Οι συζητήσεις μεταξύ του Κύπριου δεξιού προέδρου Ν. Αναστασιάδη με τον Τουρκοκύπριο δεξιό ηγέτη (πρόεδρο που δεν αναγνωρίζεται ως τέτοιος από τις περισσότερες χώρες) Ντ. Έρογλου άνοιξαν πάλι τη συζήτηση για το Κυπριακό.
Ημερ.Δημοσίευσης
Αλληλοκατηγορίες
Η φιλολογία των ελληνοκυπριακών κομμάτων έχει, όπως και στο παρελθόν, ένα μότο: αλληλοκατηγορούνται ότι κάνουν παραχωρήσεις στους Τουρκοκύπριους (Τ/κ). Αυτό το φαινόμενο παίρνει διάφορες μορφές, καθώς κάθε κόμμα εστιάζει σε άλλο επιμέρους στοιχείο των διαπραγματεύσεων.
Τώρα, που είναι η Δεξιά εκείνη που κάνει τις διαπραγματεύσεις με τους Τ/κ, τα υπόλοιπα κόμματα την κατηγορούν –κι αυτήν– για ενδοτισμό. Ο πρόεδρος της «σοσιαλιστικής» ΕΔΕΚ Γ. Ομήρου υποστηρίζει πως «η αποδοχή του κοινού ανακοινωθέντος από τον Ντερβίς Έρογλου ολοκληρώνει τη σαφή μεθόδευση για να συρθεί η ελληνική κυπριακή πλευρά σε διαπραγματεύσεις στη βάση ενός πλαισίου που οδηγεί σε λύση χειρότερη και από το Σχέδιο Ανάν». Ο Γ. Λιλλήκας της Συμμαχίας των Πολιτών, όχι μόνον παίζει κι αυτός το χαρτί του εθνικισμού αλλά μάλιστα βρίσκει πολύ σωστή τη στάση του… γνωστού αντιιμπεριαλιστή Αντ. Σαμαρά: «Σημειώνω επίσης την ιδιαίτερη αναφορά του Έλληνα πρωθυπουργού στη λύση η οποία πρέπει να χαρακτηρίζεται από τη μια κυριαρχία και τη μία ιθαγένεια, πράγματα που δεν εξασφαλίζονται στο κοινό ανακοινωθέν», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Δυστυχώς στο ίδιο μοτίβο κινείται εδώ και χρόνια το αριστερό ΑΚΕΛ, το οποίο τώρα στηλιτεύει, κι αυτό, το γεγονός ότι στο κοινό ανακοινωθέν Αναστασιάδη-Έρογλου δεν εξασφαλίζεται η ενιαία εσωτερική κυριαρχία.
Κατά τη γνώμη μας, η όποια επανένωση του νησιού δεν μπορεί παρά να περνά μέσα από την επανασυμφιλίωση των δύο κοινοτήτων, των Ε/κ και των Τ/κ. Η επανασυμφιλίωση έχει ως προϋπόθεση ότι η ισχυρή-οικονομικά και πληθυσμιακά- πλευρά, δηλαδή οι Ε/κ, θα δώσει υλικές και πολιτικές διαβεβαιώσεις στην ανίσχυρη, δηλαδή στους Τ/κ, ώστε να τεθούν ειλικρινά τα θεμέλια επανένωσης, χωρίς στρατούς κατοχής και ιμπεριαλιστικές βάσεις.
Ιστορία
Γιατί η ιστορία της Κύπρου δεν άρχισε το 1974 με την εισβολή της Τουρκίας. Είχε προηγηθεί το πραξικόπημα των ακροδεξιών του Σαμψών, που διακήρυσσε ότι «θα πετάξει τους Τ/κ στη θάλασσα», δίνοντας την καλύτερη δικαιολογία στο τουρκικό καθεστώς για την εισβολή. Είχαν προηγηθεί, επίσης τα γεγονότα του 1963, όπου εκατοντάδες Τ/κ σκοτώθηκαν, με κατάληξη τον εγκλωβισμό του Τ/κ πληθυσμού (18%) στους «θυλάκους» του 4% του εδάφους της, τότε, ενιαίας Κύπρου. Με αυτήν την προϊστορία, η επαναπροσέγγιση δεν είναι εφικτή παρά στη βάση δημοκρατικών πολιτικοκοινωνικών εγγυήσεων της πλειοψηφίας προς τη μειοψηφία. Η αρχή αυτή, άλλωστε, αποτελεί βάση συγκρότησης στα περισσότερα κράτη με «μικτό» πληθυσμό, χωρίς το αιματηρό παρελθόν που υπάρχει στην Κύπρο.
Ασφαλώς οι εθνικιστές δεξιοί ηγέτες, όπως ο Αναστασιάδης ή ο Έρογλου δεν θα πετύχουν την επαναπροσέγγιση. Πολύ περισσότερο όταν συνεργάζονται με ιμπεριαλιστές, όπως οι ΗΠΑ και η ΕΕ, που θέλουν να έχουν έλεγχο στην περιοχή. Οι «λύσεις» που θα προκύψουν από όλους αυτούς θα είναι εκτρώματα.
Αντίθετα ο διεθνισμός αποτελεί απάντηση: δίνει χέρι αδελφοσύνης μεταξύ των κοινοτήτων και κόβει τις γέφυρες με τον ιμπεριαλισμό. Η επιστροφή στο διεθνισμό και η απόρριψη του εθνικιστικού «ρεαλισμού» είναι απαραίτητη για την κυπριακή Αριστερά. Όσον απαραίτητη είναι και η ρήξη με τον ευρωλάγνο «ρεαλισμό» που οδήγησε σε τόσα δεινά τους Ε/κ εργαζόμενους όσα δεν θα μπορούσε ποτέ να επιφέρει μια «κακή» συμφωνία με την τουρκοκυπριακή κοινότητα.