*τοποθέτηση εκ μέρους της ΔΕΑ στην εκδήλωση της Αντιπολεμικής Πρωτοβουλίας Οργανώσεων
Η συζήτηση για τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό στο σήμερα, οφείλει να ξεκινάει από την παραδοχή ότι ένας τέτοιος πόλεμος θα ήταν φύσει άδικος και καταστροφικός και για τους δύο λαούς. Ένας πόλεμος, από τον οποίο δεν έχουν να κερδίσουν απολύτως τίποτα οι εργατικές τάξεις στη μία και την άλλη πλευρά του Αιγαίου. Ξεκινώντας από αυτό, η οποιαδήποτε εμπλοκή των λαών με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε μία τέτοιου είδους αντιπαράθεση, πρέπει να αποτραπεί πάση θυσία και σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να παλέψουμε.
Η παραπάνω παραδοχή-αυτή του άδικου πολέμου, δεν προκύπτει μονάχα από την σκληρότητα και τις απώλειες που έχει ένας πόλεμος αλλά από την αντιπαράθεση που πραγματοποιείται τις τελευταίες δεκαετίες και διαμορφώνουν τις σημερινές συνθήκες. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, έχουν διαμορφωθεί στην περιοχή της ΝΑ Μεσογείου συνθήκες που αναδεικνύουν την Ελλάδα και την Τουρκία σε υπο-ιμπεριλιαστικές περιφερειακές δυνάμεις στην περιοχή, που παλεύουν διαρκώς για την ενίσχυση της θέσης τους στην περιοχή. Μάλιστα, η εισβολή στην Ουκρανία όξυνε τις ιμπεριαλιστικές αντιπαραθέσεις, τις οποίες και τα δύο κράτη αξιοποιούν για την ανάδειξη του ρόλου τους στην περιοχή (παραχώρηση λιμανιών, εξοπλιστικά κλπ.). Παρότι η Τουρκία αριθμητικά και σε επίπεδο εξοπλισμού υπερέχει της Ελλάδας, οι κυβερνήσεις όλων των τελευταίων χρόνων- ειδικά οι τελευταίες πατώντας πάνω στο δρόμο που χάραξε ο ΣΥΡΙΖΑ- πιστοί στα πολεμικά σχέδια του ΝΑΤΟ και με τις ευλογίες των διεθνών δολοφόνων όπως η Αμερική, το Ισραήλ κ.α., διεκδικεί ισχυρό ρόλο στην περιοχή.
Η εξέταση των ανταγωνισμών και πιο συγκεκριμένα ενδεχόμενων θερμών επεισοδίων ή κλιμακώσεων πρέπει να τοποθετείται στο παραπάνω κάδρο. Χωρίς να ξεχνάμε την πρόσφατη ιστορία της μεταξύ των δύο κρατών αντιπαράθεση και των πολιτικών που οδηγούν σε τέτοιου είδους επεισόδια, οφείλουμε να απαντάμε συγκεκριμένα απέναντι σε μία ενδεχόμενη κλιμάκωση. Ο ανταγωνισμός μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αποτελεί έναν μακροχρόνιο διαξιφισμό μεταξύ των δύο αρχουσών τάξεων κάθε φορά, άδικο και σε βάρος των δύο λαών. Η αποτροπή οποιασδήποτε τέτοιας κλιμάκωσης οφείλει να αποτελεί καθήκον της αριστεράς (στην κάθε χώρα) και η πολιτική δουλειά που χρειάζεται από πριν είναι προϋπόθεση σε αυτή την κατεύθυνση. Το συγκεκριμένο καθήκον για τη δική μας αριστερά, είναι η εναντίωση στη δική μας αστική τάξη και τις πολιτικές της στο εσωτερικό και το διεθνές πεδίο. Αποτελεί κρίσιμη μάχη, για την πραγματική και εδώ και τώρα αποτροπή οποιουδήποτε πολεμικού επεισοδίου στο μέλλον. Είναι η μόνη ουσιαστική πρόταση που μπορεί, πετυχαίνοντας νίκες, να δώσει το παράδειγμα στους συντρόφους-ες στην Τουρκία να παλέψουν ενάντια στη δική τους αστική τάξη που υλοποιεί αντίστοιχες πολιτικές με βάση τα δικά της συμφέροντα ενάντια στον τούρκικο λαό.
Διεθνές Δίκαιο
Η κυρίαρχη επιχειρηματολογία και στις δύο πλευρές, αναφέρεται συχνά στο διεθνές δίκαιο. Σύμφωνα με αυτό, προκύπτουν τάχα μου αβίαστα οι «δίκαιες» διεκδικήσεις του ελληνικού και τούρκικου κράτους στην περιοχή. Δομικά, το διεθνές δίκαιο ορίζει τις ράγες πάνω στις οποίες ερμηνεύεται κάθε φορά η όποια επιμέρους αντιπαράθεση. Το πως ερμηνεύεται όμως, αποτελεί απλά την αποτύπωση των συσχετισμών που έχουν επιβληθεί στην πρόσφατη ιστορία. Η ισχύς δηλαδή και η θέση στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα των επιμέρους αντιπαρατιθέμενων, αποτελεί το βασικό κριτήριο για την ερμηνεία του διεθνούς δικαίου, χωρίς βέβαια να δημιουργούνται δεδικασμένα που θέτουν σε κίνδυνο τις αντιπαραθέσεις σε άλλες περιπτώσεις. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, που η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τις διαπραγματεύσεις για λύση μέσω των διεθνών δικαστηρίων, έχουν εμφανιστεί δεκάδες φωνές συστημικών πολιτικών και ειδικών που αναδεικνύουν τους κινδύνους για την ελληνική πλευρά μπροστά σε μία τέτοιου είδους επίλυση. Αυτό το «αδιέξοδο», δημιουργεί ακόμη πιο επικίνδυνες συνθήκες στην περιοχή, με την ελληνική πλευρά να έχει επιλέξει τον δρόμο της μονομερούς «διευθέτησης» της αντιπαράθεσης. Σε αυτή την κατεύθυνση, το ελληνικό κράτος επιλέγει τους διαρκείς -επιθετικούς- εξοπλισμούς, τα πολεμικά σύμφωνα με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, τις συμφωνίες σε στρατιωτικό επίπεδο με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τα Εμιράτα.
Η επιθετική Τουρκία ως «εξωτερικός εχθρός»
Τα ελληνικά ΜΜΕ, η κυβέρνηση και δυστυχώς πολλές φορές και η ίδια η Αριστερά, αναφέρονται στην τούρκικη επιθετικότητα. Η επίκληση στην επιθετικότητα του γείτονα, αποτελεί την προσπάθεια αντιστροφής των παραπάνω. Η καλλιέργεια κλίματος με την αναφορά στην επιθετικότητα της Τουρκίας, είναι η προσπάθεια αθώωσης των επιλογών της ελληνικής κυβέρνησης και της δικής μας αστικής τάξης. Μάλιστα, πίσω από την επιθετικότητα των «άλλων», κρύβεται ουσιαστικά η επιθετικότητα της δικής μας χώρας που προσπαθεί να επιβάλλει την εθνική συναίνεση ακόμη και στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Σε αυτή την παγίδα, πέφτει συχνά η λεγόμενη πατριωτική αριστερά, ξεχνώντας τις πολιτικές που εφαρμόζονται στο εσωτερικό. Η αγορά πανάκριβων εξοπλιστικών προγραμμάτων, η διάλυση των νοσοκομείων-σχολείων, η καταστολή, η στέρηση δικαιωμάτων, η φτώχεια, η ακρίβεια κλπ. είναι μερικές από τις επιλογές της ελληνικής αστικής τάξης που αθωώνονται μπροστά στην σκιά του «εξωτερικού εχθρού». Μπροστά σε αυτό το ερώτημα οφείλει να απαντήσει η ριζοσπαστική αριστερά με κριτήριο τις επιλογές της ελληνικής αστικής τάξης σε όλο της το φάσμα, χωρίς να απομονώνει την τάχα μου θωράκιση της χώρας.
Κυριαρχικά δικαιώματα
και ΑΟΖ
Το ίδιο το ΚΚΕ, παρότι θέτει σωστά τα υποκείμενα του ανταγωνισμού («οι αστικές τάξεις της Ελλάδας και της Τουρκίας») και θεωρεί ότι ο στόχος τους είναι άμεσα συνδεδεμένος με τα συμφέροντα των αστικών τάξεων που τον καθοδηγούν, υποκύπτει στο παραπάνω λάθος. Όπως ανέφερε ο Δ. Κουτσούμπας στο 18ο φεστιβάλ της ΚΝΕ, κάλεσε «τον κάθε πατριώτη… να αγωνιστεί μαζί με το ΚΚΕ… για την υπεράσπιση των συνόρων, την ακεραιότητα της χώρας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της». Τα κυριαρχικά δικαιώματα, καθορίζονται κάθε φορά από τις δεδομένες συνθήκες και τους συσχετισμούς και αλλάζουν στην πάροδο του χρόνου βάσει της οικονομίας, της τεχνολογίας κλπ. Στις σημερινές συνθήκες, η αναφορά στα κυριαρχικά δικαιώματα, στον καθορισμό της ελληνικής ΑΟΖ και των χωρικών υδάτων συγκλίνουν στον στόχο της ανεμπόδιστης εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων της ΝΑ Μεσογείου από ξένους και ντόπιους πετρελαιάδες.
Είναι καθήκον της Αριστεράς προτάσσει την ειρήνη στην περιοχή, να είναι αντιιμπεριαλιστική, να μην ταυτίζεται με τον αντιτουρκισμό, παλεύοντας κάθε φορά απέναντι σε αυτούς που εκμεταλλεύονται τους λαούς. Ξεκινώντας από τη δική μας χώρα, παλεύοντας ενάντια στις βάσεις, τους εξοπλισμούς, τον μιλιταρισμό. Η αντιπολεμική πολιτική οφείλει να συνδέει τις επιμέρους διεκδικήσεις με τους αγώνες ενάντια στον πόλεμο, ξεσκεπάζοντας τις πολιτικές και την επιχειρηματολογία της ελληνικής αστικής τάξης. Ειδικά σήμερα, που οι ανταγωνισμοί οξύνονται και οι πολιτικές στην κάθε χώρα φτωχοποιούν όλο και περισσότερο τους λαούς, χρειάζεται να εξηγήσουμε τις πραγματικές αιτίες και την φύση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού μακρυά από το εθνικιστικό δηλητήριο που δεν διστάζει να εργαλειοποιεί τους πρόσφυγες στο βωμό των δικών τους συμφερόντων. Οι δύο λαοί δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν και αυτό οφείλει να αποτυπώνεται σε όποια αντιπολεμική πρωτοβουλία παίρνουμε. Οι καμπάνιες ενάντια στους εξοπλισμούς, η σύνδεση των πολιτικών μετώπων με το αντιπολεμικό, οι διαδηλώσεις, η πάλη για να πετύχουμε νίκες σύμφωνα με τις ανάγκες μας σήμερα, οφείλει να είναι αντιπολεμική. Η ελληνική αριστερά σήμερα, έχει πιο πολύ ανάγκη από ποτέ να εντάξει στην πολιτική της την αντιπολεμική προπαγάνδα, την εξήγηση με απλό τρόπο των παραπάνω για να μπορεί να είναι αποτελεσματική. Σε αυτή την κατεύθυνση δεσμευόμαστε να παλέψουμε το επόμενο διάστημα.