Στα τέλη Ιουνίου έγινε στην Οσάκα της Ιαπωνίας η σύνοδος των G20, δηλ. η συνάντηση των ηγετών των 20 μεγαλύτερων καπιταλιστικών οικονομιών του πλανήτη.
Παρότι ξεκίνησε το 1999, με τη σημερινή του μορφή το G20 καθιερώθηκε το 2008 μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, προκειμένου να υπάρξει ένας μηχανισμός τιθάσευσης των τεράτων που παράγει η λειτουργία του σύγχρονου καπιταλισμού. Κύριος στόχος ήταν η ρύθμιση των ζητημάτων της παγκόσμιας οικονομίας και η αποφυγή εκείνων ακριβώς των πολιτικών που οδήγησαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δηλ. των μέτρων περιορισμού των εμπορίου, καθώς και του προστατευτισμού.
Σύμφωνα με τα διεθνή ΜΜΕ, σε αυτό το G20 υπήρξε μια προσωρινή ανακωχή στον μεγάλο εμπορικό πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Όμως μιλάμε απλώς για ανακωχή σε έναν πόλεμο που έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια. Έναν πόλεμο που αποτυπώθηκε στη σύνοδο του G20 τον Μάρτιο του 2017, καθώς τότε αφαιρέθηκε από το τελικό του ανακοινωθέν η έκκληση για «αντίσταση σε όλες τις μορφές προστατευτισμού». Μάλιστα από τότε έχει κλιμακωθεί η εμπορική αντιπαράθεση: Από τη μια μεριά (την πλευρά των ΗΠΑ) έχει υπάρξει επιβολή δασμών στις κινέζικες εισαγωγές, απειλές για επιβολή δασμών στις εισαγωγές αυτοκινήτων από την ΕΕ, απειλή για επιβολή δασμών κατά του Μεξικού δήθεν για το ζήτημα της μετανάστευσης. Και από τις άλλες πλευρές έχουν επίσης υπάρξει απειλές για ανάλογα αντίποινα προς τις ΗΠΑ.
Εκεχειρία
Στην Οσάκα ο Αμερικανός πρόεδρος Ντ. Τραμπ και ο Κινέζος ομόλογός του Σι Τζινπίνγκ προχώρησαν μεν σε προφορική εκεχειρία. Όπως και με την περίπτωση της θερμοπολεμικής απειλής κατά του Ιράν, ο Τραμπ έκανε ελαφρώς πίσω στο ζήτημα του εμπορικού πολέμου με την Κίνα. Στην ιδιαίτερη συνάντηση που είχε με τον Σι Τζινπίνγκ αναίρεσε την επιβολή πρόσθετων δασμών ύψους έως και 25% και σε νέους κλάδους προϊόντων από την Κίνα συνολικής αξίας 300 δισ. δολαρίων που εισάγονται στις ΗΠΑ (ήδη κινεζικά αγαθά αξία 200 δισ. δολαρίων υπόκεινται σε τέτοιους δασμούς). Όμως όλα τα εμπορικά όπλα παραμένουν «οπλισμένα και απασφαλισμένα», όπως ήταν η έκφραση του Τραμπ στην αντιπαράθεση με Ιράν και Β. Κορέα. Είναι αυτός ο λόγος που οι αναλυτές δεν δηλώνουν ιδιαίτερη αισιοδοξία ότι πράγματι θα επιτευχθεί φέτος εμπορική συμφωνία.
Η κινέζικη εφημερίδα «China Daily» προειδοποίησε πως, παρότι υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα να υπάρξει συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, δεν υπάρχει εγγύηση ότι κάτι τέτοιο θα επιτευχθεί. Το ίδιο λέει και η άλλη πλευρά. Το πρακτορείο Bloomberg σε σχετικό του ρεπορτάζ από την Οσάκα τονίζει: «Πρόσωπο το οποίο μετέχει στη διαδικασία δήλωσε ότι η δυνατότητα συμβιβασμού περιορίστηκε στην πραγματικότητα στο μηδέν... Αμερικανός αξιωματούχος, ο οποίος μετείχε στη διαδικασία, αποκάλεσε απλά το τελικό ανακοινωθέν χάσιμο χρόνου».
Αντίστοιχη άποψη είχε και ο οικονομικός σχολιαστής των «Financial Times», Μάρτιν Γουλφ, ενώ ο Μ. Ελ-Εριάν, σημαίνον στέλεχος της Allianz, τόνισε ότι «μακροπρόθεσμα η μετατροπή της εκεχειρίας σε βιώσιμη εμπορική ειρήνη δεν είναι καθόλου αυτόματη διαδικασία».
Πράγματι ο Τραμπ συμφώνησε ότι τα νέα μέτρα –που πλέον πρακτικά αφορούν όλα τα κινεζικά εμπορεύματα που εισάγονται στις ΗΠΑ– θα ανασταλούν «προσωρινά», ενόσω συνεχίζονται οι επίσημες διαπραγματεύσεις. Αλλά δεν υπήρξε μετακίνηση όσον αφορά τα θεμελιώδη ζητήματα, κύρια την επιμονή των ΗΠΑ ότι έχουν το δικαίωμα να διατηρούν τους υπαρκτούς δασμούς και ότι θα αρχίσουν να τους αφαιρούν μόλις διαπιστώσουν μονομερώς ότι η Κίνα συμμορφώνεται με όποια συμφωνία προκύψει. Πρόκειται φυσικά για απαίτηση την οποία με τίποτα δεν θα δεχθεί το Πεκίνο.
H Huawei
Στην πορεία προς τη σύνοδο, η Κίνα επέμενε ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει κατάληξη στις συζητήσεις παρεκτός αν οι ΗΠΑ ικανοποιούσαν το αίτημά της για άρση των περιορισμών που είχαν επιβληθεί ενάντια στον κινεζικό τηλεπικοινωνιακό γίγαντα Huawei, δηλ. το εργαλείο τεχνολογικής επέκτασης της Κίνας παγκόσμια.
Η κινέζικη εταιρία είχε τοποθετηθεί από τις αρχές των ΗΠΑ σε σχετική μαύρη λίστα, πράγμα που σημαίνει ότι οι αμερικανικές εταιρίες που ήθελαν να της πουλήσουν εξαρτήματα «ζωτικής σημασίας», έπρεπε να λάβουν άδεια από την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Στόχος αυτού του περιορισμού ήταν να ευνουχιστούν οι παγκόσμιες δραστηριότητες της εταιρίες και ήδη είχαν υπάρξει σημαντικές συνέπειες στις εβδομάδες που είχαν περάσει από την ανακοίνωση του μέτρου.
Ο Τραμπ προχώρησε σε κάποια αόριστη δέσμευση ότι θα επιτραπεί στις αμερικανικές επιχειρήσεις να αποστέλλουν τα εμπορεύματά τους στην κινέζικη εταιρία, αλλά εξήγησε ότι «μιλάμε για εξοπλισμό για τον οποίο δεν υπάρχει μεγάλο πρόβλημα εθνικής ασφάλειας». Και σε καμία περίπτωση δεν αναίρεσε την απόφαση του αμερικανικού υπουργείου Εμπορίου, λέγοντας ότι το όλο θέμα θα επιλυθεί μόνο με το τέλος των διαπραγματεύσεων.
Η περίπτωση της Huawei είναι χαρακτηριστική του γεγονότος ότι ο προστατευτισμός δεν είναι προσωπική πολιτική του Τραμπ, αλλά συνολική επιλογή του αμερικάνικου καπιταλισμού. Απέναντι στην κινέζικη εταιρεία στοιχίζονται όχι μόνο οι υπηρεσίες πληροφοριών και το στρατιωτικό κατεστημένο, αλλά και τα δύο κόμματα της άρχουσας τάξης των ΗΠΑ. Γι’ αυτό η «υποχώρηση» του Τραμπ έγινε αιτία επίθεσης και από τις δύο πλευρές της Γερουσίας. «Η Huawei είναι ένας από τους λίγους ισχυρούς μοχλούς με τους οποίους μπορούμε να επιβάλουμε στην Κίνα να “παίξει” τίμια στο εμπόριο. Αν ο Τραμπ κάνει πίσω, όπως φαίνεται να κάνει, αυτό θα υπονομεύσει δραματικά την ικανότητά μας να αλλάξουμε τις καταχρηστικές εμπορικές πρακτικές της Κίνας», δήλωσε ο ηγέτης των Δημοκρατικών (!) στη Γερουσία, Τσαρλς Σούμερ.
Από την πλευρά του το επίσης ηγετικό στέλεχος των Ρεπουμπλικάνων στη Γερουσία, ο Μάρκο Ρούμπιο, τόνισε: «Αν ο πρόεδρος Τραμπ διαπραγματεύθηκε την αναίρεση των πρόσφατων περιορισμών στη Huawei, τότε θα πρέπει να επαναφέρουμε αυτούς τους περιορισμούς με νομοθετικά μέτρα. Και σας διαβεβαιώνω ότι θα περάσουν με μεγάλη πλειοψηφία».
Πολλοί πόλεμοι
Αλλά δεν ήταν μόνον η υπαρκτή αντιπαράθεση μεταξύ Ουάσινγκτον και Πεκίνου που επιβεβαιώθηκε στην Οσάκα. Η σύνοδος, αντί για χώρο συγκλίσεων, εξελίσσεται όλο και περισσότερο σε θέατρο πολέμου όλων εναντίον όλων. Αυτή τη φορά, π.χ. η Ινδία, η Ινδονησία και η Ν. Αφρική (ισχυρές οικονομίες με συνολικό πληθυσμό κοντά στο 1,5 δισ. ανθρώπους) στην Οσάκα μποϊκοτάρισαν τις διαδικασίες για την «ψηφιακή οικονομία», τονίζοντας ότι αυτές υποτιμούν απροκάλυπτα τις «πολυμερείς» αρχές του συναινετικού χαρακτήρα των αποφάσεων όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις για το παγκόσμιο εμπόριο και αρνούνται το δικαίωμα για ψηφιακή εκβιομηχάνιση στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Από την άλλη και οι ΗΠΑ διαφώνησαν με τους άλλους 19 των G20 στο ζήτημα των αναγκαίων δράσεων ενάντια στην κλιματική αλλαγή. Ο Τραμπ δικαιολόγησε τη στάση των ΗΠΑ, χρησιμοποιώντας το ακατάρριπτο επιστημονικό επιχείρημα ότι η χώρα του «έχει το καθαρότερο νερό που είχε πότε»! Στο τελικό ανακοινωθέν οι ΗΠΑ διαχώρισαν τη θέση τους, λέγοντας μεταξύ άλλων ότι «επαναβεβαιώνουν ρητά την απόφασή τους να αποσυρθούν από τη Συμφωνία του Παρισιού, γιατί φέρνει σε μειονεκτική θέση τους Αμερικανούς εργάτες και φορολογούμενους». Τόνιζαν επίσης ότι θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα και πυρηνική ενέργεια.
Κίνδυνος
Σήμερα η εικόνα του κόσμου μοιάζει όλο και περισσότερο με την εικόνα που είχαν οι σχέσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στη δεκαετία του 1930 –τόσο σχετικά με την εξωτερική πολιτική και τη διπλωματία όσο και σχετικά με τη σφαίρα της οικονομίας και του εμπορίου. Τότε, η οργιώδης δραστηριότητα, που είχε ως χαρακτηριστικό τη σύναψη συμφωνιών τη μία μέρα μόνον και μόνο για να παραβιαστούν την επομένη, δεν σήμαινε τίποτε άλλο παρά τους ελιγμούς των ιμπεριαλιστικών κρατών, ώστε να είναι καλύτερα τοποθετημένα στον επερχόμενο πόλεμο. Κάνοντας κάποιος τις αναγκαίες προσαρμογές στο σήμερα, μπορεί να βρει άμεσες αναλογίες. Οι παλινωδίες της κυβέρνησης Τραμπ όσον αφορά το Ιράν, τη Β. Κορέα και την Κίνα δεν είναι –και πάλι– αποτέλεσμα της προσωπικής ιδιοσυγκρασίας του Αμερικανού προέδρου, αλλά προϊόν της φάσης στην οποία έχουν μπει οι διεθνείς καπιταλιστικές γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις παγκόσμια. Αντιπαραθέσεις που κινδυνεύουν να οδηγήσουν, όπως και στη δεκαετία του 1930, σε πραγματικούς πολέμους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τις ίδιες περίπου ημέρες με τη σύνοδο των G20 εγκρίθηκε από τη γερουσία των ΗΠΑ ένας κολοσσιαίος προϋπολογισμός για στρατιωτικές δαπάνες ύψους 750 δισ. δολαρίων. Ο πρόεδρος της Επιτροπής Στρατιωτικών Υπηρεσιών της Γερουσίας, Τζιμ Ίνχοουφ, αιτιολόγησε τη δαπάνη αυτή, λέγοντας ότι ο κόσμος είναι «πλέον πιο ασταθής και πιο επικίνδυνος από όσο θυμάμαι σε κάθε άλλη περίοδο της ζωής μου». Αυτή την εθνική «αμυντική» στρατηγική την υπαγορεύει ο στρατηγικός ανταγωνισμός με τη Ρωσία και την Κίνα, καθώς επίσης και οι απειλές από κράτη-ταραξίες, όπως το Ιράν και η Β. Κορέα, τόνισε ο ίδιος.
Παρά τις ελπίδες των ευρωπαϊκών χωρών να υπάρξει τελικό ανακοινωθέν στο G20, όπου θα υπήρχε δέσμευση για «πάλη ενάντια στον προστατευτισμό», τελικά όλοι υπέγραψαν μια θολή φόρμουλα που έλεγε ότι το G20 «θα αγωνιστεί να υλοποιήσει ένα ελεύθερο, δίκαιο, χωρίς διακρίσεις, διαφανές, προβλέψιμο και σταθερό εμπορικό και επενδυτικό περιβάλλον και να κρατήσει τις αγορές μας ανοιχτές». Κι όμως, δέκα χρόνια πριν η γλώσσα που είχε χρησιμοποιηθεί στη σύνοδο των G20 στο Λονδίνο ήταν πολύ διαφορετική. Εκεί οι ηγέτες είχαν τοποθετηθεί κατά των δασμών και είχαν δεσμευθεί «να μην επαναλάβουν τα ιστορικά λάθη του προστατευτισμού των προηγούμενων εποχών». Φαίνεται ότι αυτή η δέσμευση δεν υπάρχει πλέον. Και κερδισμένοι δεν θα είναι οι φτωχοί του πλανήτη που δήθεν θα «προστατεύονται», αλλά αυτοί που πλουτίζουν από τους πραγματικούς πολέμους που απειλούνται.