Η ματιά ενός ανθρώπου που παλεύει με πείσμα για την επαναπροσέγγιση των δυο κοινοτήτων
Μ ε το βιβλίο του “ο Ντενκτάς στο Νότο” ο Γρηγόρης Ιωάννου μιλά για την Κύπρο. Για όσα εδώ και χρόνια αποσιωπούνται, για τις αλήθειες που κρύβονται αλλά και για όσα ‘’επανανοηματοδοτούται’’ ώστε να ταιριάζουν στην εθνική αφήγηση. Άλλωστε, “σε κάθε πόλεμο ο πρώτος χαμένος είναι η αλήθεια’’, όπως πολύ εύστοχα παραθέτει ο συγγραφέας. Το βιβλίο επιχειρεί να αποδομήσει αυτή την επικρατούσα λογική, να αποκαταστήσει την αλήθεια και να θέσει έτσι τα θεμέλια μιας συζήτησης στη δημόσια σφαίρα που -τουλάχιστον αυτή τη στιγμή- μοιάζει και είναι απολύτως απαραίτητη.
Ο τρόπος που διεξάγεται η δημόσια συζήτηση γύρω από την διαδικασία “επίλυσης του Κυπριακού” αποτελούσε και εξακολουθεί να αποτελεί την αντανάκλαση μιας επιβεβλημένης πεποίθησης πως πρόκειται για κλειστή υπόθεση των εκάστοτε διαπραγματευτικών ομάδων, κυβερνήσεων, ειδικών εντεταλμένων κλπ. από την οποία απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό η άποψη της κοινωνίας και των δρώντων πολιτικών υποκειμένων. Η έλλειψη αυτής της διάστασης -πέραν του ότι είναι αποθαρρυντική για όσες και όσους προσπαθούν να μελετήσουν το ζήτημα μακριά από τις εθνικιστικές κραυγές και τις (νεο)φιλελεύθερες φαντασιώσεις- αποδυναμώνει και την πραγματική αξία της συζήτησης που απασχολεί εδώ και δεκαετίες την, διαχωρισμένη με συρματόπλεγμα, κυπριακή κοινωνία. Αν η έλλειψη αυτή σε επίπεδο βιβλιογραφίας είναι μεγάλη, ο κοινωνικός της αντίκτυπος είναι εκκωφαντικός. Αφενός, διότι ενισχύει την ηγετοκεντρική προσέγγιση και τη λογική της ανάθεσης που συνιστούν καθιερωμένες και αδιαμφισβήτητες πρακτικές και αφετέρου διότι συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας θολής εικόνας για τις δυναμικές που εκφράζονται στις δυο κοινότητες.
Σ’ αυτό το πλαίσιο τα κενά που επιχειρεί να καλύψει το βιβλίο είναι πολλά και σημαντικά. Ο στόχος του, που όπως σημειώνει ο συγγραφέας είναι να “αρθρώσει μια γενική θεώρηση για το πως κανονικοποιήθηκε η διχοτόμηση τα τελευταία 25 και ειδικότερα τα τελευταία 15 χρόνια”, ίσως μοιάζει αρκετά φιλόδοξος. Η απόπειρα όμως πέτυχε και ο Ιωάννου έγραψε ένα από τα πιο χρήσιμα και αξιόλογα βιβλία πάνω στο θέμα. Το βιβλίο αν και επικεντρώνεται στην ελληνοκυπριακή κοινότητα εντούτοις δεν παραβλέπει τις δυναμικές που διαμορφώνονται στην τουρκοκυπριακή κοινότητα λαμβάνοντας συνάμα υπόψη τις εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον. Επίσης, παρ’ όλο που όπως σημειώνει ο συγγραφέας το βιβλίο δεν υιοθετεί μια “ιστορική λογική αν και αφηγείται ιστορικά και σχεδόν χρονολογικά τις εξελίξεις” καταφέρνει με σαφή και τεκμηριωμένο τρόπο να θέσει τη μελέτη του Κυπριακού κάτω από ένα νέο πρίσμα εστιάζοντας στο ιδεολογικό επίπεδο και αναλύοντας τις πολιτικές δυναμικές που αναδύονται εντός των κοινοτήτων.
Προς τη
διχοτόμηση
Στα επτά κεφάλαια του βιβλίου ο Ιωάννου καταπιάνεται με περιόδους, ορόσημα και κομβικά σημεία που οδήγησαν στην εδραίωση της διχοτόμησης ξεκινώντας από το 1950, συνεχίζοντας με την περίοδο μετά το ‘74 και την κανονικοποίηση της διχοτόμησης ως βιωμένης πραγματικότητας, με τις χαμένες ευκαιρίες για την λύση του κυπριακού ζητήματος επικεντρώνοντας στο άνοιγμα των οδοφραγμάτων, στο σχέδιο Ανάν, στην αποτυχία των συνομιλιών Χριστόφια - Ταλάτ και φτάνοντας μέχρι το πρόσφατο διπλωματικό ναυάγιο του Κραν Μοντανά. Αναλύοντας τις ευθύνες της ελληνοκυπριακής πλευράς σπάει τα ταμπού και κοντράρεται στα ίσια με την επίσημη αφήγηση ανοίγοντας το δρόμο για μια ειλικρινή συζήτηση που θα έπρεπε εδώ και καιρό να είχε αρχίσει. Σ’ αυτό το επίπεδο η συνεισφορά του βιβλίου είναι πολύτιμη στο εδώ και τώρα. Διότι κατανοώντας το τι έγινε στην Κύπρο τις περασμένες δεκαετίες ο αναγνώστης μπορεί να παρακολουθήσει την συζήτηση και τις τρέχουσες εξελίξεις σ’ αυτή τη γωνιά της Ανατολικής Μεσογείου σε μια περίοδο που η συζήτηση και η διπλωματική κινητικότητα για τις ΑΟΖ «έχει πάρει φωτιά».
Η σημασία της δουλειάς του συγγραφέα δεν βρίσκεται μόνο στο ότι παρέδωσε στον αναγνώστη μια άρτια τεκμηριωμένη και συνεκτική ανάλυση. Εμπεριέχει, επίσης, τη ματιά ενός ανθρώπου που εδώ και χρόνια παλεύει με πείσμα για την επαναπροσέγγιση των δυο κοινοτήτων και για την επανένωση του τόπου του. Η διπλή ιδιότητα που διαθέτει ο Ιωάννου -του έμπειρου και ικανού κοινωνικού ερευνητή και του συνεπή πολιτικού ακτιβιστή που παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις των τελευταίων χρόνων και παρεμβαίνει- είναι εξαιρετικά σημαντική για αυτό το εγχείρημα. Αφενός, του επιτρέπει να αναδεικνύει τα κρίσιμα διακυβεύματα, αποφεύγοντας την πρακτική της “φετιχιστικής” και μονόπλευρης ενασχόλησης με επιμέρους διαστάσεις και αφετέρου να αναζητά τις όποιες δυνατότητες προκύπτουν προς την κατεύθυνση της επανένωσης. Άλλωστε, η ειλικρινής στάση του Ιωάννου να αποφύγει την υποτιθέμενη ιδεολογική ουδετερότητα που υιοθετούν διάφοροι μελετητές που καταπιάνονται διαχρονικά με το Κυπριακό ζήτημα και η αγωνία του για το μέλλον των πολλών ανθρώπων, των “από κάτω” στις δυο πλευρές της πράσινης γραμμής είναι εμφανής από την αρχή ως το τέλος του βιβλίου.
Αν και τα συμπεράσματα που βγάζει δεν είναι ευοίωνα ωστόσο δεν χάνει την εμπιστοσύνη του στην κίνηση και στη δράση των απλών ανθρώπων, εκείνων που όταν το αποφασίσουν γράφουν ιστορία. Προς αυτή την κατεύθυνση μένει να δούμε αν όντως η συζήτηση που έχει ήδη ξεκινήσει μετά την κυκλοφορία του βιβλίου θα συμβάλλει σε μια τέτοια προοπτική.