Συνέντευξη του Στάθη Κουβελάκη στην Iskra, για το αποτέλεσμα της 17 Ιούνη και την επόμενη μέρα για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Πως εκτιμάς το αποτέλεσμα της 17ης του Ιούνη; Ηττα, νίκη και για ποιούς;
Εχουν ειπωθεί πολλά και σωστά στην αριστερή συζήτηση γύρω απ'αυτό το θέμα. Αυτό που θα ήθελα από την πλευρά μου να επισημάνω είναι το αξιοσημείωτο γεγονός ότι αυτή η συζήτηση έγινε και συνεχίζεται, κάτι που υποδηλώνει ότι δεν επιδέχεται μια μόνο απάντηση. Στις 6 Μάη π.χ. το ποσοστό του Συριζα θεωρήθηκε από όλους αναμφισβήτητη επιτυχία, όπως επίσης γενικευμένη ήταν η αίσθηση ότι ηττήθηκαν κατά κράτος οι μνημονιακές δυνάμεις. Στις 17 του Ιούνη υπήρχε η προσδοκία της πρωτιάς από την πλευρά του Συριζα, άρα η συνείδηση μιας αποτυχίας μετά το αποτέλεσμα, που συνοδεύτηκε από την αίσθηση ότι «τη γλύτωσαν» οι μνημονιακές δυνάμεις, ενώ οι συνολικές τους δυνάμεις είναι στάσιμες, αλλά βέβαια πιο συγκεντρωμένες απ'ότι στις 6 Μάη. Το γεγονός είναι ότι το αποτέλεσμα της κάλπης αρκεί για να τους επιτρέψει να συγκροτήσουν σχετικά άνετα κυβέρνηση, με την αρωγή του «αριστερού» μαϊντανού της ΔΗΜΑΡ.
Το συμπέρασμα που προκύπτει μου φαίνεται απλό. Στην ουσία είναι η εκρηκτική δυναμική του Συριζα που άλλαξε το ίδιο το κριτήριο της «νίκης» και της «ήττας», της «επιτυχίας» και της «αποτυχίας». Και αυτό είναι και η τερράστια συμβολή του Συριζα στην υπόθεση της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος. Κατάφερε για πρώτη φορά, στην Ευρώπη τουλάχιστον, να κάνει πολιτική από τη σκοπιά των εργαζόμενων τάξεων με όρους νίκης, και όχι απλά με όρους «αντίστασης» ή «κινήματος». Να γιατί η 17 Ιούνη βιώθηκε από τους αριστερούς σαν μια χαμένη ευκαιρία. Εκτός βέβαια από κάποιους, ευτυχώς σχετικά λίγους, για τους οποίους ήταν αδιάφορο αν θα κέρδιζε ο Σύριζα, εφ'όσον δεν ταιριάζει στα κριτήρια «επαναστατικότητάς» τους, ή, για διαφορετικούς λόγους, από κάποιους άλλους που ένοιωσαν ένα είδος περίεργης ανακούφισης επειδή «δεν είμαστε έτοιμοι». Λες και εμείς διαλέγουμε το πότε μας καλεί να παρέμβουμε μια κατάσταση, και μάλιστα όταν η ανάγκη άμεσης ανακούφισης των λαϊκών στρωμάτων και αποτροπής του συνεχιζόμενου ολέθρου παίρνει έναν τόσο επιτακτικό χαρακτήρα. Στην ουσία αυτή η αντίδραση υποδηλώνει έναν ιδιόμορφο «φόβο της επιτυχίας» που με τη σειρά του παραπέμπει σε μια συνεχιζόμενη εντός της Αριστεράς εσωτερίκευση της ήττας, κάτι εξηγήσιμο αλλά εμφανώς αναντίστοιχο με τις καινούργιες συνθήκες.
Σε κάθε περίπτωση, το δίμηνο Μάη-Ιούνη με τις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις συνιστά καθοριστικής σημασίας τομή στο πολιτικό σκηνικό, μια τομή που σφραγίζεται από την δυναμική της Αριστεράς και τις νέες δυνατότητες που ανοίγει για την παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να συνοψίσουμε τη θέση σου με τη διατύπωση που κυκλοφορεί ευρέως περί «πύρρειας νίκης» των μνημονιακών δυνάμεων;
Κατ'αρχήν ναι, με κάποιες επιφυλάξεις όμως. Ναι γιατί όντως η βάση αυτής της κυβέρνησης, με δεδομένη μάλιστα την τρικυμία που έχει μπροστά της, είναι εύθραυστη. Η ΝΔ ήρθε πρώτη αλλά με μόλις 30%, το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό της ιστορίας της μετά απ'αυτό του περασμένου Μάη, και χωρίς να διαθέτει αυτοδυναμία, κάτι που είναι από μόνο του προβληματικό από θεσμική σκοπιά. Η λογική του ισχύοντος πολιτεύματος όπως ξέρουμε βασίζεται στη δυνατότητα ανάδειξης αυτοδύναμων κυβερνήσεων, που αποτελούν προϋπόθεση σταθερότητας για τον εξόχως πρωθυπουργοκεντρικό ελληνικό κοινοβουλευτισμό. Η σημερινή αποδυναμωμένη ΝΔ έχει όμως ανάγκη το υπόλειμμα του ΠΑΣΟΚ καθώς και το άλλοθι της ΔΗΜΑΡ, χωρίς το οποίο μια σκέτη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ δύσκολα θα μπορούσε να σταθεί, παρά την κοινοβουλευτική πλειοψηφία που διαθέτει. Αυτό έδειξε εξ'αλλου και η σύνθεση της κυβέρνησης, στην οποία, φοβούμενα το πολιτικό κόστος, δεν μετέχουν πολιτικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ ή της ΔΗΜΑΡ.
Πρόκειται κατά βάση για μια κυβέρνηση ΝΔ που διαθέτει μεν αυξημένη νομιμοποίηση, σε σχέση πχ με αυτήν του Παπαδήμου, λόγω του πρόσφατου των εκλογών και του κλίματος πόλωσης στο οποίο διεξήχθησαν, αλλά που τα πραγματικά της στηρίγματα και η συνοχή της είναι αντιστρόφως ανάλογα της πλειοψηφίας που εμφανίζει στη Βουλή. Επιπλέον, το όλο σχήμα - και αυτό αποτελεί επίσης ένα κοινό σημείο με την προηγούμενη μορφή συγκυβέρνησης - εξαρτάται σε κρίσιμο βαθμό από έναν «τρίτο πόλο» (ΛΑΟΣ/ΔΗΜΑΡ). Και στις δύο περιπτώσεις, αυτός ο πόλος αποτελεί τον «αδύναμο κρίκο» της τρικομματικής συμμαχίας στο βαθμό που, για να θυμηθούμε το προεκλογικό σύνθημα της ΔΗΜΑΡ («Εντολή για λύση»), δεν διαθέτει σαφή εντολή για συμμετοχή σε κυβέρνηση του μνημονιακού μπλοκ. Διακρίνονται ήδη εδώ τα σπέρματα των αντιθέσεων που θα αναπόφευκτα θα οξυνθούν όταν θα μπούμε στις ταραγμένες θάλασσες που μας περιμένουν.
Παρ'όλα πρέπει να τονισθεί ότι σε καμμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να καλλιεργηθεί η εντύπωση πως αυτή η κυβέρνηση είναι ετοιμόρροπη ή ότι θα πέσει σαν ώριμο φρούτο. Αντίθετα θα εκμεταλλευτεί όσο μπορεί περισσότερο την παράταση χρόνου και την ατελή έστω νομιμοποίηση που της έδωσαν οι κάλπες για να περάσει όσο επιπλέον μέτρα μπορεί. Ούτως ή άλλως τα περιθώρια που διαθέτει έναντι των εγχώριων και ξένων στηριγμάτων της είναι απελπιστικά στενά και η γενικότερη εξέλιξη των βασικών οικονομικών δεικτών είναι απαγορευτική για οποιαδήποτε προοπτική σταθεροποίησης. Εχουμε λοιπόν μπροστά μας μια περίοδος σκληρών συγκρούσεων και μεγάλης έντασης, κατά τη διάρκεια της οποίας θα δοκιμαστεί στο έπακρο η εναπομείνουσα αντοχή της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Γιατί όμως το μνημονιακό μπλοκ κατήγαγε αυτήν την πύρρεια έστω νίκη, ή, για να το πούμε αλλιώς γιατί δεν κατέκτησε ο Σύριζα την πρώτη θέση;
Το αποτέλεσμα του Μάη, και η ατζέντα εκείνων των εκλογών - που σφραγίζεται από την πρόταση του Σύριζα για κυβέρνηση της Αριστεράς - έδειξαν ότι η δυναμική ήταν στα αριστερά, και ειδικότερα στον κομιστή της συγκεκριμένης πρότασης, δηλαδή στο Σύριζα. Ακριβώς αυτή η δυναμική είναι που προκάλεσε εξ'αντανακλάσεως την αντι-συσπείρωση του αντίπαλου στρατοπέδου, που δεν ορίζεται πλέον απλά και μόνο ως μνημονιακό αλλά πρωτίστως ως αντι-αριστερό και πιο συγκεκριμένα ως αντι-Σύριζα. Με δεδομένη την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ, μόνον η ΝΔ μπορούσε να παίξει αυτό το ρόλο, του αντι-αριστερού πόλου της μνημονιακής συνέχειας και της πάση θυσία παραμονής εντός των ευρωπαϊκών πλαισίων.
Με άλλα λόγια, η ανοδική δυναμική της ΝΔ μεταξύ Μάη και Ιούνη δεν εκφράζει κάποια γραμμική επανασύσταση του παραδοσιακού στρατοπέδου της δεξιάς αλλά τη διαδικασία συγκρότησης ενός «κόμματος της τάξης» ικανού να συσπειρώσει το βαθύ ρεύμα της ελληνικής κοινωνίας που αντιστέκεται με κάθε τρόπο στην προοπτική ανόδου της Αριστεράς στην εξουσία. Ετσι εξηγείται τόσο η εντυπωσιακή άνοδος της ΝΔ στα αστικά και, σε μικρότερο βαθμό, μεσαία προάστεια των μεγάλων πόλεων όσο και η ριζοσπαστικοποίηση του λόγου της, αποκλειστικά στραμμένου στην καλλιέργεια αντανακλαστικών φόβου, με την απαραίτητη δόση ξενοφοβίας και επίδειξης «πυγμής» και αυταρχικότητας.
Ειδικά μνεία στη δημιουργία αυτού του τοπίου πόλωσης χρείζουν τέλος τα ΜΜΕ, που έδωσαν έντονα τη γεύση ενός «μεταδημοκρατικού», υστερικού και συμβολικά βίαιου κλίματος. Επιβεβαιώνεται ολοκάθαρα για μια ακόμη φορά η διαπίστωση ότι σε συνθήκες κατάρρευσης του παραδοσιακού κομματικού συστήματος, τα ΜΜΕ τείνουν να παίξουν το ρόλο κεντρικού επιτελείου και ιδεολογικού μηχανισμού – άρα με μια έννοια και πολιτικού κόμματος – της άρχουσας τάξης. Ολα αυτά συνθέτουν την εικόνα ενός αστικού μπλοκ που «παίζει τα ρέστα του» και που αποκτά όλο και περισσότερο τα χαρακτηριστικά της δεξιάς των χωρών της Λατινικής Αμερικής όπου τέτοιου τύπου δυνάμεις, σε συνεργασία με ΜΜΕ, τμήματα του βαθέος κράτους και το διεθνή παράγοντα απεργάζονται την ανατροπή προοδευτικών κυβερνήσεων.
Σ'αυτό το πλαίσιο μπαίνει βέβαια και η Χρυσή Αυγή.
Ακριβώς. Η διατήρηση, σε τρομακτικά υψηλά ποσοστά, του ποσοστού της Χρυσής Αυγής (ΧΑ), αλλά και η αυξημένη επιθετικότητα που επέδειξε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, αποτελούν σημαντικό παράγοντα της συνολικής εξίσωσης. Οσοι περίμεναν ότι μετά το τηλεοπτικό επεισόδιο με τον Κασιδιάρη θα έπεφτε η επιρροή της ΧΑ απλώς αρνούνται να καταλάβουν την ασύλληπτη βιαιότητα των επιθέσεων που δέχεται αδιάκοπα η κοινωνία σ'αυτή τη συγκυρία και την κατάρρευση κάθε έννοιας κανονικότητας, σε επίπεδο βασικών αναφορών, αξιών, ακόμη και καθημερινής συμπεριφοράς, ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων. Η κρίση αποκτά πλέον χαρακτηριστικά απορρύθμισης βασικών κρατικών λειτουργιών, ειδικά αυτών που σχετίζονται με ασυμπίεστες κοινωνικές ανάγκες (υγεία, παιδεία, υπηρεσίες). Η αποδυνάμωση του κράτους εκτείνονται στην ίδια την ικανότητα των κατασταλτικών μηχανισμών να ασκούν το μονοπώλιο της έννομης βίας, και μάλιστα σε συνθήκες όπου η οικονομική καθίζηση οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην αύξηση των παραβατικών πρακτικών.
Σ'αυτά προστίθεται και το μεταναστευτικό. Οπως ξέρουμε, το πλέγμα ρυθμίσεων που έχει επιβάλλει η ΕΕ έχει μετατρέψει τις χώρες της νότιας περιφέρειας, πέρα από οφειλέτριες των χωρών του κέντρου, και σε πραγματικές παγίδες για μετανάστες ακριβώς επειδή αποτελούν τις κύριες πύλες εισόδου στον ευρωπαϊκό χώρο. Ο ρατσισμός βεβαίως προϋπήρχε στην ελληνική κοινωνία αλλά η παρουσία των δεινοπαθούντων και συχνά εξαθλιωμένων αλλοεθνών πληθυσμών σε συνθήκες γενικευμένης κρίσης δημιουργεί ένα ιδιαίτερα εκρηκτικό μείγμα. Δεν πρόκειται μόνο για το πάγιο φαινόμενο του αποδιοπομπαίου τράγου. Η εικόνα της υποβάθμισης, πραγματικής ή φαντασιακής, που εκπέμπει ο Αλλος γίνεται αβάσταχτη όταν αρχίζει να λειτουργεί ως μεγενθυντικός καθρέφτης μιας αδιανόητης μέχρι πρότινος υποβάθμισης της ζωής ολόκληρων τμημάτων της «εθνικής» κοινωνίας.
Η συνδυασμένη δράση αυτών των παραγόντων δημιουργεί ένα αίσθημα απόλυτης εγκατάλειψης σε ευρύτατα στρώματα, μια εμπειρία καθημερινής και σχεδόν φυσικής ανομίας, στην οποία η βία των χρυσαυγιτών μοιάζει να αποτελεί μια λογικοφανής απάντηση στο βαθμό που αποκαθιστά, ή υποκαθιστά, συμβολικά και υλικά, μια έννοια «αρχής» και «τάξης», καλύπτοντας φυσικά ταυτόχρονα κι ένα μέρος του ιλιγγιώδους κενού πολιτικής εκπροσώπησης που έχει δημιουργηθεί. Η διαδικασία εκφασισμού όψεων των κοινωνικών σχέσεων διαπερνά πλέον τμήματα του ίδιου του κράτους, ειδικότερα στα σώματα ασφαλείας, όπου παρατηρούνται σε τοπικό επίπεδο αυξανόμενα δείγματα συνεργασίας με τις φασιστικές συμμορίες ή με ομάδες «αυτοάμυνας» που αποτελούν πρόπλασμά τους. Με δυό λόγια, η ΧΑ είναι κάτι πολύ βαθύτερο από μια απλή ομάδα παρακρατικών στην υπηρεσία του κλονιζόμενου συστήματος και του κράτους γιατί έχει ρίζες στη συλλογική συμπεριφορά ευρύτατων στρωμάτων σε συνθήκες αυξανόμενης έντασης και διάλυσης κάθε έννοιας οργανωμένης κοινωνικής ζωής.
Σκιαγράφησες τις δυναμικές που εξηγούν την σχετική έστω ισχύ του κυρίαρχου μπλοκ. Τι έλειψε όμως από την άλλη πλευρά για να γίνει στις 17 Ιούνη η ανατροπή που ανεδείχθηκε ως πραγματική δυνατότητα στις 6 Μάη;
Πολύ συνοπτικά θα έλεγα ότι εδώ έπαιξαν ρόλο δύο παράγοντες. Κατ'αρχήν, η απορριπτική στάση του ΚΚΕ και σε ένα μικρότερο βαθμό – λόγω μεγέθους – της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην πρόταση του Συριζα για κυβέρνηση της Αριστεράς. Επειδή αυτή ακριβώς η πρόταση έπαιξε ένα καταλυτικό ρόλο στη δυναμική του Συριζα μέχρι τις 6 Μάη, η παράδοξη, για μια εκτινασσόμενη δύναμη, απομόνωση του Συριζα από τις υπόλοιπες αριστερές δυνάμεις έπληττε την αξιοπιστία του όλου εγχειρήματος. Για να το πούμε πιο απλά, ήταν διάχυτη, και σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένη, η εντύπωση ότι το μνημονιακό μπλοκ διέθετε περισσότερες εφεδρείες από έναν Συριζα που ακόμη και με την πρωτιά θα είχε να αντιμετωπίσει εξαιρετικά δύσκολα εμπόδια για την συγκρότηση κυβέρνησης, με δεδομένη την έλλειψη αυτοδυναμίας. Βέβαια η αρνητική στάση αυτών των δυνάμεων τους κόστισε πολύ ακριβά, στις κάλπες και όχι μόνο, αλλά η ζημιά είχε γίνει. Οπως διδάσκει μια πλούσια ιστορική εμπειρία, η διάσπαση των αριστερών δυνάμεων δεν μπορεί παρά να οδηγεί σε αποτυχίες, ενίοτε και σε συντριπτικές ήττες.
Δεν μπορούμε όμως να ρίχνουμε την ευθύνη μόνο στους άλλους. Δεν ήταν όλα τέλεια στην εμφάνιση και την εκστρατεία του Συριζα. Θα σταθώ στο βασικό σημείο, που είναι, κατά τη γνώμη μου, η διγλωσσία που παρατηρήθηκε μετά τις 6 Μάη σχετικά με το απόλυτα θεμελιώδες ζήτημα της ακύρωσης του Μνημονίου. Οπως ξέρουμε όλη η στρατηγική του Συριζα βασίζεται σε αυτό το σημείο, που αποτελεί την «ιδρυτική πράξη της αριστεράς κυβέρνησης» όπως τόνισε κατ'επανάληψη ο Αλέξης Τσίπρας. Δημιουργήθηκε όμως η εντύπωση ότι σ'αυτό το κατ'εξοχήν κομβικό ζήτημα υπήρχε και μια άλλη άποψη, που απέφευγε τους όρους «ακύρωση» ή «καταγγελία» του Μνημονίου και που προέτασσε λογικές «επαναδιαπραγμάτευσης» και αναζήτησης «συναινετικών λύσεων» με τους δανειστές. Αυτό καλλιέργησε σύγχυση σε κοινωνικές δυνάμεις τις οποίες προσπαθήσαμε να καθησυχάσουμε υπονοώντας κατά στιγμές ότι τελικά δεν θα κάναμε και κάτι το τόσο διαφορετικά από τη «σταδιακή» και απολύτως εντός ευρωπαϊκού πλαισίου «απαγκίστρωση» από το Μνημόνιο που πρότεινε (υποτίθεται) η ΔΗΜΑΡ, η οποία μάλιστα εμφανιζόταν, λόγω της στάσης του ΚΚΕ, και ως ο μοναδικός δυνάμει σύμμαχος σε περίπτωση πρωτιάς στις κάλπες.
Ναι αλλά υπήρχε η τρομακτική πίεση, ή μάλλον τρομοκρατία, που ασκούσε όλο το αντίπαλο στρατόπεδο με το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή», ή μάλλον με την εξίσωση «καταγγελία του Μνημονίου = δραχμή και καταστροφή», στο οποίο μάλιστα έδιναν αξιοπιστία οι διαρκείς παρεμβάσεις των Ευρωπαίων.
Σύμφωνοι, αλλά η εμπειρία δείχνει ότι αν αναδιπλώνεσαι - ή έστω δίνεις την εντύπωση πως αναδιπλώνεσαι - όχι σε κάτι δευτερεύων αλλά στο ουσιώδες, τότε εμφανίζεσαι σαν να φοβάσαι εσύ ο ίδιος, και, κατά συνέπεια, σαν να νομιμοποιείς το φόβο που προσπαθεί να σπείρει ο αντίπαλος. Για να το πούμε διαφορετικά, αμφιταλαντευόμενος, αποθαρρύνεις τους πιο αποφασισμένους ενώ ταυτόχρονα δεν πείθεις αυτούς που όντως έχουν υποκύψει στο φόβο, και που, σε κάθε περίπτωση, θα προτιμήσουν μια λύση μικρότερου ρίσκου, ή τουλάχιστον εμφανιζόμενη ως τέτοια. Το βασικό πρόβλημα πίσω από όλα αυτά ήταν βέβαια ο βαθμός αποδοχής της σύγκρουσης με τις δυνάμεις της τρόϊκας στην οποία οδηγούσε αναπόφευκτα ο στόχος της ακύρωσης του Μνημονίου με νομοθέτημα (ή σειρά νομοθετημάτων) της Βουλής.
Πιστεύω βαθειά πως αυτό που περίμενε ο κόσμος να ακούσει με πιο σαφή ίσως τρόπο απ'ότι λέχθηκε από την πλευρά μας είναι ότι στο βασικό του στόχο ο Συριζα δεν θα καμφθεί, ότι δεν θα κάνει πίσω με τίποτε, και ότι χάρη στη λαϊκή στήριξη και κινητοποίηση είναι σε θέση να αντιμετωπίσει όλα τα ενδοχόμενα, ακόμη και τη διακοπή της χρηματοδότησης ή την μη-παροχή αρκετής ρευστότητας από τη ΕΚΤ. Υπάρχουν εδώ μια σειρά θέματα που απαιτούν προγραμματική αποσαφήνιση και εμβάθυνση, όπως για παράδειγμα αυτό ενός σχεδίου Β σε περίπτωση αντιποίνων από την πλευρά των πιστωτών και της τρόϊκας.
Τι είδους αντιπολίτευση πρέπει κατά τη γνώμη σου να ασκήσει ο Συριζα;
Ο Συριζα βρίσκεται προφανώς αντιμέτωπος με μια εντελώς καινούργια κατάσταση και αναλαμβάνει πραγματικά ιστορικές ευθύνες. Αποτελεί πλεόν τον κορμό των αντι-μνημονιακών δυνάμεων και εκφράζει ένα βαθύ λαϊκό ρεύμα, καρπός των κοσμογονικών εμπειριών της ελληνικής κοινωνίας στην τελευταία περίοδο. Είναι επίσης προφανές ότι αποτελεί επείγουσα ανάγκη να αρχίσει να γεφυρώνεται το χάσμα ανάμεσα στην εκρηκτικά διευρυμένη εκλογική βάση του Σύριζα και την οργανωτική του πραγματικότητα. Αυτό προϋποθέτει πρωτοβουλίες σε τουλάχιστον τρεις κατευθύνσιες: τολμηρό άνοιγμα στο εργατικό και λαϊκό στοιχείο που αποτελεί πλέον το βασικό του στήριγμα, βήματα στην κατεύθυνση ενιοποίησής του και πειραματισμούς σε νέες και συμμετοχικές μορφές οργάνωσης.
Θα ήθελα όμως σ'αυτό το σημείο να τονίσω το εξής. Αμεσος στόχος του Συριζα είναι ασφαλώς η ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών και η έξοδος από την κρίση σε όφελος των λαϊκών τάξεων. Μ'αυτήν την έννοια η αντιπολίτευση που θα ασκήσει δεν μπορεί παρά να είναι δομική, να εκφράζει μια αντίθεση συνολικού χαρακτήρα στο σύστημα. Και τούτο όχι με την επιπόλαιη έννοια ενός μαξιμαλισμού αλλά γιατί η ίδια η επίτευξη αυτού του φαινομενικά περιορισμένου και «μετριοπαθούς» στόχου απαιτεί σκληρή σύγκρουση και ανατροπή βασικών στοιχείων της σημερινής τάξης πραγμάτων.
Ολες εξ'άλλου οι μεγάλες διαδικασίες κοινωνικής αλλαγής, μηδέ της Οκτωβριανής Επανάστασης εξαιρουμένης, ξεκίνησαν από άμεσους, συγκεκριμένους και κατ'αρχήν «μετριοπαθείς» στόχους («Γη, Ψωμί, Ειρήνη»). Αυτό σημαίνει όμως ότι ο βαθύτερος στόχος του Συριζα δεν είναι από «αντιπολίτευση» να γίνει απλά «συμπολίτευση», αλλά, δια μέσου της κατάκτησης της κυβερνητικής εξουσίας, να αποτελέσει το όχημα ενός ηγεμονικού σχεδίου των κυριαρχούμενων τάξεων. Κι επειδή έχει γίνει κάποια κατάχρηση του όρου, που για πολλούς έχει φθάσει να σημαίνει μόνο την ανάδειξη σε πλειοψηφική δύναμη, θα πρέπει εδώ να θυμίσουμε το νόημά του όπως το όρισε η μαρξιστική παράδοση και ειδικότερα ο Γκράμσι.
Κατάκτηση της ηγεμονίας για ένα αναδυόμενο μπλοκ σημαίνει ανάδειξη των εργαζόμενων και λαϊκών τάξεων σε διευθυντική δύναμη της κοινωνίας, δημιουργία μιας νέας συλλογικής βούλησης ικανής να την οδηγήσει σε μια ριζικά άλλη κατεύθυνση.
Τι σημαίνει όμως κάτι τέτοιο πιο συγκεκριμένα;
Σημαίνει ότι για τον Σύριζα οι συγκεκριμένες οργανωτικές του πρακτικές και κατευθυντήριες γραμμές, δηλαδή η ενεργός παρουσία στους αγώνες με ταυτόχρονο σεβασμό στην αυτονομία των μαζικών κινημάτων, οι συμμετοχικές δημοκρατικές μορφές που άρχισαν ήδη να ανιχνεύονται μέσω των ανοιχτών συνελεύσεων, η δημιουργία σταθερών δεσμών με το εργατικό και λαϊκό στοιχείο, και φυσικά η ιδέα της ανάπτυξης των δικτύων αλληλεγγύης – που πατάει σε μια ήδη πλούσια εμπειρία – όλα αυτά δεν αποτελούν εργαλειακούς στόχους ή απλά τρόπους αντιμετώπισης επειγόντων αναγκών αλλά μορφές δράσης μέσα από τις οποίες οι κυριαρχούμενες τάξεις ενεργοποιούνται στον πολιτικό στίβο και αποκτούν σταδιακά την ικανότητα διεύθυνσης της κοινωνίας.
Από αυτήν την άποψη δεν θα πρέπει να ξεχνάμε το ειδικό βάρος που κατέχει το οργανωμένο εργατικό κίνημα, ειδικότερα στο συνδικαλιστικό επίπεδο, στη διαμόρφωση του συνολικού συσχετισμού δύναμης. Το συνδικαλιστικό κίνημα είναι σήμερα αντιμέτωπο με την τερράστια πρόκληση μιας γενικής ανασυγκρότησης, που θα θέσει τέρμα στα φαινόμενα γραφειοκρατικής σήψης που κυριάρχησαν την τελευταία περίοδο. Το συνδικαλιστικό κίνημα δεν αποτελεί βέβαια την αποκλειστική μορφή οργάνωσης και δραστηριοποίησης των κυριαρχούμενων τάξεων. Κανένα ηγεμονικό σχέδιο, με την έννοια που ορίσαμε παραπάνω, δεν μπορεί ωστόσο να προχωρήσει, και πολύ περισσότερο να αποβεί νικηφόρο, χωρίς την ικανότητα ενεργούς παρουσίας και παρέμβασης του κόσμου της μισθωτής εργασίας στους χώρους δουλειάς και γενικότερα στη σφαίρα της οικονομίας.
Για να το πούμε διαφορετικά η προοπτική της αριστερής ηγεμονίας παραπέμπει σε μια σειρά από σύνθετες διαδικασίες συλλογικής εκμάθησης και επεξεργασίας, παραγωγής μορφών οργάνωσης και οργανικής στελέχωσης που θέτουν με συγκεκριμένο τρόπο την ιδέα μιας συνολικά διαφορετικής οργάνωσης της κοινωνίας. Μιας «νέας τάξης» για να θυμηθούμε τον τίτλο της εφημερίδας – Ordine Nuovo – που ίδρυσαν στο Τορίνο ο Γκράμσι, ο Τολιάττι και οι σύντροφοί τους. Πρόκειται βέβαια για μια διαδικασία μακράς πνοής, που περνάει από μια ολόκληρη περίοδο ταξικών αναμετρήσεων και αλεπάλληλων ρήξεων, αλλά είναι η μόνη που μπορεί κατά τη γνώμη μου να αποτελέσει σήμερα το κόκκινο νήμα ενός ευρύτερου σχεδίου κοινωνικής αλλαγής με κατεύθυνση το σοσιαλισμό.
Πηγή: www.iskra.gr/