Ευρωεκλογές: Η Αριστερά να αντιπαρατεθεί στο ευρωπαϊκό υπερ-μνημόνιο
1. Από την εποχή της δεκαετίας του 1980 (όταν μεγάλο τμήμα των εργαζομένων στο Νότο της Ευρώπης, και ειδικά στην Ελλάδα, ήλπιζε ότι η συμμετοχή στην ΕΕ θα οδηγούσε σε μια διαρκή ευημερία), ή της δεκαετίας του 1990 (όταν μεγάλο τμήμα των εργαζομένων στην Ανατολική Ευρώπη ήλπιζε ότι η συμμετοχή στην ΕΕ θα οδηγούσε σε ευημερία και σε δημοκρατία), έχει κυλήσει πολύ νερό κάτω από τις γέφυρες…
Στην περίοδο της διεθνούς κρίσης του καπιταλισμού, η ΕΕ έχει αποδειχθεί ως ένα «Γενικό Επιτελείο» των αρχουσών τάξεων των χωρών μελών της, ως ένα συντονιστικό κέντρο επιβολής της βάρβαρης και διαρκούς λιτότητας, που εξαφανίζει τα βασικά εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα που κατακτήθηκαν με τους μεγάλους κοινωνικούς αγώνες και την Αριστερά στον 20ό αιώνα.
Αυτό έχει ως συνέπεια ένα κύμα εργατικής και λαϊκής οργής που στρέφεται –δικαίως– κατά των κυβερνήσεων και των κυρίαρχων τάξεων σε κάθε χώρα, αλλά –επίσης δικαίως– και κατά της πολιτικής, κατά των συνθηκών και των συμβόλων, κατά της ίδιας της ΕΕ, που αναγνωρίζεται (επιτέλους!) από πλατιές εργατικές και λαϊκές μάζες ως η Ευρώπη των τραπεζιτών και των βιομηχάνων και όχι ως η Ευρώπη των λαών.
Το κύμα αυτό, στις χώρες του Βορρά, παίρνει, για την ώρα, τη μορφή του «ευρωσκεπτικισμού» (σε σύγχυση με συντηρητικά ή και ακροδεξιά πολιτικά ρεύματα). Όμως στην Ελλάδα, και γενικότερα στο Νότο, η εργατική-λαϊκή αντίθεση στην πολιτική της ΕΕ έρχεται κυρίως από τα αριστερά, αποδεικνύοντας ότι είναι εφικτή η (κατά τη γνώμη μας αναγκαία) σύνδεση της αντικαπιταλιστικής στρατηγικής με τη συστηματική αντίσταση στην ΕΕ του νεοφιλελευθερισμού.
2.Η ευθυγράμμιση όλων των κυρίαρχων τάξεων, των κυβερνήσεων και του καθεστωτικού πολιτικού δυναμικού με το σύνολο των ευρωπαϊκών συνθηκών (Μάαστριχτ, Λισαβόνα κ.ο.κ.), με την ιερότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και με την προετοιμασία του ευρωπαϊκού υπερμνημονίου (της θεσμοποιημένης διαρκούς λιτότητας που προβλέπει σε ευρωπαϊκή κλίμακα τη μνημονιακή βαρβαρότητα που επιβλήθηκε στην Ελλάδα και γενικότερα στο Νότο…) αποδεικνύουν πόσο ουτοπική είναι η στρατηγική της μεταρρύθμισης, της «επανίδρυσης», της ΕΕ.
Αυτό γίνεται πιο φανερό μέσα από το μεγάλο πρόβλημα δημοκρατίας που έχει πλέον αναδειχθεί. Οι ευρωπαϊκοί «θεσμοί» έχουν γίνει κυριολεκτικά απροσπέλαστοι για τη θέληση της κοινωνικής πλειοψηφίας, δηλαδή των εργαζομένων. Η πολιτική πάλη, σε συνδυασμό με το δικαίωμα της ψήφου, δίνει τη δυνατότητα πίεσης για φιλολαϊκές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις σε κάθε χώρα-μέλος. Όμως η πίεση αυτή δεν μπορεί να φτάσει στην Κομισιόν ή στην ΕΚΤ που, στο μεταξύ, έχουν αποκτήσει το δικαίωμα ελέγχου και έγκρισης ή απόρριψης του προϋπολογισμού των χωρών-μελών.
Στις σημερινές συνθήκες είναι πιο πιθανό να καταρρεύσει η ΕΕ από τους υπαρκτούς εσωτερικούς ανταγωνισμούς και τα αδιέξοδα μέσα στην κρίση, παρά να υλοποιηθεί η στρατηγική της αυτομεταρρύθμισης, ή μετεξέλιξης, ή «επανίδρυσης» της ΕΕ, όπως την υποστηρίζει π.χ. το ΚΚ Γαλλίας και η πλειοψηφία του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς.
3. Στα ιδρυτικά κείμενα του ΣΥΡΙΖΑ, η ΕΕ αντιμετωπιζόταν ως «πεδίο ταξικής πάλης», σε παραλληλισμό με το πώς αντιμετωπίζει η Αριστερά την κυβέρνηση ή το πολιτικό σύστημα σε κάθε χώρα.
Η θέση αυτή, αν και ριζοσπαστικότερη από τις μεταρρυθμιστικές ουτοπίες περί επανίδρυσης της ΕΕ, έχει ήδη ξεπεραστεί.
Η εμπειρία της Κύπρου απέδειξε ότι, αν η Αριστερά ως πολιτικό ρεύμα, ή πολύ περισσότερο ως κυβέρνηση, επιχειρήσει να προστατέψει τους εργαζόμενους και το λαό από την επιβολή μιας μνημονιακής «ρύθμισης», τότε θα πρέπει να σπάσει την πειθαρχία, να ανατρέψει τις κατευθύνσεις της ΕΕ.
Ως μαρξιστές είμαστε υπέρ του συνθήματος για την Ευρώπη των εργαζομένων, για την Ευρώπη της ειρήνης και της συνεργασίας, για τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης.
Όμως σήμερα μας είναι σαφές ότι μια τέτοια ιστορική προοπτική περνάει κυρίως μέσα από τη σύγκρουση για την ανατροπή της υπαρκτής ΕΕ, παρά μέσα από τις ανύπαρκτες δυνατότητες μετεξέλιξης-επανίδρυσης της ΕΕ. Και βλέποντας έτσι τη διεθνοποίηση, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι η «Ευρώπη» των εργαζομένων οφείλει να είναι ανοιχτή και προς τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ και προς την Τουρκία και προς την άλλη όχθη της Μεσογείου, προς τις χώρες των αραβικών εξεγέρσεων.
4.Η στάση της Αριστεράς απέναντι στο ευρώ δεν μπορεί να καθοριστεί από «στεγνά» οικονομικά κριτήρια. Οφείλει να συμπεριλάβει τα πολιτικά διλήμματα, τα στρατηγικά προβλήματα μέσα στην ταξική πάλη.
Η προωθημένη κοινωνική αντίσταση στην Ελλάδα έχει ανοίξει την προοπτική μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Αυτή η πολιτική προοπτική στηρίζεται πάνω στη δέσμευση για ανατροπή των μνημονίων και όλων των συνοδευτικών μέτρων λιτότητας που επέβαλε η κυρίαρχη τάξη και οι δανειστές στην περίοδο της κρίσης. Αν η Αριστερά –και συγκεκριμένα ο ΣΥΡΙΖΑ– δεν τηρήσει αυτή τη δέσμευση, η κυβέρνηση της Αριστεράς θα είναι καταδικασμένη: είτε με τη μορφή της σύντομης ανατροπής από δεξιά, είτε με τη μορφή του εκφυλισμού σε μια σοσιαλφιλελεύθερη πολιτική.
Αυτό σημαίνει ότι η δέσμευση για ανατροπή των μνημονίων θα πρέπει να υπηρετηθεί «με κάθε αναγκαίο μέσο». Και στα πιθανά «αναγκαία μέσα», ειδικά μετά την εμπειρία της Κύπρου, θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται η ρήξη με την Ευρωζώνη και η έξοδος από το ευρώ. Όχι, κατ’ ανάγκη, ως πρώτη επιλογή της κυβέρνησης της Αριστεράς, αλλά αναγκαστικά ως επιλογή που δεν μπορεί να αποκλειστεί από το φάσμα των απαντήσεων στους δανειστές και στις αγορές.
Αυτή η πολιτική απέναντι στο νόμισμα είναι μια πολιτική που δεν ξεκινά από το νόμισμα, αλλά από την αποφασιστικότητα να ανατρέψουμε τη λιτότητα.
5.Ως μαρξιστές κατανοούμε ότι, αν οι κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις εγκλωβιστούν στα όρια του καπιταλισμού, τότε η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες. Η πολιτική μας δεν έχει τίποτα κοινό με τον προστατευτισμό και τον (οικονομικό) εθνικισμό. Δεν αναζητούμε διέξοδο από την κρίση για τον ελληνικό καπιταλισμό, π.χ. μέσω της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων από μια διαρκή υποτίμηση του «εθνικού» νομίσματος. Αντίθετα αναζητούμε πολιτική ανατροπής της λιτότητας και υπέρβασης του καπιταλισμού.
6.Όμως, ένας τέτοιος εγκλωβισμός στα όρια του καπιταλισμού δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μοιραίος. Εξάλλου οι προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει, αντικειμενικά, μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα είναι πολύ πιο γενικευμένες: διαγραφή του χρέους (ή του μεγαλύτερου μέρους του), εθνικοποίηση των τραπεζών, επανακρατικοποίηση των ιδιωτικοποιημένων μεγάλων δημόσιων επιχειρήσεων και υπηρεσιών, κατάργηση ελευθεριών του κεφαλαίου, αντιστροφή της ελαστικοποίησης στις εργασιακές σχέσεις κλπ. Μια κυβέρνηση της Αριστεράς, που μένει πιστή στη δέσμευση για πάλη ενάντια στη λιτότητα, δεν μπορεί παρά να ανοίγει μια μεταβατική περίοδο προς τη γενικότερη εργατική νίκη, προς τη σοσιαλιστική απελευθέρωση.
7.Σε αυτό το γενικότερο πλαίσιο πρέπει να εντάσσεται η θέση μας για το νόμισμα.
Θέση που, εξάλλου, δεν θα κριθεί αυστηρά από τις αντοχές του κινήματος και της Αριστεράς σε μια μόνο χώρα. Γιατί στη σημερινή Ευρώπη μια εργατική-αριστερή νίκη θα πυροδοτήσει πιθανότατα φαινόμενο ντόμινο, φαινόμενα εξάπλωσης των αλλαγών και σε άλλες χώρες. Και αντίστροφα, θα είναι υποχρέωση της κυβέρνησης της Αριστεράς, πριν από κάθε δραματικό μέτρο, να κάνει έκκληση αλληλεγγύης προς όλους τους εργαζόμενους και την Αριστερά στην Ευρώπη και να διαθέτει τις απαραίτητες δυνάμεις για να οργανώσει και να υποστηρίξει πολιτικά τις διεθνείς αντιδράσεις απέναντι σε κάθε σχέδιο στραγγαλισμού της πρώτης, σοβαρής, απόπειρας ανατροπής της λιτότητας. Και έχουμε κάθε λόγο να είμαστε αισιόδοξοι για την ανταπόκριση σε ένα τέτοιο κάλεσμα: γιατί η κατάσταση στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στη Γαλλία, μπορεί πλέον να παρομοιαστεί με τον «ξερό κάμπο», όπου μια σπίθα μπορεί να ανάψει τη μεγάλη φωτιά.
Στην Ευρώπη-φυλακή λιτότητας, δεν έχει σημασία να προβλέψουμε το ποια χώρα θα αποδειχθεί ο «αδύναμος κρίκος». Σημασία έχει να βρεθεί στην πράξη ο πρώτος που θα ανοίξει την πόρτα της φυλακής…
8.Εκατό χρόνια μετά το 1914, έναν αιώνα μετά το πρώτο μεγάλο σφαγείο, κατανοούμε τις προσπάθειές μας ως συνέχεια των ρευμάτων που πάλεψαν να δώσουν διεθνιστική-αντικαπιταλιστική-σοσιαλιστική απάντηση στις εξελίξεις στην Ευρώπη και παγκόσμια. Όπως ο Τρότσκι, πιστεύουμε ότι «η επανάσταση αρχίζει στην εθνική αρένα – αναπτύσσεται στη διεθνή – και ολοκληρώνεται σε παγκόσμιο επίπεδο». Στη βάση αυτής της παράδοσης, υποστηρίζουμε ότι η Αριστερά, μέσα στην πιο βαθιά κρίση του καπιταλισμού από το 1929, οφείλει να μη διστάσει, να υιοθετήσει την πιο ριζοσπαστική στάση στα διλήμματα που αντιμετωπίζει στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και σε ευρωπαϊκή κλίμακα.