Είναι γενική η παραδοχή ότι έρχεται ένας «δύσκολος χειμώνας», με την κυριολεκτική έννοια του όρου.
Όμως η διαπίστωση ισχύει και γενικότερα και πιο μεταφορικά. Ο κόσμος βαδίζει (ή βρίσκεται ήδη) σε μια «βαρυχειμωνιά» πολεμικών απειλών, φτώχειας, οικονομικής και κλιματικής κρίσης.
Οι περιπέτειες και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο βρετανικός καπιταλισμός προειδοποιούν για την αστάθεια που χαρακτηρίζει την παγκόσμια οικονομία. Όταν τα οικονομικά μέτρα μιας συντηρητικής κυβέρνησης χώρας του G7 (!) βρίσκονται στο επίκεντρο της «αναστάτωσης στις αγορές» και προκαλούν αυστηρές συστάσεις από το ΔΝΤ, γίνεται σαφές ότι στα αστικά επιτελεία επικρατεί νευρικότητα για την «επόμενη μέρα» όπως και προβληματισμός για τον «δρόμο προς τα μπρος». Το ένα πράγμα για το οποίο υπάρχει βεβαιότητα στα επιτελεία είναι ότι τα σπασμένα θα κληθούν να πληρώσουν οι «από κάτω», διαφωνώντας μόνο στις «δοσολογίες» του μίγματος πολιτικής.
Μαζί με την απειλή της επιδείνωσης της λιτότητας, η Ευρώπη παραμένει αντιμέτωπη με την απειλή ενός καταστροφικού πολέμου. Η απόπειρα του Πούτιν για ρελάνς στις πρόσφατες στρατιωτικές ήττες –με την προσάρτηση των κατεχόμενων εδαφών στην Ουκρανία και την στρατιωτική κινητοποίηση στη Ρωσία– συνοδεύτηκε από την επιστροφή της ανταλλαγής απειλών και προειδοποιήσεων για χρήση πυρηνικών. Εν τω μεταξύ, στο φόντο της ενεργειακής αναστάτωσης, οι πετρελαιάδες και οι μεγάλες εξορυκτικές στήνουν πάρτι, καθώς πάνε περίπατο στην πράξη ακόμα και οι δειλοί κι ανεπαρκείς «στόχοι για το κλίμα», με αποτέλεσμα να επιταχύνεται ακόμα περισσότερο μια απειλή φαινομένων και καταστροφών μπροστά στα οποία τα σημερινά προβλήματα θα δείχνουν βόλτα στο πάρκο.
Σε αυτόν τον σκληρό κόσμο, στερήσεων, μετακινήσεων πληθυσμών, πολεμικών προετοιμασιών, κοινωνικής αναστάτωσης, ενισχύεται ο αυταρχισμός, η κλιμάκωση των ρατσιστικών πολιτικών, ο μιλιταρισμός, η επίθεση στα γυναικεία δικαιώματα (με την αναβάθμιση της «παραδοσιακής οικογένειας» ως «θεμέλιο της κοινωνικής σταθερότητας»). Και σε αυτό το περιβάλλον, ενισχύονται οι προοπτικές της ακροδεξιάς –και μάλιστα των πιο ριζοσπαστικών κι επικίνδυνων εκδοχών της. Η πρωτιά των μεταφασιστών Φρατέλι Ντ’ Ιτάλια και η ανάληψη της πρωθυπουργίας από την Μελόνι, όπως και η ανθεκτικότητα του νεοφασίστα Μπολσονάρο απέναντι στον Λούλα, είναι σκληρές προειδοποιήσεις.
Στην Ελλάδα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με όλες αυτές τις προκλήσεις –και κάποιες από αυτές σε παροξυμμένη μορφή. Η διεθνής οικονομική επιδείνωση μπορεί να έχει άλλης κλίμακας επιπτώσεις σε μια οικονομία που αποτέλεσε «αδύναμο κρίκο» κατά την προηγούμενη μεγάλη κρίση στην Ευρώπη. Η καθημερινή δυστυχία και μιζέρια που επιφυλάσσουν οι άρχοντες στους «από κάτω» σε όλη την Ευρώπη, έρχεται εδώ να προστεθεί σε έναν πληθυσμό που έχει υποστεί μια 10ετία σκληρής λιτότητας, περικοπών, πίεσης στους μισθούς και τις συντάξεις, υψηλής ανεργίας. Στον ενδοαστικό διάλογο για το «μίγμα» και τις «δοσολογίες», η κυβέρνηση Μητσοτάκη στέκεται στο δεξιό ούλτρα-νεοφιλελεύθερο άκρο –και ο πρωθυπουργός από το βήμα της ΔΕΘ απευθύνθηκε προνομιακά στην τάξη των καπιταλιστών, για να της υπενθυμίσει πόσο αφοσιωμένος υπήρξε (και θα συνεχίσει να είναι) στη μονομερή εξυπηρέτηση των συμφερόντων της. Το «κοινωνικό ζήτημα» έχει αποκτήσει πολλαπλές διαστάσεις: Η καθήλωση των μισθών σε συνθήκες μεγάλης πληθωριστικής πίεσης, συνυπάρχει με τον καλπασμό των τιμών της ενέργειας αλλά και των ενοικίων –στο βαθμό που τα στοιχειώδη της επιβίωσης (εξασφάλιση και συντήρηση στέγης) τίθενται υπό αμφισβήτηση.
Η κυβέρνηση επιχειρεί να αντιμετωπίσει την πολιτική κρίση που κυοφορεί η κοινωνική, επενδύοντας στην καταστολή και το ρατσισμό. Η απόπειρα εγκατάστασης της ΟΠΠΙ στα πανεπιστήμια, που φάνηκε ότι για να επιβληθεί θα χρειαστεί και ΜΑΤ στα πανεπιστήμια, η προσπάθεια να υποστηριχθεί και πολιτικά-ιδεολογικά η ρατσιστική αγριότητα στο Αιγαίο και στον Έβρο με τη δυσφήμιση των προσφύγων/μεταναστών ως «υβριδική απειλή» και των υποστηρικτών τους ως «υποκινούμενους από τα ξένα κέντρα», είναι ενδεικτικά και ανησυχητικά σημάδια για το πώς σκοπεύει να βαδίσει ο Μητσοτάκης στο ναρκοθετημένο τοπίο μπροστά τους.
Ακόμα πιο επικίνδυνα είναι τα πράγματα όσον αφορά την πολεμική απειλή. Πλάι στους γενικότερους κινδύνους διεθνώς, στο φόντο της όξυνσης των ανταγωνισμών μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων, σε αυτή τη γωνιά του κόσμου αντιμετωπίζουμε μια πολύ πιο άμεση, συγκεκριμένη και «χειροπιαστή» απειλή απέναντι στην οποία οφείλουμε να σταθούμε: Η διαρκής όξυνση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού έχει φτάσει στο σημείο που ένα «θερμό επεισόδιο» (που κανείς δεν ξέρει αν θα περιοριστεί) αποτελεί θέμα δημόσιας συζήτησης στα τηλεοπτικά πάνελ και στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων.
Απέναντι σε όλες αυτές τις προκλήσεις, η κοινοβουλευτική αντιπολίτευση έχει αποδειχθεί (επιεικώς) ανεπαρκής. Η παρουσία του Τσίπρα στην ΔΕΘ, όπου υποσχέθηκε… «ριζοσπαστικό ρεαλισμό» (!) και παρουσίασε ένα πρόγραμμα προσεκτικά «κοστολογημένο» (όσο και του Μητσοτάκη), είναι μια υπενθύμιση ότι δεν σκοπεύει να αμφισβητήσει το ασφυκτικό πλαίσιο. Οι ανατριχιαστικές προτάσεις για το προσφυγικό (με το ζόρι στα χωράφια ή απέλαση), η εθνικιστική πλειοδοσία στα ελληνοτουρκικά, συμπληρώνουν την θλιβερή εικόνα.
Για να σπάσει αυτή η καταθλιπτική συναίνεση και η μονοπώληση του δημόσιου διαλόγου από κοκορομαχίες για τα δευτερεύοντα, θα χρειαστεί η ανεξάρτητη παρέμβαση των ανθρώπων της εργασίας, η δυναμική παρουσία της κοινωνικής αντιπολίτευσης. Ευτυχώς η διεθνής εικόνα δεν φέρνει μόνο τα «σκοτάδια» που περιγράψαμε παραπάνω, αλλά και ελπιδοφόρα μηνύματα. Το εργατικό κίνημα στη Βρετανία ξεχωρίζει, καθώς συνεχίζει το «καλοκαίρι της δυσαρέσκειας» με ένα «απεργιακό φθινόπωρο» που θα κρατήσει πολύ, βγάζοντας «ειδήσεις» τουλάχιστον μέχρι και το Νοέμβρη. Στη Γαλλία και στην Ιταλία, παρά τις μεγάλες δυσκολίες, γίνονται τα πρώτα βήματα αναθέρμανσης της κινητοποίησης στους δρόμους, με κοινή την επίγνωση ότι απαιτούνται «γενικευμένες πρωτοβουλίες».
Η γενική απεργία στις 9 Νοέμβρη χρειάζεται να γίνει αντιληπτή από τις ακτιβίστριες της Αριστεράς και τους αγωνιστές του εργατικού κινήματος ως κομμάτι αυτής της «αλυσίδας» και ως πρώτο βήμα για την –αναγκαία και εδώ– γενικευμένη δράση. Ο χρόνος προετοιμασίας επιτρέπει να κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας για να πειστεί ο κόσμος της εργασίας «να κάνει το θυμό του δράση», όπως είναι το μότο και της συνδικαλιστικής-κινηματικής πρωτοβουλίας Enough Is Enough (Φτάνει Πια!) στη Βρετανία. Ταυτόχρονα, η γενική απεργία αποτελεί ευκαιρία -και οφείλει να γίνει κατανοητή ως τέτοια- να συγκλίνουν όλοι οι αγώνες (από την φοιτητική αντίσταση μέχρι και το φεμινιστικό κίνημα κ.ά.) γύρω από ένα «σταθμό».
Το πιο εμφατικό παράδειγμα έρχεται από την εξέγερση στο Ιράν, όπου ο ξεσηκωμός των γυναικών ενάντια στην καθημερινή καταπίεση ήρθε στο φόντο ενός απεργιακού κύματος ενάντια στη λιτότητα και την καταστολή –και σήμερα αποκτά χαρακτηριστικά γενικευμένης εξέγερσης, με τη συμμετοχή φοιτητικών οργανώσεων που κάνουν με τη σειρά τους εκκλήσεις στα εργατικά συνδικάτα (και βρίσκουν ανταπόκριση από κάποια), αναδεικνύοντας κοινά προβλήματα και βρίσκοντας συνθήματα κι αιτήματα που «μιλάνε» σε όλες κι όλους.
Με αντίστοιχη λογική και πρακτική οφείλουμε να κινηθούμε προς την 9η Νοέμβρη. Εξαντλώντας κάθε περιθώριο να παρουσιαστεί στους δρόμους η μέγιστη εφικτή ενότητα δυνάμεων και κινημάτων.