Δεν είναι λοιπόν παράξενο που ο Ομπάμα καταβαραθρώθηκε στο ντιμπέιτ με τον Ρόμνεϊ. Δεν είναι ότι έχασε ξαφνικά την περιβόητη ρητορεία και γοητεία του. Είναι ότι δεν είχε τίποτα να παρουσιάσει στα πεπραγμένα του που να διαφέρει από την πολιτική των Ρεπουμπλικάνων. Και το κυριότερο, δεν είχε τίποτα να υποσχεθεί. Παρότι τα δυο επιτελεία σκίζονται να εμφανίσουν φοβερές διαφορές ανάμεσα στα δυο κόμματα και τους υποψήφιους τους, αυτές –δυστυχώς για τον αμερικάνικο λαό– δεν υπάρχουν παρά σε ελάχιστα πράγματα.
Όταν το 2008 κέρδισε ο Ομπάμα τις αμερικάνικες εκλογές, εκατομμύρια κόσμου στις ΗΠΑ, αλλά και παγκόσμια, πανηγύρισαν. Ακόμα και σε τμήματα του μουσουλμανικού κόσμου δημιουργήθηκαν ελπίδες για μια πραγματική αλλαγή μετά από τόσα χρόνια που υπέφεραν από την πολεμοκάπηλη, αυταρχική και επιθετική (πόλεμος κατά της τρομοκρατίας) πολιτική του Μπους.
Επίσης τμήματα της διεθνούς Αριστεράς (και της ελληνικής) χάρηκαν, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι ο Ομπάμα θα σταματήσει τους πολέμους σε Ιράκ και Αφγανιστάν, θα κλείσει το Γκουαντάναμο, θα εφαρμόσει πολιτική κράτους-πρόνοιας (υποσχόταν δημόσια και δωρεάν περίθαλψη) για τους εργαζόμενους/ες και τους φτωχούς των ΗΠΑ, θα φέρει μια νέα ποιότητα πολιτικής, θα στηρίξει τα οικολογικά αιτήματα για την ενέργεια και την προστασία του πλανήτη.
Ντέρμπι
Σήμερα, ενόψει των εκλογών της 6ης Νοέμβρη, η πιθανότητα να χάσει ο Ομπάμα από τον ακροδεξιό δισεκατομμυριούχο Ρεπουμπλικάνο, Μιτ Ρόμνεϊ, είναι υπαρκτή. Μετά το τηλεοπτικό ντιμπέιτ των δυο υποψήφιων, που ήταν καταστροφικό για τον Ομπάμα, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τους Ρεπουμπλικάνους να προπορεύονται. Κι όμως, ο Ρόμνεϊ είναι –και δεν το κρύβει– ό,τι πιο συντηρητικό έχει να παρουσιάσει η χριστιανική Δεξιά: ενάντια στη δωρεάν περίθαλψη και υγεία, ενάντια στα επιδόματα ανεργίας και γενικά ενάντια στην πρόνοια για τις ευπαθείς ομάδες, ενάντια στην ελευθερία των εκτρώσεων. Υπέρμαχος μιας πολεμοκάπηλης και επιθετικής πολιτικής σε Μέση Ανατολή και Ιράν και ενάντια στις πολιτικές και δημοκρατικές ελευθερίες.
Πώς γίνεται λοιπόν να προηγείται και να βάζει σοβαρή υποψηφιότητα για πρόεδρος; Πού πήγε το λαϊκό ρεύμα που έφερε τον Ομπάμα στην εξουσία τέσσερα χρόνια πριν;
Η απάντηση βρίσκεται στην πολιτική που ακολούθησε ο Ομπάμα και η κυβέρνησή του. Σχεδόν καμία από τις προσδοκίες του κόσμου δεν έχει πραγματοποιηθεί.
Έλεγε προεκλογικά πως θα στηρίξει τους φτωχούς και τους εργαζόμενους/ες και θα «βάλει χέρι» στους μεγαλοκαπιταλιστές, τις τράπεζες και την Γουόλ Στριτ. Τι έκανε; Κατά τη διάρκεια της θητείας του τα κέρδη του 1% των πλουσιότερων καπιταλιστών και εταιρειών αυξήθηκαν –παρά την κρίση– κατά ένα τρισεκατομμύριο δολάρια. Η φορολογία των πλουσίων μειώθηκε, ενώ το μεγαλύτερο κομμάτι των φορολογικών εσόδων προέρχεται από τους εργαζόμενους και μάλιστα το φτωχότερο κομμάτι τους. Το 2011 ένα εκατομμύριο Αμερικανοί έχασαν την ασφάλεια ζωής τους και έξι εκατομμύρια έχουν εκτοπιστεί από τα σπίτια τους.
Τράπεζες
Ο Ομπάμα, αντί να υποχρεώσει τις Τράπεζες –που τις διέσωσε και χρυσοπλήρωσε με δισεκατομμύρια δολάρια– να σταματήσουν τις εξώσεις και να παραγράψουν τα χρέη των νοικοκυριών, που αδυνατούσαν να πληρώσουν, προτίμησε να μην «τα σπάσει» μαζί τους και συνακόλουθα με τη Γουόλ Στριτ. Άφησε έτσι εκατομμύρια ανθρώπων άστεγους και εξαθλιωμένους.
Αντίστοιχα το «μεγάλο του επίτευγμα», η κρατική διάσωση της General Motors, δεν συνοδεύτηκε από την επιβολή ενός φιλεργατικού μοντέλου, αλλά αντίθετα από απολύσεις και ένα γερό χτύπημα στους μισθούς και τα δικαιώματα των εργαζομένων στην αυτοκινητοβιομηχανία.
Όταν ανέλαβε την προεδρία των ΗΠΑ, η ανεργία ανέβηκε, την ίδια στιγμή που χρειάζονταν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι να δουλέψουν στην υγεία, την παιδεία και τις άλλες κοινωνικές παροχές. Όχι μόνο δεν έγιναν προσλήψεις, αλλά 600.000 απολύθηκαν από το δημόσιο τομέα.
Η προ μηνός απεργία των 29.000 δασκάλων στο Σικάγο, τα αιτήματά τους και η αντιμετώπισή τους από τον Δημοκρατικό (πρώην προσωπάρχη του Ομπάμα) Ραμ Εμάνουελ, που τους απείλησε με καταστολή και απολύσεις, αν δεν γύριζαν στη δουλειά, είναι ενδεικτική της αντιμετώπισης των εργαζομένων, αλλά και της δημόσιας παιδείας γενικότερα.
Στα θέματα πολιτικών και δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων, δεν άλλαξαν και πολλά από την κυβέρνηση Μπους. Το Γκουαντάναμο δεν έκλεισε. Η στάση απέναντι στους Άραβες και Μουσουλμάνους κατοίκους των ΗΠΑ συνέχισε να είναι επιθετική και άδικη. Και όχι μόνο. Ως «τρομοκράτες» συνελήφθησαν σε εφόδους του FBI αντιρατσιστές και αντιπολεμικοί ακτιβιστές, αλληλέγγυοι στην Παλαιστίνη.
Στα θέματα της λιτότητας και των περικοπών ο Ομπάμα περηφανεύεται προεκλογικά ότι έκοψε 1 τρισεκατομμύριο από τα «παράλογα» έξοδα του κράτους (καταλαβαίνουμε από ποιους τα έκοψε). Μάλιστα, Ομπάμα και Ρόμνεϊ συμφωνούν ότι οι περικοπές πρέπει να αυξηθούν. Όμως, κανείς από τους δύο δεν προτίθεται να πάρει κάτι από τις μεγάλες εταιρίες (Τράπεζες κλπ) και από το 1% των πλουσιότερων καπιταλιστών.
Στην εξωτερική πολιτική η ουσία δεν άλλαξε. Ο Ομπάμα βέβαια δεν υιοθέτησε την «καουμπόικη» τακτική του Μπους. Υποχρεώθηκε να ακολουθήσει ένα πιο χαμηλό προφίλ, να ρίξει περισσότερο βάρος στο χτίσιμο διεθνών συμμαχιών και την εξασφάλιση συναίνεσης, να προσαρμοστεί στα γεγονότα αντί να απαντά με «τσαμπουκάδες» ως μόνη υπερδύναμη. Αυτή η αναπροσαρμογή υπαγορεύτηκε σε μεγάλο βαθμό από την υποχώρηση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και την αποτυχία της πολιτικής Μπους.
Ιμπεριαλισμός
Ο Ομπάμα λάνσαρε ένα νέο είδος εξωτερικής πολιτικής, λιγότερο «καουμπόικης», πιο «χειρουργικής», αλλά το ίδιο επικίνδυνης. «Στοχευμένοι» βομβαρδισμοί από μη επανδρωμένα αεροσκάφη σε Πακιστάν, Σομαλία και Υεμένη, εξοπλισμός πιστών συμμάχων, παράνομες εκτελέσεις σε ξένο έδαφος (βλ. Μπιν Λάντεν), ένα θηριώδες δίκτυο «μικρών και ευέλικτων» πολιτικοστρατιωτικών σωμάτων από την Αφρική ως την Ανατολική Ασία. Μπορεί να ολοκληρώθηκε τελικά η αποχώρηση από το Ιράκ, αλλά συνοδεύτηκε από κλιμάκωση του πολέμου στο Αφγανιστάν.
Ο Ομπάμα έχει επίσης στο λογαριασμό του το βομβαρδισμό της Λιβύης, την πλήρη αδράνεια απέναντι στην ανεξέλεγκτη συνέχεια των ισραηλινών εποικισμών, τον οικονομικό πόλεμο και τις στρατιωτικές απειλές ενάντια στο Ιράν. Η τακτική άλλαξε, αλλά οι ιμπεριαλιστικοί στόχοι μένουν ίδιοι. Γι’ αυτό και το ζήτημα της περικοπής των υπέρογκων πολεμικών δαπανών, ώστε να βοηθηθούν τομείς ανθρώπινων αναγκών, δεν υπάρχει στο πρόγραμμα των δύο υποψήφιων.
Επιλογές
Όλα αυτά δεν ήταν υποχρεωτικές επιλογές. Όταν ο Ομπάμα και οι Δημοκρατικοί ήρθαν στην κυβέρνηση, η μεγάλη πλειοψηφία του αμερικανικού λαού ήταν μαζί τους και τους στήριζε να κάνουν αλλαγές σε όλα τα επίπεδα: κοινωνική δικαιοσύνη, περίθαλψη, παιδεία, δημοκρατία, σταμάτημα των πολέμων και των πολεμικών δαπανών, δημιουργία θέσεων εργασίας μέσα από την αναβάθμιση και τη δημιουργία κράτους-πρόνοιας. Ο Ομπάμα και οι Δημοκρατικοί όμως επέλεξαν να μη συγκρουστούν καθόλου με τους καπιταλιστές.
Η πολιτική του Ομπάμα κατέληξε λίγο-πολύ μια συνέχεια της πολιτικής του Μπους. Σήμερα, εξελίσσεται ένας ταξικός οικονομικός πόλεμος που έχει στείλει πάνω από 140 εκατομμύρια πολίτες κοντά ή κάτω από το όριο της φτώχειας.
Δεν είναι λοιπόν παράξενο που ο Ομπάμα καταβαραθρώθηκε στο ντιμπέιτ με τον Ρόμνεϊ. Δεν είναι ότι έχασε ξαφνικά την περιβόητη ρητορεία και γοητεία του. Είναι ότι δεν είχε τίποτα να παρουσιάσει στα πεπραγμένα του που να διαφέρει από την πολιτική των Ρεπουμπλικάνων. Και το κυριότερο, δεν είχε τίποτα να υποσχεθεί. Παρότι τα δυο επιτελεία σκίζονται να εμφανίσουν φοβερές διαφορές ανάμεσα στα δυο κόμματα και τους υποψήφιους τους, αυτές –δυστυχώς για τον αμερικάνικο λαό– δεν υπάρχουν παρά σε ελάχιστα πράγματα.
Ενδεικτικό είναι και το γεγονός πως οι καπιταλιστές και η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ δεν έχει τοποθετηθεί σαφώς υπέρ ενός υποψήφιου. Χρηματοδοτεί αφειδώς με δισεκατομμύρια δολάρια και τους δύο, την ώρα που ο κόσμος πεινάει και είναι άστεγος. Αν ο Ομπάμα κερδίσει τις εκλογές θα οφείλεται αφενός στη στήριξη της μερίδας του κεφαλαίου που επιμένει στην χρησιμότητα ενός Δημοκρατικού (με τις διασυνδέσεις στις συνδικαλιστικές ηγεσίες και τη συναίνεση του «φιλελεύθερου» φάσματος) στο Λευκό Οίκο και θεωρεί αποτελεσματικότερους τους χειρισμούς του Ομπάμα. Αφετέρου στο ότι ένα κομμάτι του κόσμου σιχαίνεται και φοβάται τόσο τους Ρεπουμπλικάνους, ώστε, παρά την απογοήτευσή του από τον Ομπάμα, δεν θα τους ψηφίσει.
«Μικρότερο κακό»
Πρόκειται για μια τελείως διαφορετική ψήφο από εκείνη του 2008: Αυτή την φορά είναι η παραδοσιακή επιλογή του «μικρότερου κακού», που πάντοτε έσπρωχνε το πολιτικό κλίμα στις ΗΠΑ προς τα δεξιά.
Είναι η λογική («μην στριμώξουμε τον Ομπάμα για να μην ξαναέρθουν οι Ρεπουμπλικάνοι») που άφησε τον Ομπάμα χωρίς πίεση από τα αριστερά, με αποτέλεσμα να στρίβει όλο και πιο δεξιά. Είναι χαρακτηριστικό πως μία από τις ελάχιστες κατακτήσεις της περιόδου Ομπάμα, η υπεράσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών και των δημόσιων σχολείων του Σικάγου συνέβη, όταν ένα σωματείο ήρθε σε ρήξη με τη λογική συνεννόησης με το Δημοκρατικό Κόμμα και διεξήγαγε ένα σκληρό απεργιακό αγώνα εναντίον του.
Σε αυτό το δρόμο (μαζί με το κίνημα «Καταλάβατε τη Γουόλ Στριτ», τον αγώνα στο Γουισκόνσιν, τις αντιρατσιστικές διαδηλώσεις για τον νεαρό Τράιβον Μάρτιν που δολοφονήθηκε από την αστυνομία) έχουν να βαδίσουν οι Αμερικάνοι και οι Αμερικάνες. Να οργανώσουν την αντίστασή τους και τις συλλογικότητές τους ενάντια στη λιτότητα, τη φτώχια, την ανεργία και τις κακοπληρωμένες ανασφάλιστες δουλειές, ενάντια στις επιθέσεις στα δημοκρατικά τους δικαιώματα, ενάντια στο ρατσισμό και το σεξισμό, όποιος κι αν θα είναι τελικά ο νικητής των εκλογών.
Μόνο έτσι θα αποτραπεί η δεξιά μετατόπιση και θα ξαναγεννηθεί η ελπίδα του «Ναι, μπορούμε!».