Η στέγη είναι καθολικό κοινωνικό  δικαίωμα

Φωτογραφία

Στεγαστική κρίση και κυβερνητικό πρόγραμμα κοινωνικής στέγης
 

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Χρήστος Σταυρακάκης

Το πρόβλημα της στεγαστικής κρίσης πλέον δεν μπορεί να κρύβεται κάτω από το χαλί. Οι εξωφρενικές αυξήσεις των ενοικίων σε συνδυασμό με την ακρίβεια, τον πληθωρισμό που συνεχώς ανεβαίνει αλλά και το αυξημένο κόστος των λογαριασμών του ρεύματος, το «να βγει ο μήνας» έχει μετατραπεί σε άθλο. Η συντήρηση ενός σπιτιού -και μάλιστα ενοικιαζόμενου- έχει καταστεί σχεδόν αδύνατη για την πλειοψηφία των ανθρώπων που ζουν από το μισθό τους. Σήμερα, το ένα τρίτο περίπου του πληθυσμού δαπανά περισσότερο από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος για ενοίκια και πάγια έξοδα της κατοικίας.
Οι εξαγγελίες και τα ψέμματα
Η κυβερνητική πολιτική κοινωνικής στέγης με το όνομα «Σπίτι μου» που παρουσιάστηκε το Σεπτέμβριο, υποτίθεται ότι προσπαθεί να δώσει απαντήσεις σε ένα πολύ σοβαρό και υπαρκτό πρόβλημα. Τα βασικά σημεία του κυβερνητικού σχεδίου για την αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης είναι: (1) χαμηλότοκα στεγαστικά δάνεια για νέους 25-39 ετών, (2) μαζική ανακαίνιση κενών κατοικιών, (3) αξιοποίηση ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου μέσω του θεσμού κοινωνικής αντιπαροχής, (4) επιδότηση για ενεργειακή αναβάθμιση ιδιοκατοικούμενης κατοικίας για νέους 18-39 ετών, (5) επιδότηση ανακαίνισης κατοικιών για μακροχρόνια μίσθωση, (6) δημιουργία νέων σύγχρονων φοιτητικών εστιών, (7) αύξηση φοιτητικού επιδόματος.
Τα χαμηλότοκα στεγαστικά δάνεια θα δίνονται κατά 3/4 από το δημόσιο και κατά 1/4 από τις τράπεζες και υπολογίζεται ότι μπορεί να ωφελήσει 137.000 ωφελούμενους, για αγορά κατοικίας μέχρι 100.000€ η οποία να έχει κατασκευαστεί μέχρι το 2007 και να έχει μέγεθος μέχρι 120τ.μ. Σύμφωνα με τις τρέχουσες τιμές στην αγορά ακινήτων αυτά τα ποσά δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, όταν για παράδειγμα στο κέντρο της Αθήνας η μέση τιμή είναι 1700€/τ.μ., σύμφωνα με το δείκτη τιμών που μπορεί κανείς εύκολα να βρει στο spitogatos.gr. Αντίστοιχες είναι οι τιμές και στα υπόλοιπα αστικά κέντρα.
Άρα, οι δικαιούχοι θα μπορέσουν να αποκτήσουν κάποιο σπίτι το οποίο μετά βίας θα είναι 50-60 τ.μ. και θα είναι σίγουρα αρκετά παλιό, το οποίο σημαίνει ότι θα χρειάζεται και επιπλέον εργασίες αναβάθμισης, με κύρια την ενεργειακή. Σύμφωνα με τα στοιχεία από το ΥΠΕΝ περίπου οι μισές κατοικίες στην Ελλάδα έχουν κατασκευαστεί πριν το 1980 και δε διαθέτουν καθόλου θερμομόνωση. Επιπλέον, σύμφωνα με τις κυβερνητικές δηλώσεις τα στεγαστικά αυτά δάνεια θα μπορούν να αποπληρώνται με μηνιαίες δόσεις της τάξης των 280€. Κάνοντας τους υπολογισμούς αυτό σημαίνει ότι η διάρκεια αποπληρωμής του δανείου -και άρα η οριστική απόκτηση της κατοικίας- αγγίζει τα 30 χρόνια. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι έχουν μισθούς εώς 800 ευρώ και οι μισοί από αυτούς αμοίβονται με μισθό εώς 500€. Συνεπώς ακόμα και αυτά τα χαμηλότοκα δάνεια θα μπορούν να εξυπηρετηθούν με μεγάλη δυσκολία από την πλειοψηφία των εργαζομένων.
Η λεγόμενη μαζική ανακαίνιση κενών κατοικιών οι οποίες θα διατεθούν για τα επόμενα 5 χρόνια για μακροχρόνια μίσθωση, αφορά μόλις 4000 κατοικίες σε όλη την επικράτεια. Άρα σίγουρα δεν είναι μαζική και σίγουρα είναι πολύ κατώτερη των αναγκών που υπάρχουν. Κοροϊδία αποτελεί επίσης η ανακοίνωση της κυβέρνησης για τη διάθεση 100 (!) ακινήτων (70 στην Αθήνα και 30 στη Θεσσαλονίκη) για κοινωνική κατοικία με ωφελούμενους τα «πολύ ευάλωτα κοινωνικά στρώματα», σύμφωνα με τις κυβερνητικές εξαγγελίες.
Ο θεσμός της κοινωνικής αντιπαροχής που παρουσίασε η κυβέρνηση, θα δώσει χωρίς αντίτιμο οικόπεδα που ανήκουν στο δημόσιο για την κατασκευή κατοικιών από ιδιώτες, με τη δέσμευση ότι οι μισές θα έχουν πολύ χαμηλά ενοίκια. Οι μόνοι που μπορούν αναλάβουν τέτοια έργα είναι μεγάλες μεσιτικές εταιρείες και μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες οι οποίες δεν πρόκειται να τα αναλάβουν πραγματικά χωρίς να έχουν σημαντικά κέρδη. Μόνο το δημόσιο θα μπορούσε να αναλάβει και να υλοποιήσει ένα τέτοιο σχέδιο και όχι οι εργολάβοι και οι κατασκευαστικές εταιρείες, αφήνοντας στο έλεος της αγοράς το ζήτημα ανοικοδόμησης σύγχρονων και φθηνών κατοικιών.
Το άλλο αγκάθι που η κυβέρνηση θέλει να λύσει με τη βοήθεια της αγοράς, είναι αυτό της φοιτητικής στέγης. Στη σημερινή συγκυρία η διατήρηση ενός σπιτιού για φοιτητές/τριες που δε σπουδάζουν στην πόλη τους είναι οικονομικά αδύνατον για την πλειοψηφία των φοιτητών/τριών ενώ η κατάσταση των περισσότερων εστιών είναι κακή και η διαθεσιμότητά τους περιορισμένη. Η κατασκευή νέων φοιτητικών εστιών είναι απαραίτητη αλλά όχι με τους όρους που βάζει η κυβέρνηση. Ήδη διαρρέει ότι οι νέες εστίες θα γίνουν μέσω ΣΔΙΤ ενώ έχει ακουστεί και η «ιδέα» του χαμηλού ενοικίου (πόσο χαμηλό άραγε;), αποκλείοντας επί τις ουσίας δεκάδες χιλιάδες φοιτητές από την πρόσβαση σε φοιτητικές εστίες. Όσο για την αύξηση κατά 50% του φοιτητικού επιδόματος, από τα 1.000€ στα 1.500€ το χρόνο, δε φτάνουν ούτε για τις ανάγκες σε αναλώσιμα που έχουν οι φοιτητές/τριες.
Τι δεν κάνει η κυβέρνηση
Υπάρχουν και ενέργειες που η κυβέρνηση επιλέγει να μην κάνει και που θα μπορούσαν συνδυαστικά να έχουν άμεσα και πρακτικά αποτελέσματα στο ζήτημα της στεγαστικής κρίσης. 
Όταν η αγορά σπρώχνει τις τιμές των ενοικίων διαρκώς προς τα πάνω, αυξάνοντας τη στεγαστική επισφάλεια, μόνο το δημόσιο έχει την επιλογή να βάλει ένα πλαφόν στα ενοίκια για να υπάρξει πραγματικά οικονομικά προσιτή κατοικία. Ένα τέτοιο πλαφόν θα μπορούσε να προσδιοριστεί καταρχήν σε σχέση με τους μισθούς, την κατάσταση της ενοικιαζόμενης κατοικίας (ενεργειακή κλάση, έτος κατασκευής κλπ) έτσι ώστε σε καμία περίπτωση να μην ξεπερνάει η μηνιαία δαπάνη για τη στέγη (συμπεριλαμβανομένων των πάγιων εξόδων) το ένα τρίτο του μηνιαίου εισοδήματος. Εάν αυτό μπορούσε να συνδυαστεί με μία μεγάλης κλίμακας δημόσια επένδυση για την αξιοποίηση των υπαρχόντων κατοικιών (κάτι που δεν καλύπτεται από τις 4000 ανακαινίσεις κατοικιών όπου  μόνο το 40% περίπου θα χρηματοδοτείται από το δημόσιο) αλλά και για την αξιοποίηση εκτάσεων και ακινήτων που ανήκουν στο δημόσιο για τη δημιουργία κοινωνικής κατοικίας, με την παράλληλη επαναδημιουργία των αντίστοιχων θεσμών, όπως ήταν ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας.
Είναι ευρέως γνωστό πλέον, πώς η ανεξέλεγκτη τουριστικοποίηση των αστικών κέντρων και των καλοκαιρινών τουριστικών προορισμών οδηγεί σε αύξηση των ενοικίων. Ειδικότερα, η ραγδαία ανάπτυξη της βραχυχρόνιας μίσθωσης, τύπου airbnb, στα αστικά κέντρα οδηγεί αφενός στην αύξηση των ενοικίων και αφετέρου στη μείωση των διαθέσιμων κατοικιών για μακροχρόνια μίσθωση. Η κυβέρνηση επιλέγει να μην κάνει την παραμικρή ρύθμιση για τον περιορισμό της βραχυχρόνιας μίσθωσης, υποτίθεται λόγω της αστάθειας του συγκεκριμένου τομέα της αγοράς. Όμως, όταν δεν ελέγχεται μία βασική παράμετρος που έχει οδηγήσει τα ενοίκια στα ύψη, δεν μπορεί κανείς να ελπίσει στην αυτορύθμιση της αγοράς, ώστε τα ενοίκια να έρθουν σε επίπεδα που η κατοικία θα είναι προσιτή οικονομικά.
Ακόμα και η κυβερνητική εξαγγελία για την αλλαγή των όρων χορήγησης της Golden Visa, με αύξηση του επενδυτικού ορίου από 250.000€ σε 500.000€, δεν απαντάει στο πρόβλημα της μαζικής μεταφοράς ιδιοκτησιών σε ξένους επενδυτές. Αυτή η μαζική μεταφορά ακινήτων σε διεθνή επενδυτικά σχήματα που αποσκοπούν στην άντληση κέρδους από αυτές τις επενδύσεις (και άρα θα στραφούν κατά προτίμηση στην τουριστική αξιοποίηση των ακινήτων) συρρικνώνει τη διαθεσιμότητα κατοικιών για μακροχρόνια μίσθωση. Η Golden Visa απευθύνεται σε μεγάλα επενδυτικά κεφάλαια, που μπορούν να επενδύσουν και μεγαλύτερα ποσά αν βλέπουν ότι μπορούν αυτές οι επενδύσεις να είναι κερδοφόρες και χωρίς κανέναν άλλο περιορισμό, η αύξηση απλά του ορίου, πολύ πιθανόν να μη σημαίνει τίποτα.
Πραγματική δημόσια 
πολιτική για την στέγη

Το πρόγραμμα «Σπίτι μου» δεν είναι παρά μία δέσμη ημίμετρων που δεν απαντάει στο στεγαστικό πρόβλημα σήμερα, ενώ στην πραγματικότητα απευθύνεται σε πολύ λιγότερους ανθρώπους από ό,τι ισχυρίζεται, εάν συνυπολογίσουμε το αυξημένο κόστος διαβίωσης. Ακόμα και οι λίγοι που θα μπορέσουν να ωφεληθούν θα βρεθούν δέσμιοι στεγαστικών δανείων απέναντι σε τράπεζες και δημόσιο για δύο και τρεις δεκαετίες. 
Απούσας οποιασδήποτε διαδικασίας ελέγχου των τιμών των ενοικίων αλλά και μιας πολιτικής που θα έβαζε φρένο στην ακρίβεια και τον πληθωρισμό, δεν υπάρχει καμία προοπτική να αλλάξει ριζικά το τοπίο στο ζήτημα του κόστους της κατοικίας. Η πολιτική της κυβέρνησης περισσότερο έχει έναν «επιδοματικό» και προεκλογικό χαρακτήρα, καθώς βαδίζουμε σε μία εκλογική χρονιά. Την ίδια στιγμή ανοίγονται πολλές ευκαιρίες στις τράπεζες, στις εταιρείς real estate αλλά και σε κατασκευαστικές εταιρείες να αξιοποιήσουν τις συγκεκριμένες πολιτικές προς όφελός τους, κάνοντας τη στεγαστική κρίση ευκαιρία για τα κέρδη τους.
Ο μόνος δρόμος για την αντιμετώπιση της στεγαστικής κρίσης, που αποκτάει χαρακτηριστικά βραδυφλεγούς βόμβας, είναι μια πολιτική μαζικών δημόσιων επενδύσεων που θα μπορέσει να βάλει όρους στην αγορά ακινήτων και να δημιουργήσει τους όρους ώστε η αγορά και ενοικίαση κατοικίας να είναι οικονομικά προσιτή και να μην είναι η στέγη διακύβευμα στο πρώτο τέταρτο του εικοστού πρώτου αιώνα, αλλά θεμελιώδες κατοχυρωμένο κοινωνικό δικαίωμα. Για την υλοποίηση αυτής της πολιτικής χρειάζονται πολιτικές και οικονομικές τομές, που θα πάρουν τους αναγκαίους πόρους φορολογόντας τα κέρδη, το κεφάλαιο και τις τράπεζες και θα τους κατευθύνουν στην εξυπηρέτηση των αναγκών της κοινωνίας. 

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία