Έχει περάσει ένας μήνας από τότε που ο καταστροφικός σεισμός των 7,8 ρίχτερ (και 7,6 λίγες ώρες αργότερα) έπληξε τη νότια Τουρκία και τη βορειοδυτική Συρία. Ο συνολικός αριθμός των νεκρών ξεπερνά πλέον τις 54.000 – περισσότεροι από 46.000 εντοπίζονται στην Τουρκία.
Ορισμένες πόλεις και κωμοπόλεις έχουν ισοπεδωθεί και τουλάχιστον δύο εκατομμύρια άνθρωποι έχουν χάσει τα σπίτια τους, με αποτέλεσμα να μένουν σε σκηνές, ενώ στις πληγείσες περιοχές στήνονται επίσης χιλιάδες κοντέινερ. Πλοία μεταφέρουν σεισμόπληκτους πρόσφυγες στην Κωνσταντινούπολη και τη Μερσίνα, με τον πληθυσμό της τελευταίας να έχει αυξηθεί κατά 21% σε τρεις μόλις εβδομάδες. Σχεδόν 1,6 εκατ. οικογένειες έχουν λάβει το κρατικό επίδομα των 10.000 τουρκικών λιρών (498 ευρώ), που φαντάζει αστείο όταν έχεις χάσει τα πάντα. Όπως συμβαίνει συνήθως, οι σεισμοί στην Τουρκία και τη Συρία έπληξαν περισσότερο τους φτωχούς.
«Εγκληματικά» κέρδη
Η εικόνα στο τουρκικό χρηματιστήριο τις πρώτες ώρες έπειτα από την καταστροφή έδειχνε μια ραγδαία άνοδο των τιμών των μετοχών εννέα μεγάλων τουρκικών εταιρειών παρασκευής τσιμέντου. Τα ίδια «αρπακτικά» που ήδη κερδοσκοπούν πάνω στα συντρίμμια είναι που ευθύνονται ουσιαστικά και για την έκταση της καταστροφής. Ο τομέας των κατασκευών είναι ένας από τους σημαντικότερους της τουρκικής οικονομίας, φτάνοντας να έχει μερίδιο έως και 30% του τουρκικού ΑΕΠ. Το τουρκικό κράτος έχει εδώ και δεκαετίες προσφέρει ευνοϊκές ρυθμίσεις στις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα των κατασκευών, με τις τελευταίες να κατασκευάζουν κτίρια χωρίς την απαραίτητη αντισεισμική προστασία.
Η κατασκευαστική «ανάπτυξη» της περιοχής ήρθε αφενός ως απάντηση του τουρκικού καπιταλισμού στον πόλεμο στη Συρία και στις εκατοντάδες χιλιάδες προσφύγων που εισέρρευσαν, και αφετέρου ως προετοιμασία για την τουρκική εισβολή στη βόρεια Συρία. Τουρκικές εταιρείες ανέλαβαν την ανακατασκευή υποδομών στις υπό κατοχή περιοχές της βόρειας Συρίας, ενώ το κράτος ξόδευε πακτωλό χρημάτων σε εξοπλισμούς αγνοώντας τις ανάγκες των κατοίκων και τις προειδοποιήσεις των επιστημόνων, σε μια σεισμογενή περιοχή, όπου βρίσκεται το ρήγμα της Ανατολίας.
Εμπειρογνώμονες και πολεοδόμοι φώναζαν από καιρό ότι οι οικοδομικοί κανονισμοί για τον σεισμικό κίνδυνο δεν εφαρμόζονται επαρκώς και έχουν υπονομευθεί από την «αμνηστία» για τις παράνομες κατασκευές που εισήγαγε το ΑΚΡ -αποφέροντας έσοδα δισεκατομμυρίων λιρών στην κυβέρνηση και τις στενά συνδεδεμένες με αυτήν κατασκευαστικές εταιρείες. Τα κέρδη τους, οι ζωές μας και σε αυτή την περίπτωση…
Εκλογές
Στο πολιτικό πεδίο, οι παρενέργειες του καταστροφικού σεισμού είναι ένα ανοιχτό στοίχημα για το καθεστώς Ερντογάν. Εκτός από την σφοδρή κριτική για την ασυδοσία των κατασκευαστικών εταιριών, ο κρατικός μηχανισμός κατάφερε να ανασυνταχθεί έπειτα από πολλές ώρες και μόλις την τρίτη ημέρα έγινε αισθητή η παρουσία των σωστικών συνεργείων. Η αργοπορημένη συγγνώμη που ζήτησε ο τούρκος πρόεδρος, για την αργή παροχή βοήθειας, προφανώς και δεν εκτόνωσε τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Ούτε και οι δεκάδες προσαγωγές και συλλήψεις εργολάβων.
Στην παρούσα φάση, φαίνεται ότι οι προεδρικές εκλογές της 14ης Μάη θα διεξαχθούν κανονικά. Η αντιπολίτευση -ένας συνασπισμός 6 κομμάτων- έχει τη δική της δύσκολη μάχη για να πάρει την εξουσία και όπως όλα δείχνουν, ο προεδρικός της υποψήφιος θα είναι ο αρχηγός του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (CHP), Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου. Το AKP του Ερντογάν μπορεί να παραμένει πρώτο στις δημοσκοπήσεις, αλλά ελάχιστα πάνω από το CHP.
Ακόμα πιο «χοντρό» είναι το γεωπολιτικό παιχνίδι, ειδικά μετά της τάσεις «αυτονόμησης» που έχει επιδείξει η Τουρκία τα τελευταία χρόνια. Στην Άγκυρα αναγνωρίζουν πως η μεγαλύτερη βοήθεια ήρθε από την Ευρώπη. Το ερώτημα που θέτουν όμως αρκετοί αναλυτές είναι αν αυτή η βοήθεια είναι αρκετή για να προσεγγίσει ξανά ο Ερντογάν τη Δύση. Παρότι οι Ευρωπαίοι (αναμεσά τους και το ελληνικό κράτος, με υπερτονισμό από τα εγχώρια ΜΜΕ του ρόλου της ελληνικής αποστολής διάσωσης…) συνέδραμαν τις πρώτες ημέρες, ο τούρκος πρόεδρος ευχαρίστησε ονομαστικά μόνο τον εμίρη του Κατάρ.
Και ενώ οι δεσμεύσεις για βοήθεια «από τα πάνω», έρχονται αναπόφευκτα μετά από φοβερές καταστροφές, συχνά επιδεινώνουν το χάσμα πλούσιων και φτωχών στη χώρα που έχει ανάγκη, γεμίζοντας τις τσέπες της βιομηχανίας βοήθειας, αντί να ωφελούν τους ίδιους τους πληγέντες από την καταστροφή. Στον αντίποδα βρίσκεται η ταξική-διεθνιστική αλληλεγγύη που ξεδιπλώθηκε και στην Ελλάδα, θυμίζοντας ότι οι λαοί των δύο χωρών δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα.
Δυτικές πιέσεις
Η σχέση της Δύσης με την Άγκυρα έχει διαρραγεί. Ωστόσο, η Ουάσιγκτον ενδιαφέρεται να κρατήσει την Τουρκία στο δυτικό «μαντρί». Χωρίς να διαφαίνεται σύντομο τέλος στον πόλεμο στην Ουκρανία, πέρα από τον σημαντικό διαμεσολαβητικό ρόλο της Άγκρας στη σύγκρουση αυτή, πρέπει να αντιμετωπιστεί η αντίδραση της Τουρκίας στην ένταξη Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ. Πρόσθετους «πονοκεφάλους» στη συμμαχία, επιφέρει και η όξυνση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού στη ΝΑ Μεσόγειο.
Στις 2 Φεβρουαρίου, μια δικομματική ομάδα 27 γερουσιαστών έστειλε στον πρόεδρο Μπάϊντεν μια επιστολή, ζητώντας από τον Λευκό Οίκο να εξαρτήσει την πώληση μαχητικών αεροσκαφών F-16 στην Τουρκία, από την έγκριση της Άγκυρας να δώσει το πράσινο φως στη σκανδιναβική επέκταση του ΝΑΤΟ. Ο Ερντογάν μπορεί να θέλει τα F-16, αλλά αυτό που θέλει ακόμα περισσότερο είναι μια ακόμη θητεία ως πρόεδρος. Όσο περισσότερο λέει «όχι» στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, τόσο περισσότερη έγκριση φαίνεται να παίρνει από τους ψηφοφόρους.
Μετά τους σεισμούς, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Άντονι Μπλίνκεν επισκέφθηκε τις περιοχές της Τουρκίας που επλήγησαν από την καταστροφή, για να προσφέρει υποστήριξη. Προφανώς όχι χωρίς ανταλλάγματα. Με άλλα λόγια, η σταθερή δυτική υποστήριξη για τη μετασεισμική Τουρκία, σημαίνει ότι η Άγκυρα χρειάζεται να ολοκληρώσει πολλές εργασίες. Και η «διπλωματία των σεισμών» μπορεί να γίνει ένα εξαιρετικό εργαλείο εξαναγκασμού, για τον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων της Τουρκίας με τη Δύση.
Η κυβέρνηση του Ερντογάν ήρθε στα πράγματα πριν από δύο δεκαετίες υποσχόμενη να αλλάξει την Τουρκία, έπειτα από μια σειρά οικονομικές κρίσεις και έναν καταστροφικό σεισμό. Σήμερα, ακροβατεί στο δικό της ρήγμα ανάλογων προβλημάτων, σε έναν πολύ πιο ασταθή και επικίνδυνο καπιταλιστικό κόσμο.