Καθώς οι χρηματαγορές παγκοσμίως ανεβοκατεβαίνουν σαν γιογιό, η συζήτηση που κυριαρχεί στον οικονομικό Τύπο είναι αν μια νέα παγκόσμια ύφεση πλησιάζει και πότε θα κάνει την εμφάνισή της.
Οι οικονομικοί αναλυτές αναζητούν οικονομικές και χρηματιστηριακές ενδείξεις που πιθανώς να εμπεριέχουν την απάντηση. Η πλέον προσφιλής είναι η ανεστραμμένη καμπύλη ομολογιακών αποδόσεων (inverted bond yield curve). Πρόκειται για τη διαφορά στο ετήσιο επιτόκιο μεταξύ ενός δεκαετούς κρατικού ομολόγου (πριν από την επιστροφή των χρημάτων στη λήξη) και ενός τριμηνιαίου ή διετούς ομολόγου.
Η καμπύλη των επιτοκίων συνήθως κινείται ανοδικά όσο αυξάνεται η διάρκεια των ομολόγων, κάτι που σημαίνει ότι εάν κάποιος δανείσει την κυβέρνηση (δηλαδή αγοράσει ένα κρατικό ομόλογο) για δέκα χρόνια είναι λογικό να παίρνει ένα υψηλότερο επιτόκιο (απόδοση) απ’ ό,τι θα δινόταν εάν δάνειζε την κυβέρνηση για τρεις μήνες. Μερικές φορές όμως, στην αγορά ομολόγων (στη «δευτερογενή αγορά») η απόδοση των δεκαετών ομολόγων πέφτει κάτω από τις αντίστοιχες των τριμηνιαίων ή διετών. Τότε εμφανίζεται η ανεστραμμένη καμπύλη ομολογιακής απόδοσης.
Εκτιμήσεις ύφεσης
Εμπειρικά δεδομένα δείχνουν πως κάθε φορά που αυτό συμβαίνει για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα (κάποιους μήνες) εντός ενός έτους ή λίγο περισσότερο, τότε ακολουθεί ύφεση.
Aναλυτές της JP Morgan «έτρεξαν» κάποιες οικονομετρικές μελέτες στην ανεστραμμένη καμπύλη απόδοσης και εκτίμησαν πως ο χαμηλός πληθωρισμός που χαρακτήριζε τις περισσότερες από τις ισχυρές οικονομίες στην περίοδο μετά τη Μεγάλη Ύφεση μπορεί να επηρέασε μέχρις ενός σημείου την αξιοπιστία του δείκτη, καθώς η καμπύλη θα μπορούσε ακόμα και να γίνει επίπεδη αλλά να μη δείχνει στην ουσία τρόμο και παράνοια εκ μέρους των επενδυτών. Ακόμα κι έτσι όμως, οι αναλυτές σημείωσαν πως πρόκειται για σημαντικό δείκτη. Σήμερα οι αποδόσεις των ομολόγων των ΗΠΑ (10ετές/τριμηνιαίο και 10ετές/2ετές) έχουν αναστραφεί.
Πάνω σε αυτήν τη βάση, η JPM εκτιμά πως η τρέχουσα πιθανότητα ύφεσης μέσα στο επόμενο έτος είναι 40%-60%.
Αν μια νέα ύφεση πλησιάζει, πώς μπορούμε να την αποφύγουμε; Οι ορθόδοξοι και κεϊνσιανοί οικονομολόγοι έχουν βασικά δύο λύσεις. Η πρώτη είναι η διοχέτευση περισσότερου χρήματος στο χρηματοπιστωτικό σύστημα με την ελπίδα πως στοίβες από δολάρια, ευρώ και γιεν θα βρουν το δρόμο τους προς τα χρηματοκιβώτια των εταιρικών δανειζόμενων, οι οποίοι με τη σειρά τους θα επενδύσουν σε θέσεις εργασίας και μηχανολογικό εξοπλισμό ή σε νοικοκυριά τα οποία θα καταναλώσουν.
Αναποτελεσματικές απαντήσεις
Ο «συμβατικός» τρόπος για τα παραπάνω ήταν οι κεντρικές τράπεζες των μεγάλων οικονομιών να μειώσουν τα βασικά τους επιτόκια, ώστε να ακολουθήσουν έπειτα και όλα τα υπόλοιπα ώστε να μειωθεί το κόστος δανεισμού. Όμως η εμπειρία των τελευταίων δέκα ετών, περιόδου την οποία ονομάζω η Μακρά Ύφεση, ξεκαθαρίζει πως αυτό το σχέδιο δεν αποδίδει. Οι επενδύσεις παραμένουν χαμηλά ως ποσοστό του ΑΕΠ, οι μισθοί λιμνάζουν και η οικονομική ανάπτυξη υπήρξε ασθενής.
Κάπως έτσι, οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες κατέφυγαν σε «ανορθόδοξες νομισματικές πολιτικές», που οι κεντρικές τράπεζες αγοράζουν δισεκατομμύρια σε κρατικά και εταιρικά ομόλογα (ακόμα και εταιρικές μετοχές) από εμπορικές τράπεζες. Αυτό λέγεται ποσοτική χαλάρωση (quantitative easing – QE) και οδήγησε σε τεράστια ενίσχυση των τραπεζικών διαθεσίμων. Οι τράπεζες υποτίθεται πως θα δάνειζαν αυτά τα χρήματα στις επιχειρήσεις, ώστε οι τελευταίες να επενδύσουν. Όμως δεν λειτούργησε, οι εταιρείες δεν δανείστηκαν για να επενδύσουν. Είτε είχαν υπερβολική ρευστότητα –όπως η Amazon και η Microsoft– οπότε δεν είχαν ανάγκη να δανειστούν ή ήταν πολύ αδύναμες οπότε οι τράπεζες δεν τις δανειοδοτούσαν. Οπότε, όλα αυτά τα χρήματα κατέληξαν να επενδύονται σε μετοχές και ομόλογα (κάτι που ο Μαρξ αποκαλούσε πλασματικό κεφάλαιο, δηλαδή απλώς απαιτήσεις πάνω σε μελλοντικά/αναμενόμενα και όχι πραγματικά κέρδη και τόκους). Οι χρηματαγορές εκτοξεύτηκαν αλλά η «πραγματική» οικονομία είχε βαλτώσει.
Οι κεντρικές τράπεζες έχουν ξεμείνει από ιδέες και οι επενδυτές το γνωρίζουν. Γι’ αυτόν το λόγο οι αποδόσεις των ομολόγων είναι αρνητικές και στις ΗΠΑ υπήρξε αναστροφή. Αλλά οι κεντρικές τράπεζες δεν έχουν άλλο εργαλείο στα χέρια τους εκτός από τις μειώσεις των ομολόγων και το QE.
Aυτό το οποίο κινεί τις καπιταλιστικές οικονομίες και την καπιταλιστική συσσώρευση είναι μεταβολές στα κέρδη και στην αποδοτικότητα. Η οικονομική ανάπτυξη σε μια καπιταλιστική οικονομία καθορίζεται από τις εταιρικές επενδύσεις και όχι από την κατανάλωση. Αυτός είναι ο μεταβαλλόμενος παράγοντας που προκαλεί τα οικονομικά μπουμ και τις υφέσεις στις καπιταλιστικές οικονομίες. Και οι εταιρικές επενδύσεις καθορίζονται κυρίως από ένα πράγμα: κέρδη ή αποδοτικότητα – όχι επιτόκια, όχι «αυτοπεποίθηση» και όχι καταναλωτική ζήτηση. Είναι αυτή η απλή, προφανής και εμπειρικά επιβεβαιωμένη ερμηνεία των τυπικών και επαναλαμβανόμενων μπουμ και υφέσεων που αγνοείται ή συνειδητά απορρίπτεται από τους ορθόδοξους (συμπεριλαμβανομένων των κεϊνσιανών) και ετερόδοξους μετακεϊνσιανούς οικονομολόγους.
H ορθόδοξη κεϊνσιανή ερμηνεία των υφέσεων δεν εξηγεί τίποτα. Γιατί υπάρχει πτώση στην επιχειρηματική εμπιστοσύνη σαν αυτή που παρατηρούμε; Πώς η ξαφνική πτώση εξηγεί τις τυπικές και διαρκείς υφέσεις και ανόδους, που δεν αποτελούν στιγμιαία σοκ;
Κρίση και κερδοφορία
Η θεωρία και τα εμπειρικά δεδομένα δείχνουν ότι η καπιταλιστική συσσώρευση και παραγωγή κινείται μπροστά σε μια διαδοχή μπουμ και βουτιών μεταβαλλόμενου μεγέθους και διάρκειας σύμφωνα με την κίνηση της αποδοτικότητας παρατηρούμενη υπό κανονικές συνθήκες σε κατάρρευση των κερδών, η οποία ρίχνει τις επενδύσεις, την απασχόληση, τα εισοδήματα και την κατανάλωση, με αυτήν τη σειρά.
Ζούμε σε μια καπιταλιστική οικονομία, στην οποία οι αποφάσεις για τις επενδύσεις που ωθούν τα πράγματα διαμορφώνονται από καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Εκτός εάν η κυβέρνηση πάρει η ίδια αυτές τις αποφάσεις και τιθασεύσει τις επιχειρήσεις ή τις αντικαταστήσει με κρατικές επιχειρήσεις και σχεδιασμό (όπως η Κίνα, για παράδειγμα), οι επενδύσεις και η ανάπτυξη θα καθορίζονται από τις αποφάσεις των επιχειρήσεων. Και αυτές επενδύουν μόνο αν νιώθουν βέβαιες ότι θα βγάλουν το αναγκαίο κέρδος, δηλαδή η αποδοτικότητα των επενδύσεών τους θα είναι υψηλή.
Η ιστορία της Μεγάλης Ύφεσης του ’30, η κατάρρευση των κεϊνσιανών πολιτικών διαχείρισης της ζήτησης τη δεκαετία του ’70 και η ιστορία της Μακράς Ύφεσης μετά το 2009 διδάσκουν πως αν η επιχειρηματική αποδοτικότητα είναι χαμηλή και ειδικότερα όταν πέφτει, τότε καμία δημοσιονομική ενίσχυση δεν θα φέρει περισσότερες επενδύσεις και ταχύτερη ανάπτυξη.
Εγώ όπως και άλλοι έχουμε επεξεργαστεί μεγάλο όγκο στοιχείων που αποδεικνύουν ότι οι κρατικές δαπάνες έχουν μικρό ή και καθόλου αντίκτυπο στην τόνωση της οικονομίας ή στις συνολικές επενδύσεις – είτε το σύνολο είναι πολύ μικρό για να ωφελήσει (οι κρατικές επενδύσεις ανέρχονται κατά μέσον όρο στο 2%-3% του ΑΕΠ στις περισσότερες καπιταλιστικές οικονομίες, ενώ οι επιχειρηματικές κινούνται στο 15%-20% του ΑΕΠ), είτε ακόμα οι περισσότερες επενδύσεις αποτελούν «φιλανθρωπία» προς τις επιχειρήσεις ή στην προώθηση της κοινωνικής ευμάρειας με μικρό παραγωγικό αντίκτυπο.
Επερχόμενη ύφεση
Οι νομισματικές και δημοσιονομικές αντιμετωπίσεις των υφέσεων που συντηρούν ακόμα το τρεφόμενο από τα κέρδη καπιταλιστικό σύστημα δεν θα αποδώσουν. Η νομισματική χαλάρωση απέτυχε, όπως είχε αποτύχει και παλιότερα. Η δημοσιονομική χαλάρωση, όπου εφαρμόστηκε, απέτυχε επίσης. Πράγματι, ο καπιταλισμός θα βγει από την ύφεση μόνο μέσω της ύφεσης. Η ύφεση θα βγάλει από τη μέση τις πιο αδύναμες επιχειρήσεις και οι λιγότερο παραγωγικοί εργάτες θα απολυθούν. Συνεπώς, το παραγωγικό κόστος θα πέσει και οι επιχειρήσεις που θα επιβιώσουν θα έχουν υψηλότερη κερδοφορία, όπως και κίνητρο για επενδύσεις. Αυτή είναι η πραγματική «κανονική» ύφεση. Σε μια κρίση όμως η παραπάνω διαδικασία χρειάζεται πολλές υφέσεις (όπως σε εκείνη στο τέλος του 19ου αιώνα) πριν επανέλθει η κανονική λειτουργία. Μια ακόμα ύφεση είναι καθ’ οδόν και ούτε οι νομισματικές ούτε οι δημοσιονομικές πολιτικές μπορούν να τη σταματήσουν.