Η Χιλιανή Δεξιά πέτυχε μια μεγάλη νίκη. To 61,86% των Χιλιανών απέρριψε το νέο Σύνταγμα που σχεδίασε η Συντακτική Συνέλευση.
Ήταν το επιστέγασμα μιας ομοβροντίας επιθέσεων στο έργο της Συντακτικής που ξεκίνησε από την ανάληψη των καθηκόντων της και δεν σταμάτησε μέχρι τη μέρα του δημοψηφίσματος. Σε αυτή συντονίστηκαν τα μεγάλα ΜΜΕ. Τα έντυπα που ελέγχονται από δύο Ομίλους έδιναν τον τόνο, «τροφοδοτώντας» τη συζήτηση στα ραδιόφωνα, ενώ στις τηλεοράσεις η πρόσβαση των ανθρώπων που απάρτιζαν τη Συντακτική (άνθρωποι των κοινωνικών κινημάτων) ήταν δραματικά περιορισμένη. Στη σφαίρα του ίντερνετ εργαζόταν αδιάκοπα η σκληρή Δεξιά.
Υπήρξε ένα πλούσιο μενού επιθέσεων για όλα τα γούστα. Οι πιο σοβαροφανείς, «τεχνικές» κριτικές που αφορούσαν το «χαοτικό» της διαδικασίας, τον «ερασιτεχνισμό» των αντιπροσώπων, την υπερβολικά μεγάλη έκταση και την «θολούρα» του κειμένου κ.ο.κ. Τα κραγμένα fake news στο ίντερνετ υποκινούσαν τον πανικό -για αλλαγή της σημαίας, του ονόματος και του εθνικού ύμνου της χώρας, για την πλήρη κατάργηση κάθε ατομικής ιδιοκτησίας (σπίτια!), για την έκτρωση «στον ένατο μήνα». Και η πιο σοφιστικέ παραπληροφόρηση των mainstream Μέσων, με τις μισές αλήθειες, αναλάμβανε να προσφέρει «ερμηνείες» υπαρκτών προβλέψεων του νέου Συντάγματος, όπου το δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα σήμαινε «απώλεια των αποταμιεύσεων του ασφαλισμένου», η προστασία του νερού ως δημόσιου αγαθού σήμαινε ότι θα «κυνηγιούνται οι μικροπωλητές εμφιαλωμένου» κ.ο.κ.
Όλα αυτά διεύρυναν την εκλογική βάση του «ΟΧΙ», που εκκινούσε από ένα συμπαγές συντηρητικό μπλοκ (νεοφιλελεύθερο οικονομικά, ενάντια σε κάθε παραχώρηση στους Μαπούτσε, ενάντια στις εκτρώσεις) που είχε ήδη ανασυνταχτεί ως κοινωνική δύναμη «αντι-εξέγερσης» και εκφράστηκε με τη μαζική στήριξη στον ακροδεξιό Καστ στις πολωμένες προεδρικές εκλογές. Στο πλευρό του βρέθηκε αυτή τη φορά και το πολιτικοκοινωνικό «κέντρο». Όσοι κι όσες δήλωναν ότι το κείμενο «πάει υπερβολικά προς τη μία πλευρά» (αριστερά). Αυτός ο χώρος έδρασε γύρω από την επιδραστική καμπάνια Amarillos por Chile («Κίτρινοι για τη Χιλή»). Χρησιμοποιώντας το χρώμα της πολιτικής ουδετερότητας και της ταξικής συνεργασίας, οι amarillos έκαναν σημαία το «ναι, αλλά όχι κι έτσι». Διαφοροποιούνταν από τις συντηρητικές κραυγές υπεράσπισης του πινοσετικού συντάγματος, δήλωναν την συμφωνία τους στην ανάγκη νέου συντάγματος, αλλά τη διαφωνία τους με το «εξτρεμιστικό» κείμενο που παρουσιάστηκε προς ψήφιση.
Πλέον συνυπάρχει η λαϊκή εντολή υπέρ ενός νέου συντάγματος με αυτήν της απόρριψης του κειμένου που θα το αντικαθιστούσε. Ο Μπόριτς έχει αναγγείλει μια «επανεκκίνηση» της συντακτικής διαδικασίας. Η μέθοδος (Εκλογή νέας Συντακτικής; Επανεκκίνηση του έργου της υπαρκτής; Νέο σύνταγμα από τη Βουλή;) μένει να φανεί. Η νέα διαδικασία ξεκινάει σίγουρα από χειρότερη βάση. Το γενικό καλλιεργούμενο κλίμα ότι απορρίφθηκε ένα «πολύ προοδευτικό» σύνταγμα, η δεδομένη από χρόνια προδιάθεση του Μπόριτς προς τους συμβιβασμούς και η μεγάλη πολιτική νίκη της Δεξιάς, ρίχνουν τη σκιά τους πάνω από την επόμενη μέρα της «συντακτικής διαδικασίας».
Η μεγάλη συζήτηση που συνδέεται με έναν βαθύτερο απολογισμό του αποτελέσματος (πέρα από αυτά που έκανε ο αντίπαλος για να νικήσει) και ξεπερνά το ζήτημα του συντάγματος, θα μας απασχολήσει σε επόμενη αρθρογραφία.