Η ηγεσία του ΚΚΕ, επιλέγοντας να μην ολοκληρώσει την κατάληψη της εξουσίας, στην πραγματικότητα δεν επέλεξε την «ομαλότητα», αλλά τη συντριβή.
Η πρόκληση και στη συνέχεια η άγρια καταστολή της αριστερής και λαϊκής-εργατικής εξέγερσης του Δεκέμβρη του 1944 είναι μια από τις πιο σημαντικές στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Καθόρισε το συγκεκριμένο τρόπο εξόδου της Ελλάδας από τον πόλεμο και τις πολιτικές συνθήκες που δημιουργούσε το τεράστιο κίνημα αντίστασης, όπου πρωτοστάτησε η Αριστερά σε βαθμό πρωτόγνωρο στην ευρωπαϊκή ιστορία.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες το ΚΚΕ –ένα κόμμα που λίγα μόλις χρόνια πριν ήταν περιορισμένης επιρροής και βυθισμένο στην παρανομία– είχε εκτιναχθεί στη θέση της κυρίαρχης πολιτικής δύναμης, ενώ διέθετε επίσης έναν υπολογίσιμο ένοπλο «βραχίονα» –τον ΕΛΑΣ– και σημαντική διεθνή αίγλη και αναγνώριση. Καμιά «εσωτερική» πολιτική δύναμη δεν μπορούσε να αναμετρηθεί με την Αριστερά και ήταν σαφές ότι στο σενάριο της σύγκρουσης ο αστισμός μπορούσε να στηριχθεί μόνο στις επίλεκτες μονάδες του βρετανικού στρατού και στις «επιδεξιότητες» που αυτές είχαν αποκτήσει στη μακρά αποικιοκρατική εμπειρία τους.
Πολιτική «συνεννόησης»
Οι σύγχρονες αστικές πολιτικές δυνάμεις ερμηνεύουν την αγριότητα που ακολούθησε με βάση τον ισχυρισμό ότι «οι κομμουνιστές επιχείρησαν να πάρουν διά της βίας την εξουσία». Πρόκειται για κυνικό ψέμα, για απόλυτη αντιστροφή της πραγματικότητας.
Με την υποχώρηση των ναζιστικών στρατιωτικών δυνάμεων η πραγματική εξουσία βρισκόταν στα χέρια του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Οι μισές αστικές δυνάμεις είχαν «μετακομίσει» στην Αίγυπτο και οι άλλες μισές κρύβονταν για να γλιτώσουν από τη λαϊκή οργή λόγω της συνεργασίας τους με τους ναζί κατακτητές.
Το ΚΚΕ, με βάση τη δική του στρατηγική για «ομαλές» και «αστικοδημοκρατικές» εξελίξεις, αλλά και με βάση τη γραμμή του «διεθνούς κέντρου» του ΚΚΣΕ, παρέδωσε την κυβερνητική εξουσία στις αστικές πολιτικές δυνάμεις, μέσω των συμφωνιών του Λιβάνου και της Γκαζέρτας. Το ΕΑΜ δέχθηκε ως Πρωθυπουργό τον Γ. Παπανδρέου και τους λοιπούς «εξόριστους» της Μ. Ανατολής, ενώ υποδέχθηκε στην Αθήνα ως απελευθερωτή το στρατηγό Σκόμπι, με τα βρετανικά τανκς και τους καταδρομείς που, τελικά, το κατέσφαξαν.
Οι σύγχρονες αστικές πολιτικές δυνάμεις κατηγορούν την, τότε, ηγεσία του ΚΚΕ ότι «αρνήθηκε τη συνεννόηση». Είναι επίσης κυνικό ψέμα και απόλυτη αντίστροφη της πραγματικότητας. Το ΚΚΕ επιδίωξε τη «συνεννόηση» πριν το Δεκέμβρη του ’44 και προκλήθηκε με αίμα –με χτυπήματα με πολυβόλα και χειροβομβίδες ενάντια σε άοπλο πλήθος– για να την παραβιάσει.
Το ΚΚΕ επιδίωξε τη «συνεννόηση» και μετά το Δεκέμβρη, με την άθλια συμφωνία της Βάρκιζας. Που προέβλεπε τον άμεσο αφοπλισμό και τη διάλυση του ΕΛΑΣ, παίρνοντας ως αντάλλαγμα την υπόσχεση για μια κάποια δικαστική δίωξη των δοσίλογων και για ένα δημοψήφισμα για τη βασιλεία στο… μέλλον. Όμως τόσο το ΚΚΕ, όσο και ο κόσμος της Αριστεράς, προκλήθηκαν ξανά με αίμα, για να ανοίξει, τελικά, ο δρόμος προς την οριστική «διευθέτηση» του ελληνικού ζητήματος μέσω του εμφυλίου.
Στη Γαλλία και στην Ιταλία τα Κομουνιστικά Κόμματα βγήκαν, επίσης, ενισχυμένα από τον πόλεμο και την αντίσταση. Με βάση την εσωτερική μεταρρυθμιστική μετάλλαξή τους, με βάση τη νέα γραμμή του σταλινικού ΚΚΣΕ (σε πλήρη ρήξη με τη λενιστική αντιμετώπιση του τέλους του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου), με βάση τη συμφωνία της Γιάλτας για το μοίρασμα της Ευρώπης, μπήκαν σε «συνεννόηση» με τις αστικές δυνάμεις. Συμμετείχαν στις πρώτες μεταπολεμικές κυβερνήσεις Εθνικής Ενότητας, κάλεσαν τους εργάτες σε «αυτοσυγκράτηση», ζήτησαν να δοθούν όλες οι δυνάμεις για την «ανοικοδόμηση» των χωρών και των οικονομιών τους.
Σταδιακά, έχασαν δύναμη και αίγλη, για να περιοριστούν «ομαλά» στο ρόλο σημαντικών, αλλά ακίνδυνων αντιπολιτεύσεων στις ανασυγκροτημένες, πλέον, αστικές δημοκρατίες των χωρών τους. Όμως τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ιταλία υπήρχαν παρούσες σοβαρές εσωτερικές αστικές δυνάμεις που μπορούσαν να παραλάβουν και να ενσωματώσουν αυτό που «ξεπουλούσαν» οι ηγεσίες των ΚΚ (δηλαδή την πιθανότητα μιας νικηφόρας εργατικής επανάστασης). Η επιστροφή στην ομαλότητα της αστικής δημοκρατίας ήταν εφικτή, γιατί ήταν ισχυροί και οι δύο πόλοι και κατά συνέπεια μπορούσαν να παίζουν τους ρόλους τους.
Δυνατότητα νίκης
Στην Ελλάδα η κατάσταση ήταν τελείως διαφορετική. Ο συσχετισμός δύναμης μεταξύ της Αριστεράς και των «δημοκρατικών» αστικών δυνάμεων ήταν τόσο άνισος, που μόνον η αιματηρή συντριβή του πόλου της Αριστεράς με τα βρετανικά όπλα άφηνε περιθώρια για επιστροφή στην ομαλότητα του καπιταλισμού και της αστικής δημοκρατίας. Η ηγεσία του ΚΚΕ, επιλέγοντας να μην ολοκληρώσει την κατάληψη της εξουσίας, στην πραγματικότητα δεν επέλεξε την «ομαλότητα», αλλά τη συντριβή, το αίμα, τις φυλακές και τις εξορίες…
Πολλοί, ακόμα και μέσα στην Αριστερά, έβγαλαν τα αντίστροφα συμπεράσματα. Ο Λ. Κύρκος πρόλαβε να πει το φοβερό «ευτυχώς, δεν νικήσαμε», δηλώνοντας ότι μια νίκη των αριστερών-λαϊκών δυνάμεων του Δεκέμβρη θα είχε μετατρέψει τη χώρα σε σταλινική δικτατορία. Την ίδια αντίληψη μοιραζόταν ο Χρ. Μίσσιος, ξεκινώντας από αντίστροφη, «ελευθεριακή» και αντιηγετική επιχειρηματολογία.
Πρόκειται για απολύτως λαθεμένες θεωρίες. Παρά τα μετέπειτα θρυλούμενα, η συμφωνία της Γιάλτας δεν ήταν μια «ατσάλινη» κατασκευή. Η ιστορία γραφόταν ζωντανά στο Βελιγράδι, στην Αθήνα, στο Παρίσι, στη Ρώμη… Ακόμα και στις χώρες που πέρασαν στο ανατολικό μπλοκ μέσω της προέλασης του ρωσικού στρατού και όχι μέσω κάποιων αυθεντικών κινημάτων, ο τρόπος της «μετάβασης» είχε μεγάλη σημασία για τις μετέπειτα εξελίξεις: Άλλη ήταν η πορεία της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, άλλη η πορεία της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας.
Μια αριστερή-λαϊκή νίκη το Δεκέμβρη τον ’44 ήταν απολύτως εφικτή. Ο εγγλέζικος στρατός χρειάστηκε ενάμιση μήνα για να «καθαρίσει» την Αθήνα, την ώρα που οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ στέλνονταν για εκδρομή –ενάντια στον Ζέρβα– στην Ήπειρο, δηλαδή την ώρα που η Αριστερά έδινε την κρίσιμη μάχη με το ένα χέρι δεμένο –εθελοντικά!– στην πλάτη.
Η νίκη της Αριστεράς θα μπορούσε να αλλάξει όλα τα ευρωπαϊκά δεδομένα: Σπάζοντας η Γιάλτα στην Αθήνα, θα μπορούσε να σπάσει και στο Παρίσι και στη Ρώμη, όπου το σύστημα βρισκόταν ακόμα σε ακραία αστάθεια. Επίσης, η νίκη του ΚΚΕ δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα μετέτρεπε τη χώρα σε μια ακόμα σταλινική αποικία. Το παράδειγμα της Γιουγκοσλαβίας και λίγα χρόνια αργότερα το ξέσπασμα της σινοσοβιετικής διαμάχης αποδεικνύουν ότι ο «μονόλιθος» είχε ήδη ραγίσει.
Οι διεθνείς συνέπειες της νίκης μιας αυθεντικής λαϊκής-αριστερής εξέγερσης –χωρίς την παραμικρή βοήθεια των σοβιετικών– δεν μπορούν να υπολογιστούν εκ των υστέρων. Όμως η ιστορία δεν γράφεται με τα «αν». Παρόλα αυτά εξακολουθεί να είναι χρήσιμο να βγάλουμε τα συμπεράσματα από το παρελθόν μας.
Συμπεράσματα
Στις σημερινές συνθήκες, τηρουμένων πολλών αναλογιών, είναι πιθανό να κληθούμε να αντιμετωπίσουμε ίσως λιγότερο δραματοποιημένα, αλλά παρόμοια διλλήματα.
Πράγματι, δεν ζούμε μια κατάσταση όπου ένας μεγάλος πόλεμος έχει επιφέρει μια πρωτοφανή ισοπέδωση. Πράγματι, η σημερινή καπιταλιστική «παγκοσμιοποίηση» δεν θυμίζει τον παγερό, διλημματικό, αλλά και πειθαρχημένο κόσμο της εποχής του «ψυχρού πολέμου». Πράγματι, η κατάρρευση του, τάχα, «υπαρκτού σοσιαλισμού» έχει επιφέρει μια μεγάλη ιδεολογική ήττα της Αριστεράς, μια υποχώρηση του «οράματος» του σοσιαλισμού για χιλιάδες και χιλιάδες αγωνιζόμενους ανθρώπους…
Όμως, ταυτόχρονα, ο καπιταλισμός βυθίζεται στην πιο βαθειά και αδιέξοδη κρίση του μετά το 1929. Ο διεθνής αντίκτυπος από την εκλογική εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ στο 27% προειδοποιεί ότι ένα νέο αριστερό κύμα επωάζεται σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Η συζήτηση στην Ελλάδα για την κυβέρνηση της Αριστεράς ανοίγει προδρομικά –έστω κοινοβουλευτικά και τεθλασμένα– για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια το ζήτημα της εξουσίας.
Η αστική τάξη και οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν μένουν ως αδιάφοροι παρατηρητές σε αυτές τις εξελίξεις και τα ανάλογα ενδεχόμενα. Η ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους και η ενίσχυση της «μάχιμης φάλαγγας» των νεοναζί αποδεικνύουν ότι οι καθεστωτικές δυνάμεις έχουν και μνήμη και γνώση. Ανάλογα πρέπει να κινηθεί και η Αριστερά, προετοιμαζόμενη ξανά για ιστορικές αναμετρήσεις. Γιατί, όπως έλεγαν και στην παλιά βρετανική αποικιοκρατική αυτοκρατορία, είναι πάντα πιο εύκολο να επιχειρήσεις να σκοτώσεις μια τίγρη, από το να επιχειρήσεις σταδιακά να την ξεδοντιάσεις, όσο παραμένει ζωντανή…