Η τοποθέτηση της Αντικαπιταλιστικής Πολιτικής Ομάδας - συνιστώσα ΣΥΡΙΖΑ, στην συζήτηση που έχει ανοίξει σχετικά με την συγκυρία, την τοποθέτηση του προέδρου της ΚΟ στην ΔΕΘ και την πολιτική γραμμή του σχήματος.
Στο μάτι του κυκλώνα της καπιταλιστικής κρίσης που διαρκώς βαθαίνει και επεκτείνεται ο ελληνικός λαός βιώνει την συνέχεια των μνημονιακών μέτρων που δεν έχουν τέλος.
Σ’ αυτό το πλαίσιο ο ΣΥΡΙΖΑ – αξιωματική αντιπολίτευση, αναζητά τρόπους να καταστεί χρήσιμος για τις επείγουσες κοινωνικές ανάγκες και αιτήματα. Η πρόσφατη τοποθέτηση του προέδρου της Κ.Ο. από το βήμα της ΔΕΘ δεν ανταποκρίθηκε στην παραπάνω ανάγκη καθώς και σε εκείνη της εμβάθυνσης και συγκεκριμενοποίησης της γραμμής της αριστερής ανατροπής προς την «κυβέρνηση της Αριστεράς». Τρείς κεντρικοί και αναγκαίοι κόμβοι της παραπάνω κατεύθυνσης προβλήθηκαν αντεστραμμένοι:
- -Το βαθύτατα αντιφατικό , συγκρουσιακό και απρόβλεπτο περιβάλλον της βαθιάς διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης «κανονικοποιήθηκε» σαν να πρόκειται για περίοδο ομαλής ,επί της ουσίας, λειτουργίας του συστήματος.
- -Η εκρηκτική ταξική πόλωση που παράγει η εποχή της κρίσης και η συνακόλουθη ολομέτωπη επίθεση ταξικής αδιαλλαξίας που εξαπολύει η άρχουσα τάξη, για τη ραγδαία αλλαγή των υλικών ταξικών συσχετισμών εντός κρίσης, συνεπάγεται αντίστοιχη, από την πλευρά της αριστεράς, ταξικά αδιάλλακτη πολιτική απεύθυνσης και εκπροσώπησης των συμφερόντων της εργατικής τάξης και των σύμμαχων κοινωνικών στρωμάτων. Η αναγνώριση του πλαισίου αυτού, παράγωγου και χαρακτηριστικού της ίδιας της εποχής της κρίσης, φάνηκε να αγνοείται και να αντικαθίσταται από μια πολιτική που δύναται να «γεφυρώσει» αυτό το διαρκώς διευρυνόμενο ταξικό χάσμα, με απεύθυνση στο σύνολο των «παραγωγικών δυνάμεων» της χώρας, «παγώνοντας» τους συσχετισμούς σε μια ισορροπία πολιτικής πρότασης διαχείρισης με φιλεργατικό – φιλολαϊκό πρόσημο. Ο κίνδυνος της πτώσης σε πολιτικό και κοινωνικό κενό είναι προφανής.
- -Η αντιπολιτευτική στρατηγική με επίκεντρο τη συγκρότηση ενός πολιτικού και κοινωνικού ρεύματος που θα πυροδοτεί τη μαζική πολιτική και κοινωνική δράση στη γραμμή της σύγκρουσης, η οποία βρίσκεται μπροστά μας, για μια πολιτική και κοινωνική ανατροπή που θα επιβάλλει την «Κυβέρνηση της Αριστεράς», αντικαταστάθηκε από την προσέγγιση του «ώριμου φρούτου» και της προδιαγεγραμμένης επίτευξης του παραπάνω (;) στόχου σε ένα πλαίσιο κυβερνητισμού και στατικής προγραμματικής διαχείρισης.
Συγκεκριμένα
Επιλέχθηκε η ανάγκη να παρουσιαστεί ο ΣΥΡΙΖΑ «υπεύθυνος» και έτοιμος να κυβερνήσει, με αποτέλεσμα η τοποθέτηση του προέδρου να καθοριστεί από τις πιο «ρεαλιστικές» ερμηνείες του προεκλογικού του προγράμματος σ’ ένα μείγμα «εναλλακτικού αναπτυξιακού υποδείγματος», αντί να επικεντρωθεί στις πολιτικές και κινηματικές προϋποθέσεις για ένα μαζικό κοινωνικό ρεύμα αριστερής ανατροπής σε Ελλάδα και Ευρώπη. Σημειώνουμε τρία πολύ σοβαρά κεντρικά προβλήματα:
α) Την στόχευση, έστω από αριστερή σκοπιά και φρασεολογία, της συγκρότησης κοινωνικών και ταξικών συναινέσεων, με διαρκείς αναφορές άμεσα αλλά και επί του προγραμματικού περιεχομένου, σε προτεινόμενες, γενικόλογα, «πατριωτικές λύσεις» και σαφή υποχώρηση των ιδεολογικών χαρακτηριστικών της ριζοσπαστικής αριστεράς: το «ανατροπή στην Ελλάδα – μήνυμα στην Ευρώπη» έγινε «ξανακτίζουμε την Ελλάδα». Η ενότητα και η «κυβέρνηση της αριστεράς» έδωσαν τη θέση τους στο στόχο για ενισχυμένη αυτοδυναμία στην «μεγάλη δημοκρατική παράταξη». Η ταξική μεροληψία έγινε διαχείριση της «κοινωνικής ανταποδοτικότητας» των επενδύσεων και «επιδέξια αξιοποίηση» της γεωστρατηγικής θέσης της χώρας. Η εθνικοποίηση – κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και των ΔΕΚΟ εξαφανίστηκαν. Ο δε «σοσιαλισμός» σαν στρατηγικός στόχος απουσίαζε.
Ωστόσο είναι η ίδια η κρίση που έχει διαρρήξει αυτές τις κοινωνικές συναινέσεις και είναι ακριβώς αυτή η πραγματικότητα που οδηγεί το παλιό πολιτικό σύστημα στη σήψη και την κατάρρευση και τον ΣΥΡΙΖΑ στην θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Είναι αυτή η ίδια η κρίση που δεν επιτρέπει στα αστικά πολιτικά επιτελεία να σχεδιάσουν, ακόμη κι αν ήθελαν, διαφορετικά από το τροϊκανό σχέδιο, δηλαδή την εσωτερική υποτίμηση, και την αξιοποίηση της γεωστρατηγικής θέσης της χώρας πέρα από την ευρωατλαντική στρατηγική. Είναι αυτή η ίδια η κρίση που επιτρέπει στην αριστερά του 2012, των ιστορικών διαδρομών αλλά και της ιδεολογικής υποχώρησης, αν όχι ήττας διεθνώς, να διεκδικήσει και πάλι την εναλλακτική της πρόταση και στρατηγική, μετέχοντας πρωταγωνιστικά σε πολιτικές εξελίξεις πρωτοφανείς και με απήχηση σε διεθνή κλίμακα.
β) Την πλέον «φιλοευρωπαϊκή» τοποθέτηση όλου του τελευταίου διαστήματος σε σχέση με την πολιτική, τη στρατηγική αλλά και τη συνολική αρχιτεκτονική της ΟΝΕ (άρα και της τρόικα, όσο κι αν έγινε έντονη προσπάθεια να στοχοποιηθεί κατά απόλυτη προτεραιότητα το ΔΝΤ) μέσω της παρουσίασης της θέσης για ανατροπή του μνημονίου και επαναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης με στόχο τη διαγραφή χρέους, ως περίπου διασφαλισμένης επιτυχίας, χωρίς συγκρούσεις και με ανοιχτό το ενδεχόμενο για μονομερή παύση πληρωμών προς τους δανειστές και με ότι αυτό συνεπάγεται. Η τοποθέτηση «καμιά θυσία για το ευρώ» έδωσε τη θέση της στη ρητή δήλωση παραμονής εντός της ΟΝΕ και η προοπτική σύγκρουσης με την νεοφιλελεύθερη ηγεσία (συνολικά) της ΕΕ και της ίδιας της αρχιτεκτονικής της, σε εγκώμιο της πολιτικής Μόντι.
γ) Την πιο αμήχανη στάση απέναντι στην κυβέρνηση και την τρόικα καθώς η επιλογή της «προγραμματικής ομιλίας στην ΔΕΘ» δεν συνδέθηκε ούτε με το αίτημα για εκλογές, ούτε με την ανάληψη συγκεκριμένης ευθύνης απέναντι στις κοινωνικές και κινηματικές αντιστάσεις καθώς, αφενός «στην εποχή μας δεν υπάρχει κόμμα που να μπορεί να καλέσει στον δρόμο εκατοντάδες χιλιάδες γιατί είναι η εποχή της αποστράτευσης», αφετέρου «χωρίς τον κόσμο στους δρόμους δεν μπορούμε να υλοποιήσουμε την πολιτική μας». Ωστόσο στις 26 Σεπτέμβρη οικοδομείται μεγάλη απεργιακή κινητοποίηση η οποία θα μπορούσε όχι μόνο να προβληθεί αλλά θα έπρεπε να υποστηριχθεί ο χαρακτήρας της Γενικής Πολιτικής Απεργίας.
Η έκβαση της μάχης του κόσμου της εργασίας και της λαϊκής πλειοψηφίας κόντρα στα κέρδη και τις επιλογές εντός της κρίσης των «επενδυτών» ή των «κερδοσκόπων» και των πολιτικών τους εκπροσώπων, είναι ανοιχτή στην Ελλάδα όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες με τους Πορτογάλους και τους Ισπανούς να δείχνουν τούτη την ώρα, τον δρόμο. Ο ΣΥΡΙΖΑ έκφρασε και εκφράζει το πιο αποφασιστικό κοινωνικό κομμάτι που επιλέγει και επιδιώκει την συνολική ανατροπή των πολιτικών λιτότητας χωρίς να εγκλωβίζεται στο δίλημμα της – πάση θυσία – παραμονής στο Ευρώ.
Για να συναντηθεί αποτελεσματικά μ’ αυτόν τον κόσμο – πολιτικά, κινηματικά και εκλογικά – πρέπει να κατανοήσει τη θέση του και άρα και τα καθήκοντά του στο νέο κρισιακό πεδίο της ταξικής και ιδεολογικοπολιτικής αντιπαράθεσης.
Απέναντι στον καταρρέοντα «ρεαλισμό», στην απαξίωση του «σάπιου πολιτικού συστήματος» που δεν μπορεί πια να συγκροτεί ευρείες κοινωνικές συναινέσεις προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου, αναφύεται το κλασσικό δίπολο της κρίσης: ριζοσπαστική Αριστερά (πρωτίστως ΣΥΡΙΖΑ) εναντίον εθνικισμού και ακροδεξιάς (πρωτίστως ΧΑ), δίπλα στο δίπολο «μνημόνιο – αντιμνημόνιο». Απ’ αυτή την ανάγνωση συνεπάγονται και οι αναγκαίες πολιτικές κατευθύνσεις και καθήκοντα για τον ΣΥΡΙΖΑ, που βρίσκονται στον αντίποδα των εμφάσεων που ανάδειξε η τοποθέτηση στη ΔΕΘ! Περισσότερη κόντρα στον εθνικισμό, στους ντόπιους καπιταλιστές και στην ακροδεξιά, περισσότερη κόντρα στην ΟΝΕ και την ΕΕ, οργάνωση των κοινωνικών αντιστάσεων και της συλλογικότητας στο κίνημα, στην πολιτική και ιδεολογική συζήτηση, στο κόμμα, στην κοινωνία, στους χώρους δουλειάς.
Κόντρα στον εθνικισμό και κόντρα στη νεοφιλελεύθερη ΟΝΕ/ΕΕ
Σύγκρουση με τον εθνικισμό σημαίνει πρωτίστως την αποκάλυψη του «λόμπυ του μνημονίου». Δηλαδή των ντόπιων καπιταλιστών που θησαυρίζουν μέσα στην κρίση και επωφελούνται της μνημονιακής πολιτικής κυρίως μέσω της συντριβής της εργασίας αλλά και μέσω φοροασυλίας, εξαγωγής κεφαλαίων στο εξωτερικό, αγοράς της δημόσιας περιουσίας κ.λ.π. Η «μνημονιακή, τρικομματική κυβέρνηση» εκπροσωπεί τα οικονομικά συμφέροντα του μείζονος τμήματος των ελλήνων καπιταλιστών. Γιατί η «εθνική οικονομική και πολιτική ηγεσία» είναι πιο επιθετική και από την ίδια την Τρόικα; Επειδή όποια επιλογή κι αν κάνει ο ελληνικός αστισμός με τις αντιφάσεις του (όπως και κάθε άρχουσα τάξη οποιασδήποτε χώρας), «ευρωπαϊκή» ή «εθνοκεντρική», είναι πάντα και σε τελική ανάλυση επιλογή «εθνική», δηλαδή επιλογή ρύθμισης των ταξικών σχέσεων και του βαθμού εκμετάλλευσης της εργασίας στην ίδια του την χώρα, εν προκειμένω στην Ελλάδα.
Ταυτόχρονα κόντρα στο εθνικισμό και τον ρατσισμό σημαίνει άμεση προτεραιότητα και συγκεκριμενοποίηση της γραμμής απέναντι στην ΧΑ. Οι νεοναζί επιχειρούν να αναλάβουν την υπεράσπιση των «εθνικών συμφερόντων», δηλαδή των συμφερόντων της ντόπιας αστικής τάξης αλλάζοντας το κέντρο της αντιπαράθεσης από την ολομέτωπη ταξική επίθεση, στους περίπου «αόρατους» «διεθνείς συνωμότες» κατά της πατρίδας και στους μόνιμα διαθέσιμους αποδιοπομπαίους τράγους, τους μετανάστες (για να ακολουθήσουν οι συνδικαλιστές και οι αριστεροί). Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αποδεχτεί τον ρόλο που του αντιστοιχεί στην κοινωνική και ιδεολογικοπολιτική πόλωση εντός της κρίσης και να χρήσει τον εαυτό του τον μείζονα αντίπαλο των εθνικιστών νεοναζί με ότι αυτό συνεπάγεται.
Απ’ την άλλη κόντρα στις επιλογές και την στρατηγική της Τρόικας και της ΟΝΕ αλλά και την συνολική νεοφιλελεύθερη αρχιτεκτονική της ΕΕ, υπό το γενικό πλαίσιο «το νόμισμα και το χρέος δεν είναι ταμπού, καμιά θυσία για το ευρώ, άμεση προτεραιότητα στις κοινωνικές και ταξικές ανάγκες». Η σύγκρουση με την ευρωπαϊκή ηγεσία με την οποία συμπλέει σήμερα ο ελληνικός αστισμός είναι μονόδρομος για την εναλλακτική αριστερή και ταξική διέξοδο. Η προσδοκία για μια συστράτευση των λαών της Ευρώπης σε στόχους δημοκρατικούς και σοσιαλιστικούς περνά μέσα από την σύγκρουση με τις δομές και την αρχιτεκτονική της ΟΝΕ/ΕΕ ως την καθαυτό ζώνη οργάνωσης της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής και αυτό, σήμερα εντός κρίσης, έχει αρχίσει να γίνεται κατανοητό σε εκατομμύρια ευρωπαίους/ες εργαζόμενους/ες, πρώτα απ’ όλα στον Νότο και σίγουρα στην Ελλάδα.
Ωστόσο η τακτική εδώ είναι κρίσιμη. Η σύγκρουση με την ευρωπαϊκή νεοφιλελεύθερη ηγεσία πρέπει να γίνει με όρους που θα εξυπηρετούν αφ’ ενός την σύγκρουση με τον εθνικισμό και αφ’ ετέρου την ενεργοποίηση της «Ελλάδας – αδύνατου κρίκου» για το σύστημα σε κρίση και ταυτόχρονα, «δυνατού κρίκου – υποδείγματος ανατροπής» για τους λαούς και τον κόσμο της εργασίας, για την αριστερά και τη σοσιαλιστική στρατηγική, σε όλη την Ευρώπη, ξεκινώντας από τις χώρες του Νότου.
Προτεραιότητα στην οργάνωση της ταξικής και πολιτικής πάλης
Η όποια νίκη των δυνάμεων της εργασίας και της αριστεράς περνά μέσα από την διαδικασία της πολιτικής και κοινωνικής ανατροπής, η οποία με τη σειρά της προϋποθέτει την πολιτική και κοινωνική σύγκρουση, τόσο με την εγχώρια αστική τάξη όσο και με το μπλοκ της πολιτικής της εκπροσώπησης.
Απαραίτητο και επιτακτικό όρο για το παραπάνω αποτελεί η μαζική κοινωνική και πολιτική δράση ενός μεγάλου τμήματος της πληττόμενης κοινωνίας υπό την ηγεμονία των δυνάμεων της εργασίας, τόσο στο πεδίο των πολιτικών στόχων, όσο και στο πεδίο της οργάνωσης της πάλης. Αυτό με την σειρά του απαιτεί μια στιβαρή πολιτική τακτική και στρατηγική από την Αριστερά η οποία θα έχει αταλάντευτο μέτωπό απέναντι και στις δύο τάσεις του κεφαλαίου, τόσο στη διεθνική (πολιτική εσωτερικής υποτίμησης στο πλαίσιο της ευρωζώνης) που είναι ηγεμονική σε αυτή τη φάση, όσο και στην τάση εθνικής αναδίπλωσης ως έσχατης διεξόδου της αστικής τάξη στην κρίση με χαρακτηριστικά σκληρής εθνικιστικής, ακραία αυταρχικής, ακροδεξιάς στροφής του συστήματος. Μια τέτοια πολιτική στρατηγική και τακτική δεν επιτρέπει σημαντικές πολιτικές ταλαντεύσεις και αναστολή της δράσης με ανάθεση στο «κεντρικό πολιτικό πεδίο». Θέτει ως πρωταρχικό στοιχείο τις ταξικές και κοινωνικές ανάγκες, συγκροτώντας ένας πλήρως ανταγωνιστικό, στο αστικό, πλαίσιο πολιτικής στόχευσης, αλλά και ιδεών παρέχοντας ταυτόχρονα τις συνθήκες μαζικής συλλογικής ένταξης και δράσης, δημοκρατικής συμμετοχής, και παραγωγής και ελέγχου της πολιτικής από τη ίδια τη μαχόμενη κοινωνία.
Οι μέχρι σήμερα δεσπόζουσες στην αριστερά προσεγγίσεις (φαντασιακές αφηγήσεις του παρελθόντος) που οδηγούν τους «διεθνιστές» στην ουρά της ΟΝΕ, του Ευρώ και εν τέλει του αστικού κοσμοπολιτισμού και τους «αντιιμπεριαλιστές» στην ουρά των «εθνικών» διλημμάτων και εν τέλει του εθνικισμού δεν προσφέρουν τίποτα εκτός από αμηχανία και προϋποθέσεις ήττας.
Στα καθήκοντα της πολιτικής γραμμής η πρώτη «ανεξαρτησία» που πρέπει να κατακτηθεί είναι αυτή της αριστερής γραμμής έναντι (όλων) των αστικών επιλογών.
Η πέραν του δέοντος προσδοκία της εκλογικής νίκης και της κυβέρνησης και μάλιστα με την προσέγγιση του «ώριμου φρούτου» και ο «κυβερνητισμός» ως στρατηγική, χάνει από τα μάτια του κρίσιμα καθήκοντα που χωρίς την εκπλήρωσή τους η νίκη είναι απλά, ανέφικτη.
Η προτεραιότητα βρίσκεται στην κίνηση του ταξικού υποκειμένου, όχι στην επαγγελία της εκπροσώπησής του.
Στα καθήκοντα απέναντι στο κίνημα να ξεκαθαρίσουμε πως δεν υπάρχει μεταφυσική στην ταξική και πολιτική πάλη. Η δρώσα κοινωνία της αγωνιστικής διετίας 2009 – 2011 οδήγησε στις εκλογές και στο 27% του ΣΥΡΙΖΑ. Τώρα, ιδιαίτερα το πιο αγωνιστικό, κινηματικό αλλά και πολιτικοποιημένο κομμάτι, περιμένει από τον ΣΥΡΙΖΑ να παίξει διαφορετικό και πολύ πιο αποτελεσματικό ρόλο στην οργάνωση του κινήματος.
Όλα τα παραπάνω συγκεφαλαιώνονται στις προτεραιότητες, τις αιχμές και εν γένει τα κριτήρια που καθορίζουν και τον λόγο της μαζικής εκφώνησης και απεύθυνσης του ΣΥΡΙΖΑ προς την κοινωνία.
Ιδιαίτερα στις κεντρικές – δια του προέδρου – παρεμβάσεις, πρέπει να είναι σαφές «σε ποιον απευθύνεται ο ΣΥΡΙΖΑ», ταξικά και κοινωνικά. Να ξεκαθαρίζει ότι απευθύνεται αποκλειστικά στην πληττόμενη κοινωνική πλειοψηφία και κατά προτεραιότητα στον κόσμο της εργασίας. Που σημαίνει ότι δεν απευθύνεται σε κανένα τμήμα του εγχώριου κεφαλαίου αλλά και της οργανωμένης κρατικής γραφειοκρατίας (κεντρικών οργάνων και στελεχών υπουργείων, τραπεζών, Δικαιοσύνης, σωμάτων ασφαλείας κ.λ.π). Αυτό πρέπει να απαντά με το «πρόγραμμα», με το «τι θα κάνει» όταν γίνει κυβέρνηση και πρωτίστως τι κάνει στην πορεία της ανατροπής προς την «κυβέρνηση της Αριστεράς».
Αντίθετα δεν είναι προτεραιότητα, το «πως» θα το κάνει (με την έννοια του ακριβούς και κοστολογημένου «εναλλακτικού αναπτυξιακού υποδείγματος»)! Γιατί πολύ απλά αυτό το «πως» δεν αποτελεί τεχνική ή οικονομοτεχνική πλευρά της πολιτικής του, αλλά αποτελεί διακυμαινόμενο παράγοντα που σχετίζεται αφενός με την κίνηση και την αποφασιστικότητα του ίδιου του κόσμου, του «ακροατηρίου» του ΣΥΡΙΖΑ, και αφετέρου από την εξέλιξη των αντιφάσεων της διεθνούς και ευρωπαϊκής κρίσης και των συσχετισμών δύναμης, εάν και όταν προκύψει «κυβέρνηση της αριστεράς» στην Ελλάδα που θα ανατρέψει τα μνημόνια και τις πολιτικές λιτότητας και θα αμφισβητήσει το χρέος. Η ανάγκη να αναφερθούμε κατά προτεραιότητα σ’ αυτό το «πως», με όρους στατικούς, σημαίνει την υπαγωγή της ριζοσπαστικής αριστερής πολιτικής στο «ρεαλιστικό» αστικό πλαίσιο της κρίσης, έναντι της δυναμικής της ταξικής πόλωσης που εκτυλίσσεται εντός της.
Το αναγκαίο και ικανό πολιτικό πλαίσιο:
Α) Μονομερής ανατροπή του μνημονίου, και των πολιτικών λιτότητας. Διεκδίκηση διαγραφής του χρέους με επιλογές παύσης πληρωμών και μονομερούς διαγραφής του – στο πλαίσιο της πολιτικής «καμιά θυσία για το Ευρώ».
Β) Άμεσο πρόγραμμα αναστροφής των αποτελεσμάτων (και των αιτίων) της μνημονιακής πολιτικής: εθνικοποιήσεις τραπεζών και ΔΕΚΟ, προστασία και αύξηση μισθών και συντάξεων, βαριά φορολογία στο κεφάλαιο, Δωρεάν Υγεία, Παιδεία για όλους/ες, δημοκρατικό πλαίσιο και εμβάθυνση με θεσμούς κοινωνικού και εργατικού ελέγχου, απόδοση ευθυνών για την καταστροφική επιλογή της τρόικας και των μνημονίων, οικονομική ανασυγκρότηση με μοχλό το δημόσιο (σε ένα ριζικά νέο πρότυπο σε όλες τις μορφές και τις λειτουργίες του) για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών.
Γ) Σύγκρουση με τον εθνικισμό, τον ρατσισμό, την ΧΑ.
Δ) Επιμονή στην ενότητα της αριστεράς και στον στόχο για «κυβέρνηση της αριστεράς».
Ε) Ανοιχτό κάλεσμα για κινητοποίηση της κοινωνίας με σκοπό την ανατροπή των μνημονίων, της Τρόικας και φυσικά της κυβέρνησης. Ανάληψη της ευθύνης της οργάνωσης των αγώνων και της οικοδόμησης συλλογικών δομών- με σαφή άμεση προτεραιότητα την ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος σε ριζοσπαστική ταξική κατεύθυνση. Προπαγάνδιση Γενικής Πολιτικής Απεργίας.