είχε πιάσει το επαναστατικό νήμα και να είχε χαράξει τον δικό της χειραφετητικό δρόμο συντρίβοντας τους ναζί, αλλά και τις αστικές τάξεις που θα συνέχιζαν να την εκμεταλλεύονται μετά την τελευταία τουφεκιά. Τότε θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια νίκη των λαών. Αυτό που συνέβη όμως στην πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετικό.
Σήμερα
Η κυρίαρχη αφήγηση εντός της σταλινικής Αριστεράς επιμένει να αναφέρεται στην 9η του Μάη ως την ημέρα της «αντιφασιστικής νίκης των λαών». Η παράθεση των παραπάνω στοιχείων, αλλά και πολλών άλλων που δεν χωρούν απλώς σε ένα άρθρο αλλά μάλλον σε ένα ολόκληρο βιβλίο, αμφισβητεί αυτή την αντίληψη. Δίνει σημασία στις λέξεις και προσπαθεί να μην τις αποφορτίσει από το νόημά τους γιατί τότε γεννιούνται νέες διαστρεβλώσεις και νέες συγχύσεις, τις οποίες μπορεί να βρει κανείς μπροστά του από διάφορες μπάντες. Χωρίς να υπάρχει πρόθεση τραβηγμένων αναλογιών και παράλογων εξομοιώσεων, μπορεί να διακρίνει κανείς μέχρι και στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ την εργαλειακή αξιοποίηση ενός θολού αντιφασισμού στην Ευρώπη προκειμένου να δικαιολογηθεί η αντιδραστική συμμαχία με τα πιο σκληρά κομμάτια του ευρωπαϊκού αστισμού απέναντι στα αιτήματα και τις διεκδικήσεις της εργατικής τάξης.
Οι νίκες των λαών, λοιπόν, δεν χωρούν σε συνεννοήσεις εντός αιθουσών με κλειστές πόρτες ή σε συμφωνίες κάτω από το τραπέζι. Οι νίκες των λαών βρίσκονται στη μάχη τους στο δρόμο τόσο απέναντι στην ακροδεξιά όσο και απέναντι σε αυτούς που αξιοποιώντας τον κίνδυνό της, προετοιμάζουν την αντεπίθεσή τους με πολιτικές φτώχειας, λιτότητας, πολέμου και ρατσισμού. Όσο πιο γρήγορα το καταλάβουμε, τόσο πιο εύκολα θα μιλήσουμε για πραγματικές νίκες των λαών.