νέα από τον κόσμο
Κούβα
Το 66% των Κουβανών απάντησε θετικά στο ερώτημα «συμφωνείτε με το νέο οικογενειακό κώδικα;», κατοχυρώνοντας το δικαίωμα στον ομόφυλο γάμο όπως και στην τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια. Υπήρξε μια σημαντική κατάκτηση για την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα στην Κούβα, που ακολουθεί την ευρύτερη τάση διεύρυνσης των νομικών δικαιωμάτων στην Λατινική Αμερική. Όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις (βλ. πχ δημοψήφισμα για εκτρώσεις στην Ιρλανδία), προκύπτει το ζήτημα ότι τα δικαιώματα μειονοτήτων δεν μπορεί να γίνονται αντικείμενο δημοψηφίσματος. Αλλά οι νίκες σε αυτά προκαλούν μια έξτρα χαρά όχι μόνο για την κατάκτηση των δικαιωμάτων, αλλά και ως «δείκτες» των κοινωνικών αντιλήψεων. Είχε προηγηθεί η καμπάνια ΛΟΑΤΚΙ οργανώσεων το 2017-18 για αλλαγή του συντάγματος (που απαγόρευε τον ομόφυλο γάμο, προβλέποντας ότι ο γάμος είναι «εθελοντική ένωση άντρα και γυναίκας»). Αυτή κατέληξε -τότε- σε «ισοπαλία», καθώς δεν πέρασε η πρόταση για περιγραφή του γάμου ως «εθελοντική ένωση μεταξύ δύο ατόμων» και έμεινε τελικά μια αφηρημένη περιγραφή του γάμου, αφήνοντας στο νομοθέτη να ορίσει ότι το περιεχόμενό του -κάτι που «έσπαγε» τον κορσέ της ρητής απαγόρευσης, αλλά δεν «νομιμοποιούσε». Ακολούθησε η συγκρότηση του νέου οικογενειακού κώδικα και το δημοψήφισμα. Μετά τη νίκη του «ΝΑΙ», ο πρόεδρος της Κούβας, Μιγκέλ Ντίαζ Κανέλ, έκανε λόγο για «αποπληρωμή ενός χρέους σε πολλές γενιές Κουβανών αντρών και γυναικών…». Πράγματι. Το «χρέος» υπήρξε ιδιαίτερα βαρύ σε μια χώρα της οποίας το παρελθόν επέτρεπε σε 5 Εκκλησίες να εκδώσουν ανακοίνωση όπου ισχυρίζονταν ότι τα δικαίωματα των ομόφυλων ζευγαριών είναι… «ενάντια στο πνεύμα της κομμουνιστικής επανάστασης»! Οι δεξιοί αντικαθεστωτικοί κύκλοι σκούζουν που το καθεστώς θα «βελτιώσει την εικόνα του». Το οποίο οδηγεί σε ένα χρήσιμο γενικότερα συμπέρασμα για όσους (δεξιά και αριστερά) κατά καιρούς σπεύδουν να υπερασπιστούν ή να υποβαθμίσουν αντιδραστικές πολιτικές, με το μοτίβο «μα αυτά τα λένε και οι εχθροί». Ένας καλός τρόπος να μην «τα λένε αυτά οι εχθροί», είναι να μην τους δίνεται δικαίωμα να τα πουν…
Ελβετία
Από την Ελβετία έρχονται νέα με την αρνητική όψη των δημοψηφισματικών επιλογών. Με οριακή πλειοψηφία 50,55%, εγκρίθηκε η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης των γυναικών από τα 64 στα 65. Βέβαια το 63% των γυναικών, η πλειοψηφία στις ηλικίες 35-64 και τα πιο χαμηλά εισοδήματα ψήφισαν κατά της αλλαγής. Με τα λόγια μιας Ελβετής συνδικαλίστριας-φεμινίστριας, «μια πλειοψηφία ανδρών, συνταξιούχων και πιο εύπορων μας επέβαλλαν την αλλαγή». Είχε προηγηθεί μια τρομοκρατική καμπάνια περί κατάρρευσης του ασφαλιστικού συστήματος που θα υποχρεώσει -αν δεν αυξηθεί το όριο- σε περικοπή των συντάξεων. Όπως γράφει η συντρόφισσα, είναι φάρσα ο ισχυρισμός ότι «η χώρα με την υψηλότερη πληθυσμιακή πυκνότητα εκατομμυριούχων στον πλανήτη δεν έχει πόρους να χρηματοδοτήσει τα ταμεία». Αλλά όταν δεν διαφαίνεται ορατή η εναλλακτική -ότι είναι εφικτό να βάλουμε χέρι στους εκατομμυριούχους- κερδίζει η προσαρμογή στην (αυστηρά οριοθετημένη) «πραγματικότητα» των δύσκολων επιλογών. Όπως έγραφαν οι Ιταλοί σύντροφοι παραμονές των εκλογών εκεί -και όπως θα μπορούσαν να συνυπογράψουν οι Χιλιανοί σύντροφοι την επομένη της ήττας στο δημοψήφισμα για το νέο σύνταγμα- «χωρίς αγώνες, η συνείδηση διαμορφώνεται από τη μιντιακή και ιδεολογική προπαγάνδα». Από την Ελβετία έρχεται κι ένα άλλο μάθημα. Η «εξίσωση προς τα κάτω» (ή… «προς τα πάνω», όταν πρόκειται για τον εργάσιμο χρόνο) πάντα επιδεινώνει την κατάσταση για όλους. Με την ανακοίνωση του αποτελέσματος, που φέρνει (και) τις γυναίκες στα 65, η διευθύντρια μιας εργοδοτικής ένωσης «έριξε» την ιδέα της σύνταξης στα 66, ενώ μια αστική εφημερίδα διερωτήθηκε αν οι απόφοιτοι ανώτατης εκπαίδευσης (που θεωρητικά δεν κάνουν «σκληρές» εργασίες) θα μπορούσαν να εργάζονται ως τα… 70! Τόσο καλά…
Γαλλία
Στο Φεστιβάλ της Ουμανιτέ, ο γ.γ. του ΚΚΓ προχώρησε σε μια πολεμική αντιπαράθεση της «Αριστεράς της εργασίας» με την «Αριστερά των επιδομάτων». Ασφαλώς, μετά τον θόρυβο, ο Φαμπιάν Ρουσέλ, εξήγησε τα λεγόμενά του με αναφορές στο «στρατηγικό ορίζοντα», αυτόν της κατάργησης της ανεργίας. Μόνο που η συζήτηση εξελίσσεται καθώς ο Μακρόν ετοιμάζει επίθεση στα επιδόματα ανεργίας και η υπόλοιπη ριζοσπαστική Αριστερά οχυρώνεται γύρω από «μεταβατικά» αιτήματα (που φέρνουν πιο κοντά τον «στρατηγικό ορίζοντα») όπως η στήριξη των ανέργων, η γενίκευση των εγγυημένων εισοδημάτων, η δραστική μείωση του χρόνου εργασίας για να δουλεύουμε όλοι και να δουλεύουμε λιγότερο. Από την άλλη, μια ρητορική που εδράζεται στο ότι «ακούμε τους εργαζόμενους, που μας λένε ότι αυτοί [που πληρώνουν εισφορές] δουλεύουν σκληρά, ενώ οι άλλοι [που παίρνουν επιδόματα] δεν δουλεύουν» θυμίζει περισσότερο Αμερικανούς Ρεπουμπλικάνους να προσπαθούν να προκαλέσουν διάσπαση μέσα στην εργατική τάξη. Το ξαφνικό μένος του Ρουσέλ ενάντια στην «Αριστερά των επιδομάτων» μάλλον δεν είναι άσχετο με το διαχωρισμό του από την «Αριστερά κάποιων ριζοσπαστικοποιημένων νέων του περιθωρίου» (βλ. παρισινά προάστια και μη-λευκοί) και την ευρύτερη προσπάθεια να διαφοροποιηθεί (εκ δεξιών) από την Ανυπότακτη Γαλλία (που «ανεβάζει» την απαίτηση για διάφορες μορφές μόνιμης επιδοματικής στήριξης -των ανέργων, των νέων κλπ- μαζί με την αύξηση των μισθών). Στο δρόμο αυτό, ο Ρουσέλ σάλπισε αποχαιρετισμό ακόμα και στον Αμπρουάζ Κρουαζά, τον κομμουνιστή υπουργό Εργασίας της κυβέρνησης Ντε Γκωλ που ως αρχιτέκτονας του κώδικα του 1945, έγραφε στο προοίμιό του ότι η κοινωνική-επιδοματική στήριξη είναι «η εγγύηση που δίνεται σε όλους ότι σε κάθε περίσταση θα έχουν τα αναγκαία μέσα να διασφαλίσουν την ύπαρξή τους και αυτή των οικογενειών τους σε αξιοπρεπείς συνθήκες… Ανταποκρίνεται στην ανάγκη να απαλλάξουμε τους εργάτες από την αβεβαιότητα του αύριο…». Ένα άρθρο του NPA (από το οποίο αντλήσαμε και την εύστοχη αναφορά στον Κρουαζά) καταλήγει ως εξής: «Δεν είναι τα κοινωνικά δικαιώματα που παράγουν δυσπιστία και εχθρότητα μεταξύ των εργαζομένων. Αντίθετα είναι το γεγονός ότι αυτά τα δικαιώματα δεν είναι για όλους και περιορίζονται διαρκώς, δημιουργώντας την αίσθηση ότι “είναι πάντα για τους άλλους, ποτέ για μένα”. Οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι τα λαϊκά στρώματα καλούνται να συνεισφέρουν όλο και περισσότερο σε σχέση με τους εργοδότες». Από αυτά θα όφειλε να ξεκινά μια κομμουνιστική κριτική…