Η κυβέρνηση της Αριστεράς και κατ’ επέκταση οι κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες του ΣΥΡΙΖΑ και το ζήτημα της ΕΕ και της ευρωζώνης, μετά και τις πρόσφατες εξελίξεις στην Κύπρο, βρέθηκαν στο επίκεντρο των περισσότερων τοποθετήσεων στη διήμερη συνεδρίαση της ΚΕ, στις 13-14/4.
Με αφορμή τις διαφορετικές προσεγγίσεις στα δύο αυτά θέματα, η κουβέντα κινήθηκε αρκετές φορές σε υψηλούς τόνους.
Από τη μεριά της Αριστερής Πλατφόρμας (Αριστερό Ρεύμα, Κόκκινο Δίκτυο) εκφράστηκαν διαφωνίες για μια σειρά πολιτικές επιλογές της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ και κριτική σε ό,τι αφορά τις συμμαχίες, τη θέση για το ευρώ, τις τράπεζες και τα οργανωτικά του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Π. Λαφαζάνης ζήτησε επανεξέταση της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ στις νέες συνθήκες και σε ένα «πολιτικό σκηνικό απείρως πιο συγκρουσιακό, ακόμα και αν κάναμε την πιο μεγάλη αναδίπλωση». Θεωρώντας ότι στην Ελλάδα θα κριθούν οι εξελίξεις όλης της Ευρώπης, ζήτησε να αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ «το βάρος της σύγκρουσης που επίκειται», υπογραμμίζοντας ότι είναι λάθος στο κομβικό σημείο που έχουμε φτάσει, κάποιοι να λένε ότι «ο δρόμος έξω από την ευρωζώνη είναι κόλαση, τη στιγμή που υπάρχει ρεαλιστικός δρόμος επιβίωσης εκτός ευρώ».
Η Σόφη Παπαδόγιαννη επισήμανε ότι η ιστορία της Κύπρου κάνει ακόμα πιο φανερό ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς που «θέλει να πάει το ΟΧΙ μέχρι τέλους και δεν θα αναδιπλωθεί», πρέπει να έχει πειστική απάντηση στο ζήτημα της πιθανής διακοπής ρευστότητας, τονίζοντας ότι «το “όχι πάση θυσία στο ευρώ” είναι ένα πρώτο βήμα, αλλά χρειαζόμαστε μια κυβέρνηση της Αριστεράς που θα συγκρουστεί με την ευρωζώνη». Για τα ζητήματα των συμμαχιών, υποστήριξε ότι πρέπει να επαναλαμβάνουμε σταθερά την έκκληση ενότητας σε ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Ο Γ. Θεωνάς επικεντρώθηκε στο ερώτημα «πώς θα γίνει πράξη» η πολυπόθητη ανατροπή, θεωρώντας κρίσιμο το ρόλο ενός άμεσου σχεδίου δράσης του λαϊκού κινήματος, που με τα όργανά του και την Αριστερά θα επιβάλει την ακύρωση των μνημονίων και τη διαγραφή του χρέους.
Ο Α. Καλύβης στη δική του τοποθέτηση είπε ότι «δεν φτάνουν οι παλιές μας αναλύσεις του αριστερού ευρωπαϊσμού. Πρέπει να βάλουμε πιο καθαρά το αίτημα της ανατροπής της ευρωζώνης».
Η Μ. Μπόλαρη σημείωσε ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε το στόχο για «κυβέρνηση της Αριστεράς» που απέφερε το 27% σαν πολιτική έκφραση της ταξικής πάλης των εργαζομένων, των ανέργων, των συνταξιούχων. Για τις επαφές του ΣΥΡΙΖΑ με τον Καμένο και τα «αποκαΐδια» της σοσιαλδημοκρατίας, όπως χαρακτήρισε τα πρώην κυβερνητικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ, υποστήριξε ότι «υποσκάπτουν την αυτοπεποίθηση του κόσμου μας», σημειώνοντας ότι πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να επιμείνει στην τακτική της απεύθυνσης προς τις υπόλοιπες δυνάμεις της Αριστεράς, μιας και «οι αρνήσεις δεν είναι ανίκητες», ειδικά μετά την κουβέντα που άνοιξε στο ΚΚΕ ο προσυνεδριακός διάλογος του 19ου Συνεδρίου. Και επιπλέον γιατί «ο κόσμος της Αριστεράς, που είναι η ραχοκοκαλιά του κινήματος, θα είναι απαραίτητος την “Κυριακή το βράδυ”, για να στηρίξει την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας», πρόσθεσε.
Η Χ. Σουλτανίδου τόνισε ότι ο ρόλος της Αριστεράς είναι να πείθει την κοινωνία ότι «το μόνο σύστημα όπου μπορεί να ζήσει –και όχι να επιβιώνει– είναι ο σοσιαλισμός», σημειώνοντας ότι σε καμία δημόσια εκφώνηση στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ δεν περιγράφουμε το όραμά μας. Παράλληλα, άσκησε έντονη κριτική στη λανθασμένη ταύτιση «των λαών του Νότου, με τις χώρες του Νότου», στις θέσεις της πλειοψηφίας για τις τράπεζες και στις συναντήσεις με επιχειρηματίες, όπως ο Μπόμπολας, στα σχέδια του οποίου αντιστέκονται οι κάτοικοι της Χαλκιδικής και ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζει το κίνημά τους.
Ο Π. Κοσμάς, αφού υπενθύμισε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υπηρέτησε ειλικρινά το «καμιά θυσία για το ευρώ», υποστήριξε ότι «δεν μπορείς να ακυρώσεις το μνημόνιο, αν δεν έρθεις σε ρήξη με το ευρώ και την ευρωζώνη», ενώ για τον τραπεζικό τομέα η μόνη απάντηση στο πλαίσιο ενός ταξικού προγράμματος μιας κυβέρνησης της Αριστεράς δεν μπορεί να είναι άλλη «από την κοινωνικοποίηση των τραπεζών υπό εργατικό έλεγχο».
Ο Γ. Σαπουνάς αναφέρθηκε στην εναλλακτική της κυβέρνησης της Αριστεράς, που πρέπει να είναι η πρότασή μας στα «πολωτικά διλλήματα» που παράγει η περίοδος, και ότι μια τέτοια κυβέρνηση θα είναι εκφραστής των συμφερόντων του κόσμου της εργασίας και η «αποτύπωση συσχετισμών δύναμης μιας διαδικασίας πριν από την κάλπη», άρα θα πρέπει να στηρίζεται στην πρότερη ετοιμότητα του λαού.
Ο Σ. Κουβελάκης, που σε πρόσφατο άρθρο του είχε ασκήσει έντονη κριτική στον Γ. Δραγασάκη για τη θέση του «χωρίς μονομερείς ενέργειες, μόνο αν προκληθούμε» –με αποτέλεσμα ο τελευταίος να εκφράσει από το βήμα της ΚΕ παράπονα για την «ποιότητα του διαλόγου μεταξύ των στελεχών»– εξήγησε την αλλαγή που έφερε το παράδειγμα της Κύπρου. «Τίθεται πλέον προς αίρεση η γραμμή της αέναης διαπραγμάτευσης, το όχι των μονομερών ενεργειών», εξήγησε δεικτικά. Για να συμπληρώσει ότι μετά τον εκβιασμό Ντράγκι, δεν επιτρέπεται να μην είσαι προετοιμασμένος («ετοιμάζεις κόμμα και λαό») για αυτόν τον εκβιασμό και ότι η έξοδος από το ευρώ είναι πάνω στο τραπέζι.
Στα αξιοσημείωτα της συνεδρίασης ήταν και οι φωνές κριτικής που ακούστηκαν από συντρόφους-ισσες της ΑΝΑΣΑ, ειδικά στο θέμα των συνεργασιών και τον τρόπο λήψης των αποφάσεων. Παρά τις αρχικές σκέψεις, αυτές οι ενστάσεις δεν εκφράστηκαν με ξεχωριστή τροπολογία.
Συγκεκριμένα, ο Κ. Αθανασίου έκανε λόγο για «συμβούλους» που «δεν εκλέγονται κάπου, ούτε λογοδοτούν κάπου» και εκφράζουν επίσημα θέση για κρίσιμα ζητήματα, όπως το κυπριακό και το ενδεχόμενο πολέμου (!) και αναρωτήθηκε «πότε αποφασίσαμε παλλαϊκό μέτωπο», μιλώντας για παραβίαση της δημοκρατίας και των συλλογικών αποφάσεων.
Η Μ. Μπαρσέφσκι τόνισε ότι δεν γίνεται να εκφράσουμε τη νέα ταξική πόλωση με πολιτικές διεμβολισμού του μεσαίου χώρου και «προσέλκυσης προσωπικοτήτων», ενώ ο Π. Λάμπρου ζήτησε «ολική επαναφορά» στο σύνθημα «καμιά θυσία για το ευρώ-καμιά αυταπάτη για τη δραχμή», εφόσον τα γεγονότα δικαιώνουν τις θέσεις μας, αλλά «δεν δικαιώνεται η μη εκφώνησή τους».
Από τη μεριά της πλειοψηφίας (Ν. Βούτσης, Π. Σκουρλέτης, Α. Φλαμπουράρης, Χ. Παπαδόπουλος κ.ά.) παρουσιάστηκε ως αντίλογος ότι δεν πρέπει να επανέρχονται τα ίδια θέματα «υπονομεύοντας το κόμμα», ότι το «όχι στα μνημόνια» σήμαινε για τον ΣΥΡΙΖΑ σύγκρουση και ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν αφορά μόνο την ιστορική Αριστερά, αλλά ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις.
Ο Α. Καρίτζης ανέλυσε την «επικινδυνότητα» του ΣΥΡΙΖΑ για το σύστημα, επειδή συνδέεται με τα κομμάτια της κοινωνίας που αντιστέκονται. Σαν ενοποιητικό στοιχείο του κόσμου που προσεγγίζει τον ΣΥΡΙΖΑ και δεν έχει αριστερές καταβολές, πρότεινε τις έννοιες «δημοκρατία και αξιοπρέπεια». Για τις επαφές με κορυφαία σοσιαλδημοκρατικά στελέχη έκανε λόγο για «βαρίδια» και ενόψει του συνεδρίου εκτίμησε ότι χρειάζεται ένα «σφιχτό κόμμα», υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων: «η δημοκρατία δεν ταυτίζεται με την πλαδαρότητα. Θέλουμε ένα σφιχτό κόμμα με μικρότερα όργανα, που θα δώσει τη μάχη στήριξης μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Δεν θα αρκεί το υπουργικό συμβούλιο».
Ο Χ. Λάσκος, αφού θύμισε ως πάγια αρχή των Μπολσεβίκων τη θέση «ό,τι κάνουμε εμείς, πρέπει να βοηθάει το ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα», εξέφρασε την άποψη ότι αυτή πρέπει να είναι οδηγός μας στα ζητήματα της ευρωζώνης και ότι το αδιέξοδο της κρίσης λύνεται μόνο με την αναδιανομή του πλούτου.
Οι οικονομολόγοι του ΣΥΡΙΖΑ που ανήκουν στην Αριστερή Ενότητα (Γ. Μηλιός, Ε. Τσακαλώτος,), παρόλο που κανείς από τη μειοψηφία δεν μίλησε για επιστροφή στη δραχμή ως επιλογή, επιχειρηματολόγησαν κατά της «εθνικής αναδίπλωσης», της επακόλουθης «νομισματικής υποτίμησης» και «του αναπόφευκτου ανταγωνισμού μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών».
Σωστή κριτική για όσους θεωρούν ότι η αλλαγή νομίσματος αρκεί για να ανοίξει ο δρόμος για το σοσιαλισμό, θέση που όμως δεν προκύπτει από την τροπολογία που κατέθεσε η Αριστερή Πλατφόρμα.
Ο Ρ. Ρινάλτνι και τα μέλη της ΚΟΕ, που πήραν το λόγο, επέμειναν στις θέσεις τους για αντιμνημονιακό μέτωπο ακόμα και με δυνάμεις της λαϊκής δεξιάς και την προτεραιότητα της «παραγωγικής ανασυγκρότησης».
Από τα στελέχη του ΕΚΜ, ο Α. Μητρόπουλος μίλησε για σαφέστερη και τολμηρότερη τοποθέτηση σε περίπτωση αποτυχίας μιας «επιθετικής διαπραγμάτευσης».
Επίσης, αρκετές ήταν οι αναφορές των μελών του οργάνου στο επερχόμενο συνέδριο, στο θέμα της δημοκρατικής και συλλογικής λειτουργίας του φορέα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, στα μέτωπα πάλης της περιόδου (Χαλκιδική, απολύσεις στο δημόσιο, Υγεία, αντιφασιστικό κ.ά.), στην ανάγκη και τους τρόπους μεγαλύτερης δραστηριοποίησης των τοπικών οργανώσεων, τις νομαρχιακές και τη νεολαία.