Οι εκλογές για τα ΔΣ των ΕΛΜΕ (ολόκληρο στο Rproject.gr)
Μέσα στο 2022 είχαμε εκλογές για την ανάδειξη διοικητικών συμβουλίων σε 46 από τις 86 ΕΛΜΕ της χώρας. Οι υπόλοιπες ΕΛΜΕ θα έχουν εκλογές είτε μέσα στη νέα χρονιά, είτε είναι ΕΛΜΕ που κάνουν εκλογές κάθε δύο χρόνια. Από τις εκλογικές αναμετρήσεις που έγιναν έχουν βγει κάποια πρώτα συμπεράσματα.
Η αποχή
Πρώτα απ’ όλα πρέπει να πούμε ότι το άρθρο αξιοποιεί στοιχεία από την ανάλυση που έχει κάνει ο εκλεκτός συνάδελφος Πάνος Ντούλας.
Η πρώτη παρατήρηση λοιπόν που πρέπει να γίνει είναι το τεράστιο ποσοστό αποχής. Σε 44 ΕΛΜΕ ψήφισαν στις εκλογές 16.050 εκπαιδευτικοί (πάνω από 2000 λιγότεροι από πέρυσι). Πέρα από το ότι η τάση είναι πτωτική μπορεί να γίνει και μια σύγκριση με τις εκλογές του 2019 προ κορονοϊού όταν η συμμετοχή ανέρχονταν σε 23.660 εκπαιδευτικούς. Η συμμετοχή έπεσε πάνω 30%. Συμμετείχε δηλαδή κάτω από το 40% του κλάδου.
Αιτίες για την αποχή μπορούν να αναφερθούν πολλές. Το βασικό είναι πως ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του κλάδου, δε θεωρεί σημαντική την ύπαρξη και λειτουργία του συνδικάτου στο χώρο εργασίας του. Η συνταξιοδότηση των παλιότερων συναδέλφων και η είσοδος στον κλάδο νεότερων (είτε ως νεοδιόριστων είτε ως αναπληρωτών/τριών) είναι κάτι που πρέπει να ληφθεί υπόψη. Οι νέοι συνάδελφοι και οι νέες συναδέλφισσες δεν αντιλαμβάνονται απαραίτητα την αξία των ΕΛΜΕ και της ΟΛΜΕ και αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν το συνδικάτο αποδείξει με τη λειτουργία του ότι μπορεί να βελτιώσει την εργασιακή τους πραγματικότητα.
Όμως και οι παλιότεροι/ες εκπαιδευτικοί απέχουν σε μεγάλο βαθμό. Οι ήττες που έχουν συσσωρευτεί, με τελευταία την υποχώρηση της ΟΛΜΕ στη μάχη της αυτοαξιολόγησης αλλά και η αδράνεια της, λόγω της στάσης της πλειοψηφίας στο ΔΣ της, οδηγεί ένα μεγάλο κομμάτι του κλάδου στο συμπέρασμα ότι δεν έχουν τίποτε να περιμένουν από το συνδικάτο.
[...]
Το αδυνάτισμα της δύναμης των ΕΛΜΕ και συνακόλουθα της ΟΛΜΕ φαίνεται και από τη συμμετοχή στη ζωή του συνδικάτου, μια που είναι λίγες οι ΕΛΜΕ οι οποίες κατά τη διάρκεια της χρονιάς διεξάγουν μαζικές γενικές συνελεύσεις και έχουν συμμετοχή στις δράσεις που οργανώνουν (στάσεις εργασίας, παραστάσεις διαμαρτυρίας, συγκεντρώσεις κτλ.). Αυτό συμβαίνει σε όσες ΕΛΜΕ προσπαθούν να δίνουν απαντήσεις στα προβλήματα των εκπαιδευτικών, επιχειρούν να καλύπτουν τα κενά που αφήνει η απόσυρση της ΟΛΜΕ από τις μάχες (όπως έγινε με την προκήρυξη της απεργίας αποχής ενάντια στην αυτοαξιολόγηση από μια σειρά ΕΛΜΕ και το συντονισμό ενάντια στις ηλεκτρονικές εκλογές), κάνουν συστηματικές περιοδείες στα σχολεία, και επιχειρούν να κινούνται όσο το δυνατόν πιο ενωτικά με άλλους φορείς της εκπαίδευσης (άλλες ΕΛΜΕ, διδασκαλικούς συλλόγους, συλλόγους γονέων, πανεπιστημιακούς, μαθητικό και φοιτητικό κίνημα).
Η κυβέρνηση, με το νόμο Χατζηδάκη, αλλά και με πειθαρχικές διώξεις, επιχειρεί να καταστήσει διακοσμητικό το ρόλο των ΕΛΜΕ και της ΟΛΜΕ, βρίσκοντας βέβαια πρόθυμους συμπαραστάτες στις παρατάξεις της ΔΑΚΕ, ΠΕΚ, ΣΥΝΕΚ. Φαίνεται ότι σε ένα βαθμό η πολιτική της φέρνει αποτελέσματα. Το να χαραχτεί ένας δρόμος εξόδου από την κρίση που εμφανίζει το συνδικαλιστικό κίνημα είναι ένα καθήκον που πέφτει στους ώμους της εκπαιδευτικής Αριστεράς.
Η εκλογική δύναμη των παρατάξεων
Θα περίμενε ίσως κάποιος, ότι η φθορά της ΝΔ θα μετατραπεί σε κάποια μεγάλη φθορά της ΔΑΚΕ. Σε σχέση με πέρυσι όμως, η ΔΑΚΕ διατηρεί τη δύναμή της σε απόλυτο αριθμό ψήφων (+2% σε ποσοστά) . Η μείωσή της σε σχέση με τις εκλογές προ κορονοϊού βέβαια είναι γύρω στο 45% της τότε δύναμής της, κάτι που δείχνει ότι η φθορά είναι υπαρκτή. Παρ’ όλ’ αυτά η διατήρηση της δύναμής της σε σχέση με την περσινή χρονιά που εκφράζεται και σε άνοδο εδρών (+8 σε σχέση με πέρυσι) δείχνει ότι δεν αρκεί το συνολικό πολιτικό κλίμα για να ανατραπεί ο συσχετισμός. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν η ΔΑΚΕ οχυρώνεται πίσω από την ταμπέλα του ανεξάρτητου συνδικαλισμού, ως άμυνα στη εξ αριστερών κριτική και εξασφαλίζοντας έτσι στους ψηφοφόρους της ένα επιχείρημα (όσο έωλο και να είναι) που τους διευκολύνει να κρατούν τη συγκεκριμένη στάση αν και ως κλάδος βλαπτόμαστε συνολικά από την πολιτική του υπουργείου.
Η πτώση κατά περίπου 500 των ψήφων των ΣΥΝΕΚ με 1% πτώση πανελλαδικά και -4 έδρες δείχνει ότι δεν αρκεί για μια παράταξη, να είναι το κόμμα στο οποίο αναφέρεται, αντιπολίτευση στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Πέρα από την ανεπαρκή (για να το πούμε κομψά) αντιπολίτευση που κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ, οι ΣΥΝΕΚ έχουν ταυτιστεί με τις επιλογές της ΝΔ σε επίπεδο ΕΛΜΕ και κυρίως ΟΛΜΕ. Αυτό σημαίνει ότι δεν καρπώνονται τη φθορά της ΔΑΚΕ και χάνουν μάλιστα και σε επιρροή.
Σε ότι αφορά το ΠΑΜΕ, εμφανίζει και αυτό πτώση κατά 300 περίπου ψήφους σε σχέση με πέρυσι (+0,5% και +5 έδρες). Σταθεροποιεί, σε ένα βαθμό, τα σημαντικά κέρδη που είχε εμφανίσει την περσινή χρονιά. Είναι σε τροχιά ανόδου, αλλά το ζητούμενο πάντα είναι αν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις προσδοκίες που δημιουργεί η άνοδός του στον κόσμο που το ψηφίζει. Στις ΕΛΜΕ όπου κάτι τέτοιο δε συνέβη, η επιρροή του μειώθηκε στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Οι Παρεμβάσεις χτυπιούνται και αυτές από την αποχή. Χάνουν περίπου 500 ψήφους από πέρυσι, αν και μένουν σταθερές σε ποσοστό και +1 έδρα. Είναι προφανές ότι η απομάκρυνση του κόσμου από το συνδικαλιστικό κίνημα χτυπάει και την Αριστερά γιατί χρεώνεται και αυτή την αδυναμία των συνδικάτων της εκπαίδευσης να ανατρέψουν την κυβερνητική επίθεση. Σε μια δύσκολη χρονιά πάντως οι Παρεμβάσεις κατόρθωσαν και κράτησαν τη δύναμή τους και κατοχύρωσαν κέρδη κυρίως στις ΕΛΜΕ που μπόρεσαν και κράτησαν ζωντανή τη μάχη ενάντια στην αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας, τις ηλεκτρονικές ψηφοφορίες, στις αυθαιρεσίες της διοίκησης ή τους μέντορες και συντονιστές. Όπου δε μπόρεσε να εξασφαλιστεί μια τέτοια πορεία χτυπήθηκαν και αυτές από το κύμα της αποχής και της απόσυρσης.
Στους 300 ψήφους είναι και η πτώση της ΠΕΚ (-1% και -4 έδρες). Το σκάνδαλο Καϊλή πιθανώς έκανε ζημιά στην παράταξη του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ αν και το πρόβλημα έχει κυρίως να κάνει με την ταύτιση με την πολιτική της ΔΑΚΕ σε επίπεδο ΕΛΜΕ και ΟΛΜΕ. Όπως έδειξε και η πρόσφατη πολιτική ιστορία, στις κυβερνήσεις συνεργασίας τη μεγαλύτερη ζημιά την παθαίνουν τα μικρότερα κόμματα. Φαίνεται ότι το ίδιο ισχύει και σε επίπεδο παρατάξεων. Η σύμπλευση ΔΑΚΕ, ΣΥΝΕΚ, ΠΕΚ στο συνδικάτο των εκπαιδευτικών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κάνει ζημιά κυρίως στις δύο μικρότερες παρατάξεις, οι οποίες χτίζοντας με την πολιτική τους γέφυρες με την πολιτική και πρακτική της ΔΑΚΕ αφήνουν ευάλωτο τον κόσμο τους στις πιέσεις και τις υποσχέσεις της δεξιάς που αναπληρώνει έτσι τις απώλειές της.
Απώλειες (-1%) παρουσιάζουν και οι μικρότερες παρατάξεις της εκπαιδευτικής Αριστεράς (-4 έδρες) ενώ διάφορα άλλα σχήματα διατηρούν ποσοστιαία σταθερές τις δυνάμεις τους αν και πέφτουν λίγο σε ψήφους.
Από εδώ και εμπρός
Η ανάταξη του συνδικαλιστικού κινήματος είναι το ζητούμενο για το επόμενο διάστημα. Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να σταματήσουν την υποχώρηση και να ξαναγυρίσουν στα συνδικάτα. Βραχυπρόθεσμα, οι δράσεις του συνδικαλιστικού κινήματος θα αναπτυχθούν μέσα σε μια προεκλογική περίοδο. Η πολιτική συζήτηση που θα αναπτυχθεί και στους χώρους της εκπαίδευσης θα έχει κεντρικά πολιτικά χαρακτηριστικά. Η εργατική τάξη θα τραβηχτεί στον πολιτικό στίβο και αυτό θα καθορίσει το συνολικό κλίμα που θα επικρατήσει και στα σχολεία. Επειδή οι εκπαιδευτικοί είναι συνολικότερα εργαζόμενοι με προβλήματα μέσα αλλά και έξω από το χώρο εργασίας τους, είναι σημαντικό από τη μια το συνδικαλιστικό κίνημα και από την άλλη η εκπαιδευτική Αριστερά, να μιλήσει για τη γενικότερη κατάσταση, αλλά και ταυτόχρονα να γίνουν οι συνδέσεις που θα εξηγούν πως εκφράζεται η πολιτική της ΝΔ στο χώρο της εκπαίδευσης.
Ταυτόχρονα και επειδή οι επιθέσεις της κυβέρνησης δε σταματούν, παρότι είμαστε μέσα σε προεκλογική περίοδο (προγραμματίζονται 30 νέα νομοσχέδια και ένα εξ’ αυτών αφορά την παιδεία), τα ζητήματα των αυξήσεων στους μισθούς, της άρνησης αξιολόγησης σχολείων και εκπαιδευτικών αλλά και της ανάγκης για μαζικούς διορισμούς πρέπει να τεθούν στην κορυφή της ατζέντας. Είναι ευκαιρία να αναδειχτούν τα παραπάνω σε μια περίοδο που η κυβέρνηση θα είναι πιο ευάλωτη λόγω επικείμενων εκλογών τόσο γιατί μπορεί να επιτευχθούν άμεσα κάποιες μικρές ή μεγαλύτερες νίκες, όσο και για να κινητοποιηθεί ένας κόσμος γύρω από τα παραπάνω προβλήματα και έτσι να δεχτεί πίεση για να τα ικανοποιήσει η οποιαδήποτε μελλοντική κυβέρνηση. Το παράδειγμα της ΕΡΤ και των εργαζόμενων σε διαθεσιμότητα είναι ενδεικτικό σε σχέση με το ερώτημα «ποιες προσδοκίες, ποιων εργαζομένων ικανοποιήθηκαν από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ». Η απάντηση είναι «αυτών που δεν μπορούσαν να μην ικανοποιηθούν» λόγω βέβαια του ότι οι αγώνες τους είχαν γίνει κεντρικοί στην κοινωνία.
Το ζήτημα των νέων συναδέλφων, είτε νεοδιόριστων, είτε αναπληρωτών/τριών, είναι κεντρικό στην προσπάθεια ανάταξης του συνδικαλιστικού κινήματος. Η προσπάθεια να εμπλακούν στην λειτουργία των ΕΛΜΕ είναι βασική για την εξέλιξη των συνδικάτων. Οι νεότεροι συνάδελφοι και νεότερες συναδέλφισσες πρέπει σταδιακά να πάρουν επάνω τους τη λειτουργία των συνδικάτων και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να τα δουν ως αυτό που κατ’ αρχήν είναι. Εργαλείο μαζικής διεκδίκησης και υπεράσπισης μιας αξιοπρεπούς εργασιακής καθημερινότητας. Για να εμπλακούν όμως χρειάζεται μια συστηματική προσπάθεια από τη μεριά των συνδικάτων που να στοχεύει και στην δημιουργία ειδικών ομάδων στις οποίες να συμμετάσχουν νεοδιόριστοι/ες και αναπληρωτές/τριες, που να ασχολούνται ειδικά με το ζήτημα της ένταξής των νέων συναδέλφων στις ΕΛΜΕ. Γι’ αυτό η κινητοποίηση στις 13/1 ενάντια στην ατομική αξιολόγηση των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών έχει ειδική σημασία. Το να μην επιτραπεί να χρησιμοποιηθούν οι νεοδιόριστοι/ες συνάδελφοι/ισσες για να ξεκινήσει η ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών είναι απολύτως κρίσιμο. Αν αξιολογηθούν, θα γίνει ένα σοβαρό βήμα προς την εφαρμογή της ατομικής αξιολόγησης, μια που θα υπάρξει ένα τμήμα του κλάδου που έχοντας αξιολογηθεί θα είναι αδιάφορο σε κάθε προσπάθεια ανατροπής της αξιολόγησης. Θα υπάρξει άλλη μια διάσπαση στον κλάδο η οποία, προερχόμενη μέσα από μια σοβαρή ήττα, θα υπονομεύει κάθε συλλογική διεκδίκηση.
Μεσοπρόθεσμα βέβαια, οι εκπαιδευτικοί πρέπει να επιτύχουν κάποιες μεγάλες νίκες. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει σοβαρά οργανωμένους αγώνες με διάρκεια. Τα παραδείγματα από το εξωτερικό (ΗΠΑ, Ουγγαρία, Βρεττανία) δείχνουν ότι χρειάζεται μακρόχρονη προετοιμασία μηνών, συμμετοχή του κλάδου στην προετοιμασία της απεργίας μέσα από περιοδείες και γενικές συνελεύσεις όπου παίρνονται οι βασικές αποφάσεις, οργάνωση συμμαχιών (γονείς, μαθητές, φοιτητές, πανεπιστημιακοί) αλλά και δημιουργία όρων για να αντιμετωπιστεί η οικονομική αιμορραγία, δηλαδή συγκρότηση απεργιακών ταμείων. Το συνδικαλιστικό κίνημα χρειάζεται μια ηγεσία που θα είναι αποφασισμένη να κινηθεί σε μια τέτοια κατεύθυνση.
Το ζήτημα της ανάταξης των συνδικάτων και του συνδικαλιστικού κινήματος θα είναι το κεντρικό ζήτημα της επόμενης περιόδου. Για να μπορέσει ο κόσμος της εργασίας να απαντήσει στις επιθέσεις της άρχουσας τάξης και τις αντιεκπαιδευτικές πολιτικές των κυβερνήσεων της, χρειάζεται αναγεννημένα συνδικάτα που θα ξαναχτιστούν μέσα από την προσπάθεια ανάπτυξης νικηφόρων αγώνων. Η ενότητα και η κοινή δράση της εκπαιδευτικής Αριστεράς είναι ο απαραίτητος καταλύτης σε μια τέτοια προσπάθεια.