Η νίκη του υποψήφιου της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, Μόρσι, στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών είναι μια βαθιά ανάσα ζωής για την επανάσταση στην Αίγυπτο, που είχε βρεθεί αντιμέτωπη με μια θανάσιμη απειλή, την πιο επικίνδυνη μετά την πτώση του Μουμπάρακ.
Ο πρώτος γύρος των εκλογών είχε αναδείξει μια βαθιά διχασμένη χώρα, ανάμεσα στους υποστηρικτές της επανάστασης (που έδωσαν αθροιστικά ένα 40% στους δύο «επαναστατικούς» υποψηφίους) και εκείνα τα στρώματα που έχουν συσπειρωθεί γύρω από την υπόσχεση του καθεστώτος για αποκατάσταση της πολιτικής και οικονομικής τάξης και έφεραν τον άνθρωπο του καθεστώτος Σαφίκ στο δεύτερο γύρο.
Όταν διαμορφώνεται μια τέτοια ισορροπία δυνάμεων, είναι πάντα πιθανό μία από τις δύο πλευρές να επιλέξει να παρέμβει δραστικά για να ανατρέψει ολοκληρωτικά το συσχετισμό προς όφελός της. Για μια σειρά λόγους (το καθεστώς εξακολουθεί να διατηρεί την εξουσία, ήταν η αντεπανάσταση που βρισκόταν σε φάση «συσπείρωσης», οι επαναστάτες ήταν διχασμένοι και αποπροσανατολισμένοι μετά τον πρώτο γύρο) οι στρατηγοί ήταν αυτοί που είχαν τη δυνατότητα να παρέμβουν αποφασιστικά.
Πράγματι, η επίθεση της χούντας ήταν μετωπική: Διάλυση του κοινουβουλίου, κατάργηση του νόμου που απαγόρευε στον Σαφίκ να συμμετέχει στις εκλογές, επαναφορά του δικαιώματος του στρατού να συλλαμβάνει πολίτες, αναθεώρηση του συντάγματος που παραχωρεί όλες τις εξουσίες στο Στρατιωτικό Συμβούλιο. Αυτά τα μέτρα, συνοδεύονταν από την υπόσχεση του Σαφίκ να συντρίψει τους «ταραξίες» και την κινητοποίηση στρατιωτικών μονάδων, τανκς και τεθωρακισμένων σε όλη τη χώρα και ιδιαίτερα γύρω από το Κάιρο για πρώτη φορά μετά το Φλεβάρη του 2011.
Η «νομοθετική» αντεπανάσταση έστρωνε το έδαφος σε μια ανοιχτή στρατιωτική αντεπαναστατική επίθεση «χιλιανού τύπου», σε ένα κύμα καταστολής χιλιάδων αγωνιστών. Όσο καθυστερούσε η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, τόσο περισσότερο φαινόταν πιθανή μια νοθεία που θα αναδείκνυε νικητή τον Σαφίκ.
Το μομέντουμ έδειχνε να ευνοεί τη χούντα. Σε προηγούμενο άρθρο μας γράφαμε πως «πράγματι, σήμερα φαίνεται πως ο γύρος που ξεκίνησε μετά την πτώση του Μουμπάρακ, αφού πέρασε από πολλά πάνω-κάτω και από μεγάλες συγκρούσεις, έληξε με νίκη των στρατηγών».
Αν και ισχυριζόμασταν πως «δεν πρόκειται για νοκ-άουτ ήττα» και πως «η σκόνη που σηκώθηκε στις 25 Γενάρη του 2011 δεν θα καταλαγιάσει εύκολα», ούτε εμείς περιμέναμε την ανατροπή που ακολούθησε.
Η Μουσουλμανική Αδελφότητα παρέμεινε πιστή στην μετριοπαθή γραμμή της αρχικά. Η ηγεσία της παραδοσιακά θεωρεί την κινητοποίηση στους δρόμους ως το «τελευταίο όπλο», γιατί δεν θέλει να αποσταθεροποιήσει το σύστημα και δεν είναι καθόλου σίγουρη πως μπορεί να ελέγξει τα μέλη της όταν αυτά βγουν στο δρόμο. Προτιμά να λύνει τις διαφορές της με το καθεστώς μέσα από διαπραγματεύσεις.
Όμως σύντομα κατάλαβε πως αυτήν τη φορά αντιμετώπιζε μια μάχη ζωής ή θανάτου. Οι στρατηγοί προετοιμάζαν το έδαφος για την συντριβή της επανάστασης, αλλά και της ίδιας της Αδελφότητας. Αν δεν αντιδρούσε, θα διαλυόταν στο ορατό μέλλον από ένα πογκρόμ συλλήψεων από το στρατό.
Έτσι στις 19 Ιούνη, κινητοποίησε τα δεκάδες χιλιάδες μέλη της στην πλατεία Ταχρίρ. Μια σειρά επαναστατικές δυνάμεις, όπως οι οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς και το Κίνημα της 6ης Απρίλη, αντιλήφθηκαν την σοβαρότητα του κινδύνου και κάλεσαν επίσης σε διαδηλώσεις. Καθώς περνούσαν οι μέρες, η οργή ενάντια στο Συμβούλιο και η συνειδητοποίηση της θανάσιμης απειλής, κατέβασε εκατοντάδες χιλιάδες στους δρόμους σε όλη τη χώρα. Φάνηκε πως η χούντα είχε υποτιμήσει τον αντίπαλο. Η κατάληψη της Ταχρίρ και οι καθημερινές διαδηλώσεις ανέτρεψαν την ισορροπία δυνάμεων με έναν γρήγορο, δραματικό τρόπο.
Στους δρόμους και τις πλατείες, η βάση των Αδελφών Μουσουλμάνων ενώθηκε με επαναστατικές δυνάμεις, φωνάζοντας μαζί συνθήματα ενάντια στην εξουσία του στρατού. Αυτή η κινητοποίηση ανέτρεψε τα σχέδια της αντεπανάστασης. Ο Μόρσι ανακηρύχθηκε νικητής και εκατοντάδες χιλιάδες Αιγύπτιοι πανηγύρισαν στους δρόμους.
Πρόκειται για μια λαϊκή νίκη που δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Δεν είναι τόσο η νίκη του ίδιου του Μόρσι που προκάλεσε τους πανηγυρισμούς. Είναι η συνειδητοποίηση πως η κινητοποίηση των μαζών απέτρεψε ένα ανοιχτό στρατιωτικό πραξικόπημα, έσωσε την επανάσταση από μια θανάσιμη απειλή. Ο αποπροσανατολισμός και η απαισιοδοξία του προηγούμενου διαστήματος δίνει τη θέση του σε μια νέα αυτοπεποίθεση στους «από κάτω» πως η μάχη δεν τέλειωσε, πως μπορούν να ματαιώσουν τα σχέδια του στρατού.
Αυτή η εικόνα απαντά σε ένα ερώτημα που περιέβαλε την νίκη του Μόρσι: Άτακτη υποχώρηση του στρατού ή παρασκηνιακός συμβιβασμός με την Αδελφότητα;
Είναι κοινό μυστικό ότι σε όλη τη διάρκεια της αντιπαράθεσης, η ηγεσία των Μουσουλμάνων συνομιλούσε με το Στρατιωτικό Συμβούλιο. Κανείς άλλωστε δεν περιμένει κάποια διαφορετική τακτική από την ηγεσία της Αδελφότητας. Όμως δεν καθόρισε το αποτέλεσμα το «παρασκήνιο».
Ο σημαντικότερος παράγοντας ήταν η κινητοποίηση στους δρόμους. Αυτή υποχρέωσε το στρατό να παραδεχτεί τη νίκη του Μόρσι, παρά τον αρχικό του σχεδιασμό. Αυτή είναι το μεγάλο «διαπραγματευτικό χαρτί» των Αδελφών απέναντι στο Στρατιωτικό Συμβούλιο. Ο λαϊκός παράγοντας δεν μπορεί να υποτιμηθεί από καμιά από τις δύο πλευρές. Επιπλέον, οι διαδηλωτές της Ταχρίρ, αλλά και η ίδια η βάση των Μουσουλμάνων, θα πιέζουν ενάντια σε κάθε συμβιβασμό την ηγεσία της Αδελφότητας.
Αν η Μουσουλμανική Αδελφότητα ήταν μία φορά ευάλωτη σε πιέσεις και από τα αριστερά και από τα δεξιά της, στο νέο σκηνικό αυτό ισχύει στο δεκαπλάσιο. Με τα μέλη της να διαδηλώνουν στους δρόμους ενάντια στο καθεστώς και τους στρατηγούς να έχουν αποπειραθεί την εξόντωσή της. Είναι χαρακτηριστική η πολυφωνία της ηγεσίας πάνω στο ζήτημα των διαπραγματεύσεων με το Στρατιωτικό Συμβούλιο, με άλλα στελέχη να δηλώνουν «κανένας συμβιβασμός» και να προαναγγέλουν συνέχεια των κινητοποιήσεων μέχρι να παραδώσει όλη την εξουσία ο στρατός και άλλα να δηλώνουν πρόθυμα να κάνουν μια σειρά υποχωρήσεις.
Χαρακτηριστικό δείγμα των μπρος-πίσω και των λεπτών ισορροπιών της Αδελφότητας ήταν το θέμα της ορκωμωσίας του Μόρσι, καθώς το κίνημα απαιτούσε να μην ορκιστεί μπροστά στο Συνταγματικό Δικαστήριο για να μην αναγνωρίσει τις πραξικοπηματικές αποφάσεις της χούντας. Ο Μόρσι, «ορκίστηκε» ανεπίσημα στην Ταχρίρ, μπροστά στους διαδηλωτές και στη συνέχεια ορκίστηκε και επίσημα μπροστά στο Συνταγματικό Δικαστήριο.
Τα επόμενα βήματα της Αδελφότητας τόσο απέναντι στο στρατό όσο και απέναντι στους επαναστάτες μένει να τα δούμε. Ο Μόρσι προσπαθεί να εξευμενίσει και τις δύο πλευρές. Δεν επιλέγει την ανοιχτή ανυπακοή στα μέτρα που έχει ήδη λάβει η χούντα, αλλά είναι σαφές ότι ο συμβιβασμός στον οποίο θα καταλήξει θα περιλαμβάνει κάποιες υποχωρήσεις από το καθεστώς, καθώς η Αδελφότητα αντιμετώπισε μια θανάσιμη απειλή και θα θελήσει σίγουρα να διασφαλίσει –όσο είναι δυνατόν σε μια δικτατορία- την επιβίωσή της. Χαρακτηριστικά, αμέσως μετά τη νίκη του Μόρσι, ακυρώθηκε η εξουσιοδότηση στο στρατό να συλλαμβάνει πολίτες.
Απέναντι στο κίνημα, υπάρχουν οι εξαγγελίες για «κυβέρνηση όλων των Αιγυπτιών» όπου δεν θα κυριαρχούν οι Μουσουλμάνοι, οι σκέψεις για μια γυναίκα αντιπρόεδρο και έναν Κόπτη χριστιανό αντιπρόεδρο και γενικόλογες προς το παρόν εκκλήσεις για ενότητα των επαναστατικών δυνάμεων.
Το πιο σημαντικό όμως δεν είναι η έκβαση των διαπραγματεύσεων, αλλά η δυναμική στο δρόμο. Από την ίδια τη μέρα της εκλογικής νίκης μέχρι σήμερα, ξεπηδάνε το ένα μετά το άλλο τα αιτήματα προς τον «πρώτο εκλεγμένο πολιτικό πρόεδρο»: Για το τέλος των βασανιστηρίων, για την απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων, για πρωτοβουλίες ενάντια στην εξουσία του στρατού κλπ.
Ταυτόχρονα, η πολιτική κινητοποίηση, έδωσε νέα πνοή και στους εργατικούς αγώνες. Υπήρξαν αρκετές σημαντικές απεργίες που ξέσπασαν τις μέρες της πολιτικής αναταραχής. Το κρίσιμο καθήκον της «ενοποίησης» των οικονομικών και πολιτικών αιτημάτων, της συνδικαλιστικής και της πολιτικής οργάνωσης της εργατικής τάξης παραμένει μπροστά στην αιγυπτιακή επαναστατική Αριστερά.
Το σίγουρο είναι πως η επανάσταση έμεινε ζωντανή και το κίνημα απέδειξε ότι εξακολουθεί να μπορεί να ανατρέπει τους σχεδιασμούς της χούντας. Αυτό είναι το πραγματικό νόημα της εκλογικής νίκης του Μόρσι και αυτή είναι η πραγματικότητα καθορίζει και το τοπίο μετά την νίκη του.
Όπως έγραψε το στέλεχος των Επαναστατών Σοσιαλιστών, Χοσάμ Ελ Χαμαλαουΐ: «Η επανάσταση δεν τέλειωσε και δεν θα εξανεμιστεί από τη νίκη του Μόρσι. Ο Μόρσι και η Αδελφότητα άνοιξαν το κουτί της Πανδώρας, και το επόμενο διάστημα θα οξύνει τις αντιφάσεις τους. Είναι μια διαδικασία από την οποία δεν μπορεί να απέχει η Αριστερά. Ενώ συνεχίζει να χτίζει την κοινωνική της βάση ανεξάρτητα, και να χτίζει συμμαχίες με άλλες δυνάμεις που αναζητούν μια εναλλακτική διαφορετικά από το Στρατιωτικό Συμβούλιου και τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, η επαναστατική Αριστερά πρέπει να συνεχίσει να παρεμβαίνει τακτικά σε κάθε σύγκρουση ανάμεσα στο Συμβούλιο και την Αδελφότητα».