Ο ομαδικός βιασμός και ο άγριος ξυλοδαρμός μιας 23χρονης φοιτήτριας της ιατρικής (η οποία υπέκυψε στα τραύματά της δυο βδομάδες μετά) ήταν το έναυσμα για μαζικές διαδηλώσεις στο Νέο Δελχί και σε όλη την Ινδία.
Οι διαδηλώσεις ξεκίνησαν στις 16 Δεκέμβρη και συνεχίστηκαν μέχρι και την Πρωτοχρονιά, παρά τις άγριες επιθέσεις της αστυνομίας, τα δακρυγόνα, τις αντλίες νερού, τους τραυματισμούς. Ήταν φανερό ότι όλη αυτή η αγανάκτηση δεν στρεφόταν μόνο ενάντια στους συγκεκριμένους βιαστές –ή στους βιασμούς γενικά– αλλά και ενάντια στην κυβέρνηση και την αστυνομία, που τις θεωρούν υπεύθυνες για τις επιθέσεις ενάντια στις γυναίκες.
Ο βιασμός στην ουσία πυροδότησε την συμπιεσμένη οργή των γυναικών, των εργαζομένων, αλλά και της νεολαίας ενάντια σε μια κατάσταση άκρατης κοινωνικής αδικίας, που βιώνει η συντριπτική πλειοψηφία του λαού στην Ινδία.
Η σεξουαλική βία
Οι επιθέσεις ενάντια στις γυναίκες και η σεξουαλική βία στην Ινδία είναι ένα μαζικό φαινόμενο. Το κράτος, οι θεσμοί, η αστυνομία, δεν κάνουν τίποτα για να το αποτρέψουν.
Στο Νέο Δελχί αναφέρεται ένας βιασμός κάθε 18 ώρες. Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι από τα συνολικά 256.329 βίαια εγκλήματα, που καταγράφηκαν πέρσι, τα 228.650 ήταν κατά των γυναικών. Ο πραγματικός αριθμός είναι πολύ μεγαλύτερος, αφού πάρα πολλές επιθέσεις δεν καταγράφονται, καθώς τα θύματα είτε δεν γίνονται πιστευτά, είτε αντιμετωπίζουν κοινωνικό στιγματισμό.
Η αυτοκτονία μιας 17χρονης κοπέλας στις 28 Δεκέμβρη είναι μια τέτοια περίπτωση. Η κοπέλα έπεσε θύμα ομαδικού βιασμού, προσπάθησε απελπισμένα να πείσει τις αρχές να καταγράψουν την επίθεση, αλλά μάταια. Αστυνομικοί την πίεζαν με απειλές να προχωρήσει σε οικονομικό διακανονισμό με τους βιαστές ή να παντρευτεί έναν από αυτούς, όπως δήλωσε η αδελφή του θύματος. Η κοπέλα πήρε δηλητήριο...
Το παράδειγμα αυτό δεν είναι μια «ακραία» περίπτωση αντιμετώπισης των βιασμών και των γυναικών στην Ινδία (και όχι μόνο). Είναι μια συνηθισμένη τακτική.
Όπως παρατηρεί η γνωστή Ινδή συγγραφέας Αρουντάτι Ρόι, το γεγονός ότι η 23χρονη φοιτήτρια ήταν από μεσοαστική οικογένεια βοήθησε στη συγκεκριμένη περίπτωση στο να παραμείνει το ζήτημα στο προσκήνιο. Η ίδια επισημαίνει τις ευθύνες του κράτους και της εξουσίας πάνω στα φαινόμενα βίας και βιασμών, αφού ο βιασμός χρησιμοποιείται πολλές φορές ως μέσον κυριαρχίας από τις ανώτερες κάστες, από το στρατό και την αστυνομία και δεν τιμωρείται τις περισσότερες φορές: «…Πρώτα απ’ όλα η αστυνομία και ο στρατός χρησιμοποιούν το βιασμό σαν όπλο εναντίον ανθρώπων στο Τσαντισκάρ, το Κασμίρ, το Μανιπούρ και αλλού. Είναι λοιπόν ένα “νόμιμο”, ένα “νομιμοποιημένο” μέσο. Υπάρχουν νόμοι που τους προστατεύουν, όταν το κάνουν».
Και η Καβίτα Κρίσναν (γραμματέας της Παν-Ινδικής Ομοσπονδίας Προοδευτικών Γυναικών) σε άρθρο της γράφει: «Η πάλη για δικαιοσύνη πρέπει επίσης να συμπεριλάβει αυτές και αυτούς που βιάστηκαν από την αστυνομία ή που βιάστηκαν λόγω της θρησκείας τους ή της (κατώτερης) κάστας που ανήκουν».
Η σεξουαλική βία συχνά χρησιμοποιείται για να επιβάλει στις γυναίκες την «πειθαρχία». Αλλά και η «προστασία» από τη σεξουαλική βία συνήθως σημαίνει περιορισμούς για τις γυναίκες. Απαγόρευση κυκλοφορίας, κώδικας ντυσίματος κλπ.
Κάποιοι θεωρούν την άκρατη βία κατά των γυναικών στην Ινδία σαν ένα φαινόμενο που οφείλεται στην επιβίωση προκαπιταλιστικών «αγριοτήτων» στην κουλτούρα της χώρας. Ότι με τον «εκσυγχρονισμό» και την ανάπτυξη-εξέλιξη της κοινωνίας της, αυτά τα ζητήματα θα λυθούν. Κάνουν ένα διπλό λάθος.
Η Ινδία δεν είναι φεουδαρχική. Αντίθετα, χαρακτηρίζεται ως ένα «οικονομικό θαύμα» από τους καπιταλιστές. Νέες τεχνολογίες, επιστήμονες, ινδικές «Σίλικον Βάλεϊ», εταιρείες πληροφορικής είναι αυτά που διαφημίζουν τη σύγχρονη Ινδία. Θεωρείται αναπτυγμένος και καλπάζων καπιταλισμός. Μόνο που αυτός ο καπιταλισμός-«θαύμα» έχει καταδικάσει την πλειοψηφία του λαού σε άκρατη φτώχεια, πενιχρά μεροκάματα, εξαθλίωση, παραγκουπόλεις. Στηρίζεται στην εκμετάλλευση, την καταπίεση και τη βία ενάντια στις γυναίκες, στις μειονότητες, στους φτωχούς...
Η «πολιτισμένη» Δύση
Επίσης, η βία και οι βιασμοί κατά των γυναικών ανθούν και στην «πολιτισμένη» Δύση. Η λεγόμενη εξέλιξη και ο «εκσυγχρονισμός» των κοινωνιών εδώ όχι μόνο δεν έχει εξαλείψει τη βία κατά των γυναικών, αλλά την έχει αυξήσει. Ιδιαίτερα μετά την κρίση, η ανεργία και η φτώχεια στη Δύση έχει αυξήσει τις επιθέσεις εναντίον των γυναικών και τις έχει κάνει πιο ευάλωτα θύματα εκμετάλλευσης. Γιατί η οικονομική ανεξαρτησία είναι απαραίτητο βήμα στην πορεία για την απελευθέρωση των γυναικών παγκόσμια.
Τα ποσοστά των γυναικών που δέχονται βία (στο σπίτι, τη δουλειά ή το δρόμο) είναι ανατριχιαστικά. Και στην Ελλάδα έχουμε πολλά παραδείγματα, με τελευταίο το βιασμό και την πυρπόληση της γυναίκας στην Ξάνθη.
Σε Ευρώπη και ΗΠΑ η κουλτούρα απέναντι στο βιασμό περιέχει πολλές ομοιότητες με την Ινδία. Οι γυναίκες διστάζουν να καταγγείλουν το βιασμό τους ή τις επιθέσεις που δέχονται, γιατί δεν γίνονται πιστευτές, αστυνομία και δικαστήρια τις αντιμετωπίζουν με υποψία, δέχονται κριτικές για το πώς ντύνονται, πώς φέρονται, αν πίνουν αλκοόλ. Πολλές φορές κατηγορούνται ότι «προκάλεσαν» τις επιθέσεις εναντίον τους. Όπως δείχνουν όλες οι μελέτες πάνω στο θέμα, και στη Δύση ο βιασμός δύσκολα καταγγέλλεται.
Στο Τορόντο το 2011, ένας αξιωματούχος της αστυνομίας, σε ομιλία του στη νομική σχολή, είπε στις γυναίκες να αλλάξουν το ντύσιμό τους, αν θέλουν να αποφύγουν το βιασμό! Σε απάντηση των ισχυρισμών του, γεννήθηκε αμέσως ένα κίνημα που έλαβε διεθνείς διαστάσεις. Τα «Slut Walking» («οι πορείες παλιοθήλυκων») κατέβασαν χιλιάδες ανθρώπους στους δρόμους, για να θέσουν τέλος σε μια λογική που θεωρεί αποδεκτό να κατηγορείται το θύμα.
Στην Ινδία, οι συνεχόμενες διαδηλώσεις ανάγκασαν την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό Σινγκ, που ολόκληρη την πρώτη εβδομάδα σιωπούσε προκλητικά, να συλλάβει τους δράστες. Η κυβέρνηση μιλάει τώρα για τιμωρία των βιαστών, μέτρα «ασφαλείας» των γυναικών, ενώ ανακινείται το ζήτημα της θανατικής ποινής.
Ο προσανατολισμός στη «σκληρή τιμωρία» και την «ασφάλεια» πηγαίνει μαζί με την προπαγάνδα ενάντια στους μετανάστες εργάτες και τους φτωχούς των παραγκουπόλεων, αλλά και με προειδοποιήσεις στις γυναίκες να μην «παραστρατούν». Οι ίδιες συντηρητικές δυνάμεις, που ζητούν θανατική ποινή για τους βιαστές, συνήθως πρωταγωνιστούν στις πιέσεις προς τις γυναίκες να «κλειστούν σπίτι».
Αιτίες
Η πραγματικότητα τους βγάζει ψεύτες. Το συγκεκριμένο περιστατικό, που ταιριάζει στο προφίλ «φτωχοί εγκληματίες επιτέθηκαν νύχτα σε κοπέλα καλής οικογένειας», δεν αλλάζει τις στατιστικές που λένε ότι οι βιαστές προέρχονται κατά 90% και πλέον από τις οικογένειες των θυμάτων (πατεράδες, αδέλφια, θείοι, γείτονες κλπ), ούτε εξαφανίζει τη βία κατά των γυναικών Νταλίτ (η κατώτερη κάστα) ή των μουσουλμάνων γυναικών από ακραίους οπαδούς του ινδουιστικού εθνικισμού (κυρίαρχης ιδεολογίας στην Ινδία).
Το ζήτημα είναι συνολικότερο. Ο βιασμός είναι προϊόν μιας κοινωνίας όπου οι γυναίκες και η σεξουαλικότητα αντιμετωπίζονται σαν εμπορεύματα (όπως όλα στον καπιταλισμό). Εμφανίζονται σαν πράγματα που μπορούν να πουληθούν και να αγοραστούν. Άρα και να χρησιμοποιηθούν. Ο τρόπος που εμφανίζονται οι γυναίκες (π.χ. στη διαφήμιση) δεν είναι τυχαίος. Είναι κομμάτι της ταξικής κοινωνίας που βασίζεται και υπάρχει χάρη στην καταπίεση και την εκμετάλλευση και τους διαχωρισμούς των καταπιεσμένων.
Η τελευταία επίθεση στην Ινδία υπογραμμίζει πόσο μακριά είμαστε από την απελευθέρωση των γυναικών και πόσο σημαντικό είναι να παλεύουμε γι’ αυτή. Το ελπιδοφόρο είναι ότι, όπως έδειξαν οι διαδηλώσεις στην Ινδία, πολλοί άνθρωποι –άντρες και γυναίκες– κατανοούν τη συνολική φύση του προβλήματος και είναι διατεθειμένοι να παλέψουν για ουσιαστικές αλλαγές, τόσο για την κατάσταση των γυναικών, όσο και της κοινωνίας που δημιουργεί όλες τις διακρίσεις και τις κτηνωδίες.