Μια από τις «παράπλευρες απώλειες» του νέου μνημονίου είναι και η φαρμακευτική περίθαλψη. Σύμφωνα με το νομοσχέδιο που ψηφίστηκε την περασμένη εβδομάδα, δεν συρρικνώνεται μόνο δραματικά η δαπάνη για τη φαρμακευτική περίθαλψη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υγεία χιλιάδων ασφαλισμένων, αλλά τίθεται σε σοβαρή αμφισβήτηση για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια και η ποιότητά της.
Ας ξεκαθαρίσουμε από την αρχή ότι η κατάσταση μέχρι τώρα στο χώρο του φαρμάκου δεν ήταν καλή. Υπήρχαν υπερτιμολογήσεις στις τιμές των φαρμάκων, προμήθειες, μίζες όπως και (σε μικρότερο βαθμό) υπερσυνταγογράφηση, με αποτέλεσμα η δαπάνη για φάρμακα να έχει αυξηθεί δραματικά ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια.
Όμως την τιμολόγηση των φαρμάκων δεν την κάνουν οι ασφαλισμένοι, ούτε οι γιατροί και οι φαρμακοποιοί, αλλά οι υπουργοί Υγείας και Εμπορίου, οι οποίοι θα έπρεπε να λογοδοτήσουν για τις συνεχείς αυξήσεις τα τελευταία χρόνια.
Αντί λοιπόν να αντιμετωπίζει αυτά τα προβλήματα, η νέα πολιτική για τα φάρμακα εισηγείται την ουσιαστική κατάργηση της ελεύθερης πρόσβασης σε φάρμακα για μεγάλο μέρος των ασφαλισμένων, αλλά και την υποβάθμιση της ποιότητάς τους.
Φαρμακευτική δαπάνη
Η κυβέρνηση αποφάσισε ότι η φαρμακευτική δαπάνη των ταμείων στην Ελλάδα δεν θα ξεπερνάει τα 23 ευρώ το μήνα κατά κεφαλή, δηλαδή τα 276 ευρώ το χρόνο. Μπορεί αυτό το νούμερο να φαίνεται αυθαίρετο, αλλά μας επιτρέπει να κάνουμε συγκρίσεις. Με αυτές τις δαπάνες για φάρμακα η χώρα μας υπολογίζεται ότι αποσπάται από την ομάδα των χωρών με προσδόκιμο επιβίωσης τα 80+ χρόνια και πηγαίνει στην ομάδα των χωρών με προσδόκιμο επιβίωσης τα 70-75 χρόνια, μαζί με Τσεχία, Πολωνία, Σλοβακία και Ουγγαρία και λίγο πάνω από Βουλγαρία, Ρουμανία και Τουρκία. Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από την ειδική μελέτη Life Expectancy του ΟΗΕ, που συνδέει τη φαρμακευτική κατανάλωση με το προσδόκιμο επιβίωσης.
Εκτός από τα παραπάνω υπάρχει το εξής φαινόμενο: η δαπάνη των ασφαλιστικών ταμείων για φάρμακα μειώνεται, αλλά η ιδιωτική δαπάνη για φάρμακα αυξάνεται διαρκώς. Έτσι, παρόλο που την τελευταία χρονιά έχουμε μειώσεις στις τιμές των φαρμάκων που καλύπτουν τα ασφαλιστικά ταμεία, έχουμε ολόκληρες κατηγορίες φαρμακευτικών σκευασμάτων εκτός κάλυψης των ταμείων, με αποτέλεσμα να τα πληρώνει εξολοκλήρου ο ασφαλισμένος.
Επιπλέον, όποιο φάρμακο βγαίνει από τη λίστα, «παίρνει» αυξημένη τιμή. Έτσι για παράδειγμα τα λεγόμενα φτηνά φάρμακα (αντιπυρετικά, αντιβηχικά) και δεν καλύπτονται από τα ταμεία και η τιμή τους απελευθερώνεται με αποτέλεσμα να αυξάνεται σημαντικά.
Μέσω των ασφαλιστικών ταμείων εξασφαλίζονταν μέχρι τώρα ο χαρακτήρας του φαρμάκου ως κοινωνικού αγαθού. Με τους «σφιχτούς» προϋπολογισμούς των ταμείων, το επόμενο διάστημα οι ασφαλισμένοι θα συμμετέχουν περισσότερο στην πληρωμή των φαρμάκων, θα υπάρχουν περισσότερες κατηγορίες φαρμάκων εκτός λίστας και τελικά ασθενείς που θα μένουν χωρίς φαρμακευτική περίθαλψη, γιατί πολύ απλά δεν θα μπορούν να πληρώσουν.
Έλεγχοι
Το θέμα δεν είναι τα γενόσημα ή η δραστική ουσία που περιέχουν, αλλά η εξασφάλιση επαρκώς ελεγμένων και κατάλληλων φαρμάκων. Στην Ελλάδα σήμερα κυκλοφορούν γύρω στα 7.500 φάρμακα από τα οποία τα 3.000 είναι γενόσημα. Η κυβέρνηση και το υπουργείο Υγείας επιχειρούν να αυξήσουν το ποσοστό των γενόσημων φαρμάκων που συνταγογραφούνται, από 18% σε 50%.
Η ύπαρξη και η στήριξη των γενόσημων φαρμάκων όχι μόνο δεν αποτελεί πρόβλημα, αλλά είναι και θεμιτό σαν μέσω πίεσης απέναντι στις μονοπωλιακές πρακτικές των μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών. Όμως το μόνο κριτήριο που βάζει το υπουργείο για την υποχρεωτική συνταγογράφηση των γενόσημων είναι αυτό της τιμής.
Με δεδομένη την υποστελέχωση των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους και του ΕΟΦ, είναι ορατός ο κίνδυνος να κυκλοφορήσουν στην ελληνική αγορά φάρμακα φτηνά μεν, αλλά με «μαϊμού» μελέτες, αμφίβολη προέλευση και τελικά αμφίβολη θεραπευτική αξία.
Η συνταγογράφηση με βάση τη δραστική ουσία από την άλλη είναι αίτημα των φαρμακοποιών εδώ και καιρό. Θα μπορούσε να οδηγήσει στη μείωση της εξάρτησης των γιατρών από τις φαρμακευτικές εταιρείες. Θεσμοθετείται τώρα, γιατί ανταποκρίνεται στην πολιτική δραστικής μείωσης της φαρμακευτικής δαπάνης με κάθε τρόπο και καμία σχέση δεν έχει με την καλύτερη παροχή υγείας. Με λίγα λόγια ο γιατρός αποφασίζει για τη δραστική ουσία και το υπουργείο αποφασίζει με μοναδικό κριτήριο το κόστος για το ποιο φάρμακο θα πάρει ο ασθενής.
Ήδη έχουν αρχίσει και παρατηρούνται περιστατικά αμέλειας στη λήψη καθημερινής φαρμακευτικής αγωγής και αποφυγή της επίσκεψης στο γιατρό. Φαινόμενα που μέχρι τώρα τα συναντούσε κανείς κυρίως στους χωρίς χαρτιά μετανάστες, αρχίζουν και αφορούν ολοένα και περισσότερους. Είναι ζήτημα χρόνου να καταγραφεί και επιστημονικά η επίδραση αυτών των φαινομένων στους δείκτες υγείας του πληθυσμού της χώρας. Και αυτό δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να το αφήσουμε να συμβεί.