Η εκλογή της Θάτσερ, το Μάη του 1979, συνέβη σε μια κρίσιμη ιστορικά συγκυρία.
Η παγκόσμια οικονομία έμπαινε στη δεύτερη μεγάλη ύφεση της δεκαετίας, καθώς το μοντέλο του μεταπολεμικού καπιταλισμού εξαντλούσε τη δυναμική του.
Στη Βρετανία, το οργανωμένο και μαχητικό εργατικό κίνημα είχε αποκρούσει κάθε απόπειρα να «πληρώσει την κρίση» και, με μπροστάρηδες τους ανθρακωρύχους, είχε ανατρέψει την κυβέρνηση των Συντηρητικών το 1974 και των Εργατικών το 1979 μετά το «χειμώνα της δυσαρέσκειας», το μεγαλύτερο απεργιακό κύμα για δεκαετίες.
Σε αυτό το αδιέξοδο, η Θάτσερ υποσχέθηκε δύο πράγματα στην άρχουσα τάξη: Να σώσει το βρετανικό καπιταλισμό εφαρμόζοντας το νεοφιλελεύθερο δόγμα του Μίλτον Φρίντμαν και να εκδικηθεί το εργατικό κίνημα αντιστρέφοντας την ταπεινωτική ήττα του Χιθ.
Κλέφτρα γάλακτος
Είχε δώσει δείγματα γραφής ως υπουργός Παιδείας, όταν κατάργησε την παροχή δωρεάν γάλακτος στα σχολεία και έγινε για πρώτη φορά γνωστή σε όλη τη Βρετανία ως «κλέφτρα γάλακτος».
Για να εκλεγεί βέβαια, χρειάστηκε το ρατσισμό, κάνοντας σημαία τις «ανησυχίες ανθρώπων ότι η χώρα θα κατακλυστεί από ξένους». Όταν βρέθηκε στην κυβέρνηση, αντιμετώπισε βαθιά ύφεση και καλπάζουσα ανεργία. Οι σκληρές πολιτικές, που ακολούθησε, φόρτωναν όλες τις συνέπειες στους εργαζόμενους.
Το καλοκαίρι του 1981 ξέσπασαν εξεγέρσεις στο Μπρίξτον και άλλες φτωχογειτονιές, που αντιμετωπίστηκαν με σκληρή καταστολή. Μπροστά σ’ αυτή τη συνεχιζόμενη καταστροφή, η Θάτσερ δήλωσε το ιστορικό: «The lady’s not for turning» (Η κυρία δεν στρίβει).
Την ίδια απανθρωπιά που έδειχνε προς τους άνεργους και τους φτωχούς, έδειξε και απέναντι στους 23 αιχμάλωτους Ιρλανδούς απεργούς πείνας, που διεκδικούσαν την αναγνώριση της πολιτικής φύσης του ιρλανδικού αγώνα. Ακόμα και όταν (στη διάρκεια της απεργίας) ο Μπομπι Σαντς εξελέγη βουλευτής, η Θάτσερ επέμενε πως πρόκειται για κοινό εγκληματία. Δέκα από τους απεργούς, και ο Μπόμπι Σαντς ανάμεσά τους, αφέθηκαν να πεθάνουν. Η Θάτσερ δήλωσε: «Ο κύριος Σαντς ήταν ένας καταδικασμένος εγκληματίας. Ήταν επιλογή του να αφαιρέσει τη ζωή του».
Η Θάτσερ ήταν εξαιρετικά αντιδημοφιλής το 1981, ενώ ήδη από το 1980 μια πολύμηνη απεργία των μεταλλεργατών λίγο έλειψε να την ανατρέψει. Αυτό την έκανε εξαιρετικά διστακτική. Σε αντίθεση με τον «μύθο» που την περιέβαλλε, η πρώτη της θητεία χαρακτηρίστηκε από την προσπάθεια να αποφεύγει συγκρούσεις με το εργατικό κίνημα.
Πολεμοκαπηλεία
Αυτό που την έσωσε ήταν η προσωρινή ανάκαμψη της οικονομίας το 1982-1983, αλλά ίσως δεν θα ήταν αρκετή χωρίς τον πόλεμο των Φόκλαντ το 1982. Ήταν ένας «κατασκευασμένος» πόλεμος. Κάτι σχεδόν ακατοίκητες νησίδες 7.000 μίλια μακριά από τις αργεντίνικες ακτές είχαν ξεμείνει ως βρετανική κτήση από την εποχή της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Η δικτατορία της Αργεντινής κατέλαβε αυτές τις νησίδες, παίζοντας το χαρτί του εθνικισμού στο εσωτερικό της χώρας με μια (όπως νόμιζαν) «ανέξοδη» ενέργεια.
Όμως η Θάτσερ το είδε ως ευκαιρία και κήρυξε πόλεμο γι’ αυτές τις νησίδες. Ο πόλεμος κόστισε τις ζωές 649 Αργεντίνων και 258 Βρετανών, αλλά χάρισε στη Θάτσερ το προσωνύμιο «Σιδηρά Κυρία» και την επανεκλογή της το 1983.
Ο πραγματικός στόχος του πολέμου φάνηκε γρήγορα. Η ίδια η Θάτσερ έκανε το συσχετισμό, καθώς βάφτισε τα συνδικάτα «εσωτερικό εχθρό» και τους κήρυξε πόλεμο. Πέρασε την πιο σκληρή αντισυνδικαλιστική νομοθεσία στο δυτικό κόσμο και άρχισε να χτυπά κάθε κλάδο ξεχωριστά, εφαρμόζοντας πρώτη την τακτική της «σαλαμοποίησης».
Η σημαντικότερη και κορυφαία σύγκρουση έγινε με τους ανθρακωρύχους το 1984-85. Ένα σαρωτικό πρόγραμμα κλεισίματος ορυχείων προκάλεσε απεργία. Η κυβέρνηση είχε στοκάρει μεγάλες ποσότητες κάρβουνου, έδωσε μεγάλες αυξήσεις στους αστυνομικούς και οργάνωσε απεργοσπαστικό μηχανισμό, ενώ η αστυνομία επέβαλε στρατιωτικό νόμο στις περιοχές των ορυχείων, προκαλώντας άγριες συγκρούσεις με τις απεργιακές φρουρές.
Απέναντι σε αυτή την απόλυτα οργανωμένη μετωπική επίθεση, οι ανθρακωρύχοι αγωνίστηκαν ηρωικά επί 10 μήνες και έγιναν παγκόσμιο σύμβολο αγώνα. Και πάλι σε αντίθεση με το «μύθο» της, η «Σιδηρά Κυρία» σκέφτηκε να υποκύψει.
Δύο φορές παραλίγο να νικήσουν οι ανθρακωρύχοι (όταν ξέσπασε απεργία στα λιμάνια και όταν οι επιστάτες των ορυχείων απείλησαν με απεργία). Αλλά το 1985 δεν ήταν το 1974. Αυτή τη φορά δεν είχαν στο πλευρό τους άλλα συνδικάτα. Αφέθηκαν να παλέψουν μόνοι τους, από συνδικαλιστικές ηγεσίες είτε εξαγορασμένες είτε φοβισμένες, και τελικά ηττήθηκαν.
Με τον αέρα της επιτυχίας της, στην ίδια θητεία η Θάτσερ ξεπούλησε τις δημοτικές κατοικίες, ιδιωτικοποίησε το αέριο, το ρεύμα, το νερό, το χάλυβα, οδήγησε σε κλείσιμο βιομηχανίες, λιμάνια κλπ.
Εκείνη την εποχή, οι Εργατικοί υιοθέτησαν τη θεωρία της «παντοδυναμίας του θατσερισμού» (τα συνδικάτα ηττήθηκαν, η κοινωνία εξατομικοποιείται, ο νεοφιλελευθερισμός θριαμβεύει στα μυαλά των ανθρώπων), δικαιολογώντας τη δικιά τους δεξιά στροφή και την ψοφοδεή τους αντιπολίτευση. Κάπως έτσι έστρωσαν το δρόμο στην επανεκλογή της Θάτσερ για τρίτη θητεία.
Ο Poll Tax
Σε αυτό το φόντο, η «κυρία» προσπάθησε να επιβάλλει τον Poll Tax, έναν κεφαλικό φόρο που θα πλήρωναν εξίσου άνεργοι και Δούκες. Πιστεύοντας πως είναι ανίκητη, εγκατέλειψε την τακτική της «σαλαμοποίησης» και εξαπέλυσε μια μετωπική ταξική επίθεση σε όλους τους φτωχούς και τους εργαζόμενους της χώρας.
Σύντομα οργανώθηκε μια μαζική εκστρατεία άρνησης πληρωμής. Παρά τις φυλακίσεις, εκατομμύρια άνθρωποι δεν πλήρωναν τον Poll Tax και συμμετείχαν σε μαζικές διαδηλώσεις. Η πιο διάσημη από αυτές, η διαδήλωση 200.000 ανθρώπων στις 31 Μάρτη του 1990 στο Λονδίνο, όταν δέχτηκε επίθεση της αστυνομίας, μετατράπηκε σε εξέγερση, στη «Μάχη της Πλατείας Τραφάλγκαρ» η οποία έβαλε την ταφόπλακα στον Poll Tax, αλλά και στην ίδια τη Θάτσερ.
Όπως έγραψε χρόνια μετά ο θατσερικός υπουργός Alan Clarke, τη νύχτα των επεισοδίων οι βουλευτές των Συντηρητικών συζητούσαν «να παρατήσουμε την κυρία για να σώσουμε τα τομάρια μας». Πράγματι, το Νοέμβρη του 1990, η «Σιδηρά Κυρία» εκδιώχθηκε από το ίδιο της το κόμμα και τελείωσε την πολιτική της καριέρα νικημένη.
«Κληρονομιά»
Άφησε πίσω της μια πολύ πιο άνιση χώρα. Οι ήττες των εργαζομένων και η διάλυση του κοινωνικού κράτους συνδυάστηκε με το μεγάλο «πάρτι» στο Σίτι του Λονδίνου. Τα «Παιδιά του Σίτι» εμφανίζονταν με τις πόρσε και τα πολυτελή πάρτι ως νέα πρότυπα, ενώ ο πληθυσμός που ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας, από 13% το 1979, έφτασε στο 22,2% το 1990.
Πέρα από αυτές τις «επιτυχίες» της, η Θάτσερ άνοιξε το δρόμο στην επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού διεθνώς και στη μετατόπιση της πολιτικής σκηνής συνολικά προς τα δεξιά. Στην ίδια τη Βρετανία, αυτό εκφράστηκε με την υποταγή του Τόνι Μπλερ στο θατσερισμό και με τη δημιουργία των «Νέων Εργατικών», τους οποίους η ίδια η Θάτσερ χαρακτήρισε το «σημαντικότερο επίτευγμά της». Όλες οι κυβερνήσεις ακολούθησαν το δρόμο της.
Όμως στην ουσία απέτυχε. Μπορεί να κατέστρεψε εκατομμύρια ζωές, αλλά δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει όλα όσα περίμεναν οι καπιταλιστές και όλα όσα ήθελε να κάνει. Σε μια εποχή όπου ο «Economist» «εισηγούνταν» μειώσεις 20% στους μισθούς, υπήρξαν κλάδοι στο δημόσιο που κατέκτησαν ακόμα και αυξήσεις. Οι περικοπές δημοσίων δαπανών δεν έφτασαν εκεί που ήθελε, αντίθετα υπήρξαν περίοδοι που οι δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν.
Ο γρήγορος πλουτισμός των «Παιδιών του Σίτι» δεν αντανακλούσε μια συνολική ανάκαμψη του βρετανικού καπιταλισμού. Το σύντομο «μπουμ», που στηρίχθηκε στο τραπεζικό σύστημα, τέλειωσε μαζί με την κατάρρευση του Σίτι τη «Μαύρη Δευτέρα» (19 Οκτώβρη 1987). Οι Τόρηδες εγκατέλειψαν τα δόγματα κι έριξαν δημόσιο χρήμα για να αποφύγουν μια νέα ύφεση, αλλά αυτή επέστρεψε το 1989.
Η Θάτσερ ποτέ δεν μπόρεσε να δώσει διέξοδο στην κρίση και τα προβλήματα του βρετανικού καπιταλισμού. Η αποτυχία της φαίνεται πιο εκκωφαντική σήμερα, στη δίνη της κρίσης.
Επιπλέον, η Θάτσερ ποτέ δεν «κέρδισε την κοινωνία». Αξιοποίησε ένα από τα πιο αντι-αναλογικά εκλογικά συστήματα και σημαίες όπως ο ρατσισμός και ο εθνικισμός. Το 1983, στη μεγαλύτερη εκλογική της νίκη, μόνο το 9% υποστήριζε την περικοπή κοινωνικών δαπανών. Το 1984, το 69% ζητούσε από την κυβέρνηση να αντιμετωπίσει την ανεργία και όχι τον πληθωρισμό.
Στο τέλος της θητείας της, το 50% της εργατικής τάξης ήταν συνδικαλισμένο, ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά διεθνώς. Το γιατί δεν ηττήθηκε, το εξήγησε η ίδια, όταν έγραψε πως, αν αντιμετώπιζε μια αντίσταση σαν αυτή του 1978-1979, «μπορεί τελικά να είχαμε διαλυθεί».
Η σημασία των πανηγυρισμών
Οι πολιτικοί εκπρόσωποι «των από πάνω» –από τον Κάμερον ως τον Μπαράκ Ομπάμα–, τα μεγάλα ΜΜΕ και οι ιδεολογικοί της επίγονοι λένε και γράφουν ύμνους.
Από «τους από κάτω» ο θάνατός της γιορτάζεται, με αποκορύφωμα τα πάρτι στους δρόμους, τις πλατείες, τις παμπ, τις εργατικές λέσχες σε όλη τη Βρετανία, αλλά και με τις «ασεβείς» παρεμβάσεις προσωπικοτήτων, καλλιτεχνών, βετεράνων ανθρακωρύχων που εύχονται «στα τσακίδια». Είναι δείγμα της πολιτικής και κοινωνικής πόλωσης σήμερα.
Όσοι γράφουν ύμνους, θέλουν να σώσουν την «ημιθανή» ΤΙΝΑ (το νεοφιλελεύθερο There is No Alternative – Δεν Υπάρχει Εναλλακτική).
Όσοι γιορτάζουν το θάνατό της, δεν κοιτάνε μόνο πίσω, αλλά και γύρω τους και εκφράζουν την ανάγκη μαζί με τη Θάτσερ να θάψουμε και την «κληρονομιά» και τους «κληρονόμους» της.