Παραθέτουμε τη συμβολή στη συζήτηση για το Σχέδιο Διακήρυξης του ΣΥΡΙΖΑ που κατέθεσαν οι Κοσμάς Πάνος, μέλος γραμματείας ΣΥΡΙΖΑ, Κόκκινο, Μάρταλης Σωτήρης, αναπληρωματικό μέλος γραμματείας ΣΥΡΙΖΑ, ΔΕΑ, Νταβανέλλος Αντώνης, μέλος γραμματείας ΣΥΡΙΖΑ, ΔΕΑ, Παπακώστας Βασίλης, αναπληρωματικό μέλος γραμματείας ΣΥΡΙΖΑ, Κόκκινο, Σαπουνάς Γιώργος, μέλος γραμματείας ΣΥΡΙΖΑ, ΑΠΟ, Ψαρρέας Πέτρος, αναπληρωματικό μέλος γραμματείας ΣΥΡΙΖΑ, ΑΠΟ.
Το Σχέδιο Διακήρυξης που η γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ έδωσε προς συζήτηση στις συνελεύσεις των οργανώσεων του ενωτικού εγχειρήματος της ριζοσπαστικής αριστεράς, δίνει τα ερεθίσματα για μια σημαντική πολιτική συζήτηση, σε μια κρίσιμη περίοδο.
Κατανοώντας την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς τον ενιαίο φορέα, ως πορεία οικοδόμησης κυρίως πολιτικής ενότητας ενός μεγάλου τμήματος της αριστεράς, θα επικεντρώσουμε τη συμβολή μας σε παρατηρήσεις επί του πολιτικού – προγραμματικού σκέλους του σχεδίου. Αυτό δεν σημαίνει ότι υποτιμούμε τις επιλογές ιδεολογικού – στρατηγικού προσανατολισμού. Αντίθετα, θεωρούμε, για πολλούς λόγους, πολύτιμη τη δεδηλωμένη ένταξη της προσπάθειας του ΣΥΡΙΖΑ στην αντικαπιταλιστική - σοσιαλιστική στρατηγική. Όμως θεωρούμε αυτονόητο ότι οι ιδεολογικές αποχρώσεις και διαφορές μεταξύ των ρευμάτων και τάσεων που συνυπάρχουν στον ΣΥΡΙΖΑ, θα συνεχίσουν να υπάρχουν για μεγάλο διάστημα σχετικά με ζητήματα της σοσιαλιστικής ανατροπής. Στο μέτρο που η πολιτική ενότητα παραμένει ισχυρή, θεωρούμε ότι αυτές οι διαφορές μπορούν να εξακολουθούν να αποτελούν πλούτο και όχι πηγή προβλημάτων και δυσλειτουργιών για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Θεωρούμε ότι η προσοχή των μελών και των οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ, ανάμεσα στα ζητήματα που θέτει το σχέδιο, πρέπει να στραφεί και στα εξής σημεία:
1. Επιμένουμε στη διεκδίκηση της κυβέρνησης της αριστεράς ή έχουμε «νέες ιδέες» μπροστά στα αδιέξοδα και στη σήψη της τρικομματικής;
Το Σχέδιο Διακήρυξης δηλώνει ως βασικό στόχο του ΣΥΡΙΖΑ τη διεκδίκηση μιας κυβέρνησης της αριστεράς «στηριγμένης σε ένα ευρύ μέτωπο κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων». Για να επιτύχουμε το στόχο αυτό, δηλώνει ότι: α) «επιμένουμε στην ανάγκη για κοινή δράση και συμπαράταξη της αριστεράς», β) «συμβάλλουμε με όλες τις δυνάμεις μας στην ανάπτυξη ενός ισχυρού κοινωνικού κινήματος και ενός μεγάλου πολιτικού κινήματος» και γ) «ισχυροποιούμε και διευρύνουμε τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ» (Προοίμιο). Η θέση αυτή είναι σωστή, πρέπει να διαφυλαχθεί και να επιβεβαιωθεί από την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη.
Η θέση αυτή τίθεται σε αμφισβήτηση από τοποθετήσεις, όπως:
Ι) Κυβέρνηση αντιμνημονιακών δυνάμεων. Πρόκειται για καλυμμένη πρόταση συγκυβέρνησης με τους Ανεξάρτητους Έλληνες του Πάνου Καμένου. Είναι μια πρόταση που επιχειρεί να λύσει τα προβλήματα συμμαχιών και το πιθανό αριθμητικό ζήτημα κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, αλλά δημιουργεί σοβαρότατα ζητήματα πολιτικού και στρατηγικού προσανατολισμού για τον ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα του Π. Καμένου πέρα από την αντιμνημονιακή ρητορική του, παραμένει υποστηρικτής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, παραμένει κόμμα της σκληρής Δεξιάς και αποτελεί τον πιθανότατο πόλο μιας εθνικιστικής (και τυχοδιωκτικά φιλοπόλεμης) στρατηγικής διεξόδου του ελληνικού καπιταλισμού από την κρίση.
ΙΙ) Κυβέρνηση κοινωνικής (ή εθνικής) σωτηρίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε με επιτυχία, αυτή τη δοκιμασία στο μεσοδιάστημα των εκλογών του περασμένου Μάη – Ιούνη. Οφείλει να αντέξει στην σχετική πίεση και σήμερα, ακόμα και κάτω από την απειλή σοβαρού οικονομικού αδιεξόδου ή «ατυχήματος». Η συγκυβέρνηση με πλατύ φάσμα αστικών δυνάμεων (συμπεριλαμβάνοντας και το κόμμα του Σαμαρά;) σε κάθε περίπτωση θα λειτουργεί ως παράγων επανασταθεροποίησης του συστήματος και σε ευθύ ανταγωνισμό τόσο με τις προοπτικές της αριστεράς όσο και με τα συμφέροντα των εργαζομένων και της νεολαίας. Όποιο φτιασίδωμα αυτής της «λύσης» (π.χ. κυβέρνηση «ειδικού σκοπού») δεν είναι δυνατόν να καλύψει πειστικά το πρόβλημα, ενώ κανείς δεν δικαιούται να ξεχνά την αρνητική πείρα του 1989….
2. Ανατροπή της λιτότητας
Ο ΣΥΡΙΖΑ και δια του σ. Αλέξη Τσίπρα στη βουλή έχει πλέον με σαφήνεια δεσμευτεί για τη «μονομερή πράξη» της κατάργησης των μνημονίων και όλων των συνοδευτικών νόμων λιτότητας.
Οφείλει να συνδυάσει τη θέση αυτή με μια εξίσου μονομερή δέσμευση υπέρ των αιτημάτων των αγώνων του κόσμου μας. Η αποκατάσταση των μισθών και των συντάξεων, η εγγύηση της βιωσιμότητας του δημόσιου σχολείου και νοσοκομείου, η αντιστροφή της «ελαστικοποίησης» των εργασιακών σχέσεων, πρέπει να γίνουν σημαίες του ΣΥΡΙΖΑ και να υπηρετηθούν με όποιο αναγκαίο μέσον.
Κατανοούμε τις οικονομικές δυσκολίες που θα έχει να αντιμετωπίσει μια κυβέρνηση της αριστεράς και κατά συνέπεια τους χρόνους και τις προσπάθειες που θα χρειασθούν στο μέτωπο αυτό. Στο προεκλογικό πρόγραμμα της «Αθηναΐδας» δώσαμε μιαν απάντηση (υπόσχεση για άμεση αποκατάσταση των κατώτατων μισθών και συντάξεων, δέσμευση ότι οι μέσοι μισθοί και συντάξεις θα αποκατασταθούν σταδιακά). Η θέση αυτή διαφέρει από θέσεις κεντρικών στελεχών μας που σήμερα μιλούν για «πάγωμα» των μισθών και των συντάξεων στο σημερινό επίπεδο, δεσμευόμενοι ουσιαστικά ότι δεν θα παρθούν πρόσθετα μέτρα λιτότητας πέρα από αυτά που ήδη έχουν εμπεδώσει τα Μνημόνια. Πρόκειται για διαφορετικές πολιτικές και αυτή η «αμφισημία» πρέπει να λυθεί μέσα στις διαδικασίες του ΣΥΡΙΖΑ.
3. Σχετικά με τους πόρους χρηματοδότησης των φιλεργατικών – φιλολαϊκών μέτρων μιας κυβέρνησης της αριστεράς.
Πρόκειται για το σοβαρότερο επιχείρημα των αντιπάλων μας. Η απάντηση οικοδομείται από μια σαφέστερη δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ σε τρία ζητήματα:
α) Άμεση αναστολή πληρωμής τόκων - διαγραφή του χρέους.
Εμείς, όπως και πολλοί άλλοι και άλλες σύντροφοι και συντρόφισσες, υποστηρίζουμε την πολιτική της άμεσης μονομερούς αναστολής πληρωμής τόκων και διαγραφής του χρέους. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει επιλέξει μια πιο «σύνθετη», αλλά και αντιφατική προσέγγιση, ανοιχτή σε επικίνδυνες ερμηνείες: έλεγχος, διαγραφή μεγάλου μέρους, αποπληρωμή με μορατόριουμ και ρήτρα ανάπτυξης, στο πλαίσιο μιας γενικότερης ρύθμισης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ωστόσο, κυριολεκτικά από την «επόμενη μέρα» θα προκύψει το κρίσιμο δίλημμα: μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα εξακολουθήσει να πληρώνει τους τόκους και τα χρεολύσια στους ντόπιους και διεθνείς τοκογλύφους; Αν συνεχίσουμε να πληρώνουμε τους τόκους (με τα σημερινά δεδομένα, ξεπερνούν τα 11 δισ. ευρώ ετησίως), οδηγούμαστε σε πλήρη αφαίμαξη και στην ανάγκη επιβολής ενός «πακέτου» λιτότητας, αντίστοιχου με του Στουρνάρα, κάθε χρόνο. Όσον αφορά το χρέος, είναι πρακτικά αδύνατη η πληρωμή χρεολυσίων (είναι πάνω από το 50% των δημόσιων δαπανών ετησίως) χωρίς εξωτερική χρηματοδότηση. Επειδή λοιπόν η τρόικα δεν θα συνεχίσει να χρηματοδοτεί μια κυβέρνηση της Αριστεράς που θα ανατρέψει τη λιτότητα και τα μνημόνια, η επιλογή είναι αναπόφευκτη και πρέπει να γίνει με σαφήνεια, που θα ενεργοποιεί κοινωνικές δυνάμεις ενώ θα επιδιώκει να εξουδετερώνει άλλες…
β) Φορολόγηση του κεφαλαίου και του πλούτου.
Το Σχέδιο Διακήρυξης, σωστά, προτείνει μέτρα φορολόγησης του συσσωρευμένου πλούτου. Όμως συσκοτίζει το κρίσιμο ζήτημα της φορολόγησης των κερδών των επιχειρήσεων. Η προεκλογική θέση του ΣΥΡΙΖΑ για συντελεστή 45% πρέπει να επανέλθει ή να αντικατασταθεί από κάποια άλλη συγκεκριμένη επιλογή.
Σε αντίθεση με τη φιλολογία του συρμού, στην περίοδο της κρίσης εκατοντάδες μεγάλες επιχειρήσεις πραγματοποιούν σημαντικά κέρδη. Ακόμα και το ΔΝΤ και η Ε.Ε. υπογραμμίζουν, σήμερα, ότι είναι αδύνατη η αντιμετώπιση του προβλήματος στα δημόσια οικονομικά, όσο συνεχίζεται η φορολογική ασυλία του κεφαλαίου. Ασφαλώς μια τέτοια πολιτική οφείλει να συνδυάζεται με μέτρα συνολικού ελέγχου της οικονομίας που θα καταστέλλουν τις δυνατότητες δραπέτευσης κεφαλαίων και επιχειρήσεων. Η επιλογή αυτή είναι επίσης αναπόφευκτη και πρέπει να γίνει με συνειδητό τρόπο, που θα αποδεικνύει ότι αντιλαμβανόμαστε τον «μεταβατικό» χαρακτήρα της πολιτικής μιας κυβέρνησης της αριστεράς προς τη γενικότερη σοσιαλιστική ανατροπή.
γ) Εθνικοποίηση των τραπεζών και των ιδιωτικοποιημένων ΔΕΚΟ, υπό δημόσιο δημοκρατικό, εργατικό έλεγχο.
Πρόκειται για την τρίτη πλευρά διασφάλισης πόρων, αλλά και εργαλείων στήριξης, μιας φιλεργατικής – φιλολαϊκής πολιτικής. Επίσης πρόκειται για προεκλογική δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ («Αθηναΐδα») που πρέπει να επαναδιατυπωθεί και να υποστηριχθεί με συνέπεια.
Πρέπει να επιμείνουμε, στην αποφασιστική εφαρμογή του προγράμματός μας για εθνικοποιήσεις (πρώτα απ’ όλα των τραπεζών, αλλά και των ΔΕΚΟ που έχουν ιδιωτικοποιηθεί ή είναι σε διαδικασία ιδιωτικοποίησης) χωρίς αποζημίωση των μεγαλομετόχων και χωρίς «σεβασμό» των νόμων και των ρυθμίσεων της αγοράς ή των ευρωπαϊκών οδηγιών για τον ελεύθερο ανταγωνισμό κ.λπ. Με δεδομένη την κοινωνική και οικονομική κατάρρευση που έχει δημιουργήσει η εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών, με δεδομένα τα άδεια δημόσια ταμεία που θα παραλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ από τις μνημονιακές κυβερνήσεις και τη στενότητα πόρων, ούτε εφικτό είναι αλλά ούτε και κοινωνικά δίκαιο να γίνει έστω και μία εθνικοποίηση εμβέλειας με εξαγορά μετοχικών «πακέτων» από τους καπιταλιστές μεγαλομετόχους. Και μια κυβέρνηση της αριστεράς δεν θα μπορέσει να ασκήσει φιλολαϊκή πολιτική ούτε και να αντέξει στα χτυπήματα των δυνάμεων του συστήματος αν δεν προχωρήσει άμεσα σε ένα πρόγραμμα μαζικών εθνικοποιήσεων.
4. Αντιμετώπιση των εκβιασμών της ΕΕ.
Κατά την προεκλογική περίοδο διατυπώσαμε τη θέση «καμιά θυσία για το ευρώ». Η θέση αυτή σημαίνει: α) Ότι μια κυβέρνηση της αριστεράς θα αρνηθεί τις άγριες θυσίες λιτότητας που η υπαρκτή ΕΕ απαιτεί ως προϋποθέσεις για τη σωτηρία του ευρώ. β) Ότι μια κυβέρνηση της αριστεράς θα μεταφέρει την άρνησή της να υποταχθεί στη λιτότητα σε ευρωπαϊκό πεδίο, υπολογίζοντας στην υποστήριξη των εργατικών λαϊκών κινημάτων και της αριστεράς. γ) Ότι μια κυβέρνηση της αριστεράς δεν μπορεί να ταυτιστεί με τμήματα των ευρωηγεσιών (π.χ. Ολάντ, Ραχόϊ, Μόντι κλπ) που μπορεί να υποστηρίζουν πιο ευέλικτες τακτικές για την αντιμετώπιση του χρέους, επιμένουν όμως στα προγράμματα λιτότητας ως προϋπόθεση για έξοδο από την κρίση της ευρωζώνης.
Σήμερα το ξέσπασμα των αγώνων στον ευρωπαϊκό νότο και η διεισδυτικότητα της θέσης μας σε άλλες δυνάμεις της αριστεράς, επιβάλλουν ως ελάχιστο ενοποιητικό στοιχείο του ΣΥΡΙΖΑ, την επιμονή στη θέση «καμιά θυσία για το ευρώ» και την ειλικρινή υποστήριξή της στην καθημερινή πολιτική δράση.
5. Επιβεβαίωση του γνήσια αντιρατσιστικού χαρακτήρα της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ.
Το Σχέδιο Διακήρυξης υποβαθμίζει τα αντιρατσιστικά χαρακτηριστικά που έχει καταγράψει η μεγάλη πλειοψηφία των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ, αυτά που καταλογίζουν οι αντίπαλοί μας και αυτά που γνώριζε ο κόσμος όταν μας εκτίναξε στο 27%. Η αναφορά στο «Δουβλίνο ΙΙ» δεν αρκεί, αφορώντας στο δημοκρατικό δικαίωμα μεταναστών να αποκτήσουν ταξιδιωτικά έγγραφα για να φύγουν από τη χώρα, ενυπάρχει στα προγράμματα δυνάμεων όπως το ΛΑΟΣ, ακόμα και της Χρυσής Αυγής. Το κρίσιμο ζήτημα για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι η θέση υπέρ της νομιμοποίησης και της διασφάλισης ίσων δικαιωμάτων για τους μετανάστες που επιθυμούν να παραμείνουν στη χώρα. Και από τη θέση αυτή δεν είναι δυνατόν να υπάρξει υποχώρηση.
Στη βάση αυτή ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να επιμείνει σε τρεις βασικές θέσεις:
I)Το πρόβλημα δεν είναι οι μετανάστες αλλά ο ρατσισμός: Αν αποδεχτούμε ότι οι μετανάστες είναι το πρόβλημα (υποσχόμενοι να το λύσουμε «με ευαισθησία και ανθρωπιά»), έχουμε ήδη κάνει την πρώτη και καθοριστική υποχώρηση.
II)Αποφασιστική αντιπαράθεση με τις κρατικές και ευρωπαϊκές πολιτικές ελέγχου στα σύνορα: Ενάντια στα σώματα κεφαλοκυνηγών, τη FRONTEX, τη μετατροπή του Λιμενικού σε πολεμικό σώμα κατά των μεταναστών, τους φράχτες και τα ναρκοπέδια.
III)Νομιμοποίηση όλων των μεταναστών που επιθυμούν να παραμείνουν στη χώρα.
Η ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύει ότι η ριζοσπαστική πολιτική αποδίδει –ακόμα και εκλογικά– και όχι η προσαρμογή στις πιέσεις και η διολίσθηση σε συντηρητικές κατευθύνσεις.
6. Ποια διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ;
Αρχίσαμε την παρέμβασή μας με τη θέση που λέει ότι η διεκδίκηση μιας κυβέρνησης της αριστεράς ταυτίζεται με την επιμονή στην πολιτική ενότητας της αριστεράς, με τις συστηματικές πρωτοβουλίες του ΣΥΡΙΖΑ προς την κατεύθυνση του ΚΚΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλων δυνάμεων της αριστεράς. Αυτήν τη «διεύρυνση» θα συνεχίσουμε να υποστηρίζουμε ως προτεραιότητα.
Αυτός ο προσανατολισμός δεν εξαρτάται από τις λαθεμένες απαντήσεις των ηγεσιών των άλλων σχημάτων. Όσο π.χ. η ηγεσία του ΚΚΕ θα βυθίζεται περισσότερο στον απομονωτισμό, στην ιδιόμορφη – έμμεση αλλά σαφή – άρνηση των δυνατοτήτων νίκης του κόσμου μας, τόσο περισσότερο και όχι λιγότερο ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να επιμένει, με σοβαρότητα και υπευθυνότητα, στις πρωτοβουλίες κοινής δράσης και προοπτικής. Επίσης, αυτός ο προσανατολισμός δεν βρίσκεται σε καμιά αντίφαση με τη διεκδίκηση εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ μεγάλων τμημάτων της κοινωνικής βάσης της σοσιαλδημοκρατίας. Αντίθετα, η επιμονή στους αγώνες, στη ριζοσπαστική πολιτική, στη διατύπωση εναλλακτικών πολιτικών λύσεων, προσέλκυσε χιλιάδες και χιλιάδες λαϊκούς ανθρώπους που παλαιότερα εναπόθεταν τις ελπίδες τους στον σοσιαλδημοκρατικό δρόμο. Το 27% ήταν αποτέλεσμα μιας συνολικής διαδρομής και στάσης του ΣΥΡΙΖΑ και όχι κάποιων «μεταγραφών».
Στις συνθήκες σήψης και κατάρρευσης του οργανωμένου κορμού του ΠΑΣΟΚ, ισχυριζόμαστε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να είναι διεκδικητικός και τολμηρός στη βάση, αλλά αντίθετα εξαιρετικά προσεκτικός στις μετακινήσεις «κορυφής». Ομάδες και στελέχη με κυβερνητικές ευθύνες, ή κεντρικούς πολιτικούς ρόλους, πιστεύουμε ότι δεν έχουν θέση ούτε στις οργανώσεις, ούτε στα ψηφοδέλτια τους ΣΥΡΙΖΑ.