Ο κυβερνητικός προπαγανδιστικός μηχανισμός υποχρεώθηκε σε μια άτακτη υποχώρηση, ακριβώς πάνω στο θέμα όπου προγραμμάτιζε ένα θρίαμβο: στο θέμα της τάχα επαναφοράς της 13ης σύνταξης, που αποδείχθηκε τόσο δήθεν, ώστε να σκορπίσει περισσότερη αγανάκτηση παρά ευχαρίστηση στους «ευεργετηθέντες» χαμηλοσυνταξιούχους.
Η πολυδιαφημισμένη επαναφορά της 13ης σύνταξης αποδείχθηκε ένα εφάπαξ «βοήθημα» της τάξης των 320 ευρώ κατά γενικό μέσο όρο. Επρόκειτο για υπολογισμούς επί του 50% της 13ης σύνταξης, που μάλιστα προέκυπτε κουτσουρεμένο, μετά τις κρατήσεις των φόρων και του «χαρατσιού» 6% της υποχρεωτικής πρόσθετης εισφοράς για την περίθαλψη που έχει επιβάλει το μνημόνιο 3.
Ασφαλώς, για έναν κόσμο που έχει χτυπηθεί άγρια από τη φτώχεια, ακόμα και ένα ελάχιστο ποσό έχει σημασία. Όμως οι συνταξιούχοι γνωρίζουν ότι για τη 13η και 14η σύνταξη έχουν, επί δεκαετίες, καταβάλει εισφορές, γι’ αυτό άλλωστε στήριξαν το 2015 με ενθουσιασμό το αίτημα για την επαναφορά αυτών των συντάξεων. Επίσης γνωρίζουν ότι οι συντάξεις αυτές ήταν σταθερές και νόμιμες αποδοχές που προσδιορίζονταν από κατακτήσεις, από ρυθμίσεις και από τις καταβολές στα Ταμεία και όχι από την «καλή πρόθεση» του όποιου υπουργού Εργασίας. Γι’ αυτό η κουτσουρεμένη καταβολή του «βοηθήματος» ακύρωσε σχεδόν αυτοστιγμεί τους πανηγυρισμούς και τους επικοινωνιακούς σχεδιασμούς του Τσίπρα.
Δυστυχώς, η πραγματικότητα που αναδεικνύει αυτό το παράδειγμα, είναι γενικότερης σημασίας:
Η κυβέρνηση πανηγυρίζει, γιατί μέσα στο 2018 πέτυχε υπερπλεόνασμα της τάξης του 4,4% του ΑΕΠ, ξεπερνώντας την πρόβλεψη του προϋπολογισμού για πλεόνασμα 3,9%, όπως και το στόχο του προγράμματος Ενισχυμένης Εποπτείας (3,5%). Όμως αυτή η επιτυχία είναι κυριολεκτικά αιματηρή: Το υπερπλεόνασμα προέκυψε μέσα από την επιβολή ενός σταθερού ετήσιου ρυθμού μείωσης των δαπανών (κατά 0,8% του ΑΕΠ το 2018), όπως και ενός σταθερού ετήσιου ρυθμού αύξησης των εσόδων από φόρους (κατά 3,6% του ΑΕΠ το 2018). Το ποιοι σηκώνουν το κύριο βάρος της φορολόγησης είναι γνωστό από την κοινή πείρα, αλλά πρέπει να σημειώσουμε το ειδικό «βάρος» του ΦΠΑ, του πιο αντιδραστικού φόρου πάνω στη λαϊκή κατανάλωση, που μέσα στο 2018 «υπεραπέδωσε» κατά 4,4% του ΑΕΠ. Σύμφωνα δε με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το πλεόνασμα στους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης εξηγείται με τη σταθερή ετήσια μείωση των καταβολών για συντάξεις κατά 0,7% του ΑΕΠ.
Σε απλά ελληνικά, αυτά τα στοιχεία σημαίνουν ότι η κυβερνητική πολιτική οδηγεί:
α) Στη μόνιμη και σταθερή μείωση των δαπανών.
β) Στη μόνιμη και σταθερή αύξηση των εσόδων από φόρους και ειδικότερα από τους αντιδραστικούς άμεσους φόρους.
γ) Στη μόνιμη και σταθερή μείωση των κατακτημένων, ρυθμισμένων και σταθερών «καταβολών» όπως οι συντάξεις και οι μισθοί στο Δημόσιο.
Με αυτές τις μεθόδους επιτυγχάνεται το υπερπλεόνασμα. Και για να μπορούν αυτές οι μέθοδοι να συνεχίζουν να εφαρμόζονται, οι καθεστωτικές δυνάμεις (ακόμα και η τρόικα) αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα να δίνεται πού και πού κάποιο «βοήθημα», με στόχο να διατηρείται στη ζωή το όλο σύστημα αφαίμαξης των εργατικών και λαϊκών μαζών.
Αυτή η μόνιμη και σταθερή υποβάθμιση των εργατικών δικαιωμάτων και των λαϊκών κατακτήσεων και η υποκατάστασή τους με τη λογική των έκτακτων και μη θεσπισμένων «βοηθημάτων» προς τους πιο αδύναμους, είναι ένα από τα πιο βασικά γνωρίσματα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Της πολιτικής όπως του μνημονίου 3, που υπέγραψε κι εφαρμόζει η κυβέρνηση Τσίπρα.
Η πολιτική αυτή προέβλεπε και ενσωμάτωνε μια «προσωρινή χαλάρωση» κατά την προεκλογική περίοδο, με στόχο να μειωθούν οι πολιτικοί τρανταγμοί που θα μπορούσαν να απειλήσουν τη γενικότερη σταθερότητα του συστήματος.
Όμως προσοχή: η όποια «χαλάρωση» τελειώνει μαζί με τις εκλογές. Το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα του 2019-2022 προβλέπει επιστροφή σε δρακόντεια λιτότητα. Για παράδειγμα, το πρόγραμμα αυτό (που έχει εκπονήσει και έχει υπογράψει η κυβέρνηση Τσίπρα) προβλέπει ότι στην ερχόμενη τριετία οι δαπάνες για τα δημόσια νοσοκομεία, που σήμερα βρίσκονται σε άθλια κατάσταση, θα πρέπει να… μειωθούν κατά 10,96%! Γι’ αυτό ο σοσιαλφιλελεύθερος Μ. Νεκτάριος, της «Επιτροπής Σοφών», προειδοποίησε ότι όποια κι αν είναι η κυβέρνηση, θα πρέπει μέσα στο 2020 να αρχίσει τις διαδικασίες ξεπουλήματος ολόκληρων τμημάτων των δημόσιων νοσοκομείων στις ανερχόμενες ασφαλιστικές Α.Ε., που εφορμούν στο σύστημα περίθαλψης.
Δεξιά
Σ’ αυτή την εφημερίδα δεν έχουμε ποτέ κρύψει την απέχθειά μας προς τη Δεξιά και ειδικότερη προς τους νεοφιλελεύθερους μουτζαχεντίν του Κυρ. Μητσοτάκη. Δεν έχουμε ποτέ υποβαθμίσει τον κίνδυνο για τους εργαζόμενους και τις λαϊκές δυνάμεις που σηματοδοτούν οι απόψεις και η πολιτική του αρχηγού της ΝΔ και του κόμματός του.
Όμως, σήμερα, αυτός ο κίνδυνος πατάει πάνω στα «κεκτημένα» που δημιουργεί η πολιτική του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ. Η άποψη, για παράδειγμα, του Κυρ. Μητσοτάκη για τα ΣΔΙΤ στα δημόσια νοσοκομεία αποτελεί μια «συγκεκριμενοποίηση» της συμφωνημένης κατεύθυνσης του Μεσοπρόθεσμου, που αναφέραμε παραπάνω.
Το παράδειγμα δεν είναι μεμονωμένο. Ο Κυρ. Μητσοτάκης υπόσχεται μια πιο γενναία μείωση της φορολόγησης των κερδών και μια πιο μεγάλη μείωση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών, απ’ ό,τι έχει ήδη δρομολογήσει… ο Τσίπρας. Υπόσχεται μια θρασύτερη πορεία «αυτοτέλειας» των δημόσιων σχολείων (δηλαδή μια ξετσίπωτη ταξική διαφοροποίηση της χρηματοδότησής τους) απ’ ό,τι έχει ήδη δρομολογήσει… ο Γαβρόγλου. Υπόσχεται τη συνέχεια της υποκατάστασης των απωλειών στους μισθούς και τις συντάξεις με «βοηθήματα στους αδύναμους» (Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα), συνεχίζοντας την πολιτική διάβρωσης των σταθερών κατακτήσεων που αγιοποίησαν οι Κατρούγκαλος και Αχτσιόγλου.
Ο Κυρ. Μητσοτάκης δεν διστάζει να «τσιμπάει» προγραμματικά στοιχεία και από άλλους χώρους. Στο εμβληματικό για τη ΝΔ ζήτημα των «Εξαρχείων» ενσωμάτωσε στις άμεσες δεσμεύσεις της ΝΔ την πρόταση για ένα «πολιτιστικό-εμπορικό σύμπλεγμα», που θα περιλαμβάνει το Μουσείο, το ΕΜΠ και την Πλατεία Εξαρχείων, ένα «σύμπλεγμα» επιχειρηματικότητας και δραστηριοτήτων που θα είναι ο φερετζές για να καλυφθεί η αστυνομική επιδρομή. Θυμίζουμε ότι την πρόταση αυτή κατέθεσε πρώτος ο Γ. Καραμπελιάς, που κατεβαίνει ως υποψήφιος δήμαρχος Αθήνας εκ μέρους ενός ευρύτερου «πατριωτικού χώρου»…
Ασφαλώς το πρόγραμμα Μητσοτάκη περιλαμβάνει και νεοφιλελεύθερες «τομές». Όπως η «απελευθέρωση» της επιχειρηματικότητας από κάθε είδους νομικές, περιβαλλοντικές, υγειονομικές κ.ά. προϋποθέσεις (αρχή εργασιών με «δήλωση συμμόρφωσης» προς τους νόμους και όχι μετά από ελέγχους). Όπως η μείωση της απασχόλησης στο Δημόσιο, με εξαίρεση την αστυνομία όπου προβλέπονται μαζικές προσλήψεις κ.ο.κ.
Πολλοί έμειναν άναυδοι με τη θρασύτητα με την οποία ο Κ. Μητσοτάκης δημοσιοποιεί τις ακραία νεοφιλελεύθερες απόψεις του. Κάποιοι μίλησαν για «μπουνταλά», που καταλήγει να δουλεύει προς όφελος του Τσίπρα. Δεν πρόκειται για ανοησίες ή για αστοχίες του εκλογικού επιτελείου της ΝΔ, που συγκροτείται από επαγγελματίες «εκτελεστές». Πρόκειται, αφενός, για αίσθηση υπεροχής (για υπερβολική σιγουριά για τη νίκη τους, με βάση τα χάλια του ΣΥΡΙΖΑ) και, αφετέρου, για πολιτική διαμόρφωσης του μετεκλογικού κυβερνητικού σκηνικού. Στη ΝΔ γνωρίζουν το Μεσοπρόθεσμο και ξέρουν καλά ότι δεν έχουν συμφέρον να αφήσουν να καλλιεργηθούν σημαντικές προσδοκίες για την επόμενη κυβέρνηση.
Αυτά σημαίνουν ότι, όπως πάντα, η Δεξιά είναι μια επικίνδυνη απειλή. Μόνο που πλέον δεν υπάρχουν περιθώρια για αυταπάτες ότι άλλες μνημονιακές-νεοφιλελεύθερες δυνάμεις (όπως ο ΣΥΡΙΖΑ του μνημονίου 3) μπορούν να αποτελέσουν άμυνα απέναντι στον κίνδυνο της Δεξιάς. Από τη σκοπιά των συμφερόντων των εργαζομένων και των λαϊκών τάξεων θα είναι κρίσιμο το μέγεθος των δυνάμεων που θα σπάσουν τα εκβιαστικά διλήμματα και θα δηλώσουν: «Ούτε Τσίπρας – Ούτε Μητσοτάκης. Ριζοσπαστική Αριστερά».