Πρωτοβουλία των «58» για την ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς: Μια τελειωμένη ιστορία με φθαρμένα υλικά
Εντείνονται οι προσπάθειες για την «ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς», με αποκορύφωμα τη δημόσια έκκληση των «58» για συνεργασία όλων των διάσπαρτων δυνάμεων που βρίσκονται ανάμεσα στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Κίνηση που προβλήθηκε ιδιαίτερα από τα μεγάλα συγκροτήματα Τύπου, δέχτηκε τις ευλογίες του Κ. Σημίτη και προκάλεσε ρήγματα στην αρνητική στάση του Φ. Κουβέλη για συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ.
Στο κείμενο που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 14/10, με τις υπογραφές διάφορων «προσωπικοτήτων» από το χώρο της πολιτικής, της τέχνης και της ακαδημαϊκής κοινότητας (Ν. Χριστοδουλάκης, Ν. Μπίστης, Ν. Αλιβιζάτος, Σ. Τριανταφύλλου κ.ά., οι περισσότεροι με ενεργή συμμετοχή ή ανοιχτή υποστήριξη στο εγχείρημα του Σημιτικού εκσυγχρονισμού, μιας περιόδου προκλητικών παροχών προς τους καπιταλιστές, ντυμένη με διάφορα ψευδεπίγραφα ιδεολογήματα περί εξευρωπαϊσμού, άμβλυνσης των ταξικών ανισοτήτων κλπ), υπογραμμίζεται η ανάγκη για τη σύγκλιση ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ (σ.σ.: τύπου ιταλικής «Ελιάς») και κάθε άλλης πολιτικής κίνησης ή πολιτών «που δεν αναγνωρίζονται ούτε στη Δεξιά, ούτε στη νεοκομουνιστική-εθνολαϊκιστική Αριστερά!», με πρώτο σταθμό τις ευρωεκλογές.
Ο πρωθυπουργός της «ισχυρής Ελλάδας», Κ. Σημίτης, χαιρέτισε την πρωτοβουλία των «58», υποστηρίζοντας ότι «αυτή μπορεί να βοηθήσει να βγούμε από το αδιέξοδο».
Με το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ να βρίσκονται σε κατάσταση αποσύνθεσης (πληρώνοντας την κυβερνητική διαχείριση της αντεργατικής λαίλαπας των μνημονίων) και με χαμηλά δημοσκοπικά ποσοστά, οι όποιες ομαδοποιήσεις υπάρχουν γύρω τους και διάφορα «ορφανά» του σοσιαλφιλελευθερισμού κάνουν μια ύστατη προσπάθεια να επιβιώσουν πολιτικά, με την ευγενική χορηγία των γνωστών εργολάβων της διαπλοκής.
Κυρίως όμως επιδιώκουν να αποτελέσουν ανάχωμα στην άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, βάζοντας πλάτη στην «αυταρχική δημοκρατία» που οικοδομούν οι Σαμαράς-Βενιζέλος. Δήθεν «κοσμοπολίτες», που διεκδικούν ρόλο συνομιλητών με το ακροδεξιό σινάφι που κατοικεί στο Μαξίμου, για να μην έρθει ποτέ η κυβέρνηση της Αριστεράς. Τα υπόλοιπα περί «χαλιναριού» στον Βενιζέλο, που έχει μετατρέψει το ΠΑΣΟΚ σε συνιστώσα της ΝΔ του Σαμαρά, είναι το λιγότερο υποκρισία.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο Βενιζέλος είδε με καλό μάτι την πρωτοβουλία των «58», σε αντίθεση με τον Φ. Κουβέλη που τη χαρακτήρισε «θνησιγενή και αδιάφορη για την κοινωνία». Και δεν θα μπορούσε να κάνει και αλλιώς, όταν ανάμεσα στους υπογράφοντες το κείμενο βρίσκονται επτά στελέχη της ΔΗΜΑΡ (με επικεφαλής τα μέλη της ΕΕ Στ. Λειβαδά και Γερ. Γεωργάτο), ενώ και άλλα στελέχη του κόμματος φαίνονται να διαφωνούν με την επίσημη «γραμμή», που θέλει τη συγκρότηση του «προοδευτικού τρίτου πόλου» με διαφορετικά απομεινάρια του ΠΑΣΟΚ, αλλά με επίσης «επιβαρυντικό» υπουργικό παρελθόν (Α. Λοβέρδος, Π. Μπεγλίτης, Α. Διαμαντοπούλου). Υπάρχουν βέβαια και αυτοί που δεν θα είχαν πρόβλημα να συνεργαστούν με τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως ο γραμματέας της ΔΗΜΑΡ, Σπ. Λυκούδης.
Υπενθυμίζουμε μόνο ότι, στις συλλογικές αποφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχουν η επαναφορά των μισθών στα προ μνημονίων επίπεδα, η ακύρωση των ιδιωτικοποιήσεων και των απολύσεων στο Δημόσιο, ο δημόσιος-κοινωνικός έλεγχος στις τράπεζες. Μέτρα που σίγουρα «ανατριχιάζουν» στο άκουσμά τους κάθε συνεπή «ευρωπαϊστή».
Το πρόβλημα με όλες αυτές τις προσπάθειες για τη «νεκρανάσταση» της κεντροαριστεράς είναι πως αγνοούν την πραγματικότητα της οικονομικής και πολιτικής κρίσης. Σε συνθήκες έντονης κοινωνικής και πολιτικής πόλωσης (με την κοινωνία διχασμένη και με κυρίαρχο το δίπολο Αριστερά-Δεξιά στο πολιτικό πεδίο), δεν υπάρχει κοινωνικός και πολιτικός χώρος για τις παλιές, καλές, «ενδιάμεσες», σοσιαλδημοκρατικές λύσεις.
Για την ώρα, σε όποια πολιτική αντιπαράθεση ή εκλογική αναμέτρηση, η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου στρέφεται για την εκπροσώπησή της είτε στο αστικό μπλοκ, είτε στην Αριστερά. Όταν μάλιστα η απόπειρα αυτή γίνεται με τα φθαρμένα και απαξιωμένα υλικά του «χρεωκοπημένου εκσυγχρονισμού» και της «αριστεράς της ευθύνης», δεν έχει κανένα μέλλον. Και για τη διαφαινόμενη αποτυχία όλων όσων έχουν σημαντικό μερίδιο ευθύνης για τα σημερινά δεινά των εργαζομένων και της νεολαίας, δεν μπορούμε παρά να χαιρόμαστε.