Η δεξιά κυβέρνηση, η τρόικα και οι κύπριοι καπιταλιστές είχαν βάλει, εδώ και καιρό, στο μάτι την τεράστια περιουσία του δημοσίου. Πέταξαν, λοιπόν, το γάντι στους εργαζόμενους, ετοιμάζοντας, με βάση τις επιταγές του μνημονίου, ένα εκτρωματικό νομοσχέδιο με στόχο την ιδιωτικοποίηση των ημικρατικών οργανισμών (λιμάνια, Αρχή Ηλεκτρισμού, τηλεπικοινωνίες).
Το χρονικό
Στις 24 Φλεβάρη, λίγες μέρες πριν την κατάθεση του επίμαχου νομοσχεδίου στη βουλή, οι εργαζόμενοι σήκωσαν το γάντι... Χιλιάδες κόσμου ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα των εργαζομένων της Αρχής Ηλεκτρισμού και συγκεντρώθηκαν έξω από τη βουλή. Ακολούθησαν καταστάσεις πρωτόγνωρες για τα κυπριακά δεδομένα.
Οι συγκεντρωμένοι έριξαν το κιγκλίδωμα της αστυνομίας, κατέλαβαν το χώρο στάθμευσης της βουλής και κατάφεραν να κόψουν το ρεύμα στο κτίριο. Η αστυνομία επιτέθηκε τραυματίζοντας τρεις διαδηλωτές, ενώ για την καταστολή τους επιστρατεύθηκε μέχρι και ο ειδικός αντιτρομοκρατικός ουλαμός. Τα ΜΜΕ άρχισαν να κραυγάζουν για τα «σοβαρά επεισόδια που προκάλεσαν οι εργαζόμενοι», αλλά το θέμα είχε πάρει πια διαστάσεις.
Λίγες μέρες μετά, στις 27 Φλεβάρη, κατά την ψηφοφορία στη βουλή, μια δυσάρεστη έκπληξη περίμενε την κυβέρνηση… Το νομοσχέδιο για τις ιδιωτικοποιήσεις απορρίφθηκε. Σ’ αυτό οδήγησε η στάση ορισμένων βουλευτών του «κεντρώου» ΔΗΚΟ, που συμμετείχε στην κυβέρνηση και που η πολιτική του χαρακτηρίζεται από τον απόλυτο τυχοδιωκτισμό. Κάτω από την πίεση των εργαζομένων και την κατακραυγή του τμήματος της κοινωνίας που αντιστέκεται μαχητικά στο ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου, κάποιοι από τους βουλευτές του ΔΗΚΟ δεν στήριξαν το κυβερνητικό νομοσχέδιο.
Μέσα στη βουλή η πίεση του κόσμου οδηγούσε τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας, αλλά έξω από τη βουλή οι ηγεσίες των συνδικάτων φρόντιζαν να την περιορίσουν. Στις ομιλίες τους δεν έδωσαν καμία απεργιακή προοπτική στον αγώνα και πριν καλά-καλά μαζευτεί όλος ο κόσμος, κήρυξαν τη λήξη της συγκέντρωσης. Επιλέγοντας το συμβιβασμό και όχι την κλιμάκωση του αγώνα, έδωσαν την ευκαιρία στην κυβέρνηση να ανασυνταχτεί.
Πριν περάσει μια βδομάδα, στις 4 Μάρτη, η κυβέρνηση κατέθεσε ξανά το νομοσχέδιο, γράφοντας στα παλιά της παπούτσια τη «συνταγματική νομιμότητα» που η ίδια ευαγγελίζεται. Η «ενδοκυβερνητική παρεξήγηση ξεπεράστηκε» και το μνημονιακό νομοσχέδιο για το ξεπούλημα της δημόσια περιουσίας υπερψηφίστηκε με τη στήριξη και των «αποστατών» του ΔΗΚΟ, που «ξαναμπήκαν στο μαντρί».
Οι ηγεσίες των συνδικάτων ακολούθησαν και πάλι την τακτική της εκτόνωσης, αποφεύγοντας να οργανώσουν μια μαζική διαδήλωση, κηρύσσοντας ουσιαστικά τη λήξη της, πριν καν ανακοινωθεί το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στη βουλή.
Τα αστικά επιτελεία στην Κύπρο έχουν πλήρη συναίσθηση της κρισιμότητας της κατάστασης. Γνωρίζουν ότι δεν θα καταφέρουν να επιβάλουν την εγκληματική πολιτική τους, αν βρουν απέναντι οργανωμένη την εργατική τάξη. Η κυβερνητική κρίση, που προκλήθηκε από τη μαχητική δράση των εργαζομένων, που περιγράψαμε παραπάνω, τους ανησυχεί ιδιαίτερα. Έχουν επιδοθεί, λοιπόν, σε μια άνευ προηγουμένου επίθεση στα κεκτημένα μας και σε μια απόπειρα να τσακίσουν τις αντιστάσεις στο κοινωνικό πεδίο, αλλά και στο πεδίο των ιδεών. Για να το καταφέρουν, προσπαθούν να ταυτίσουν τις ιδέες και τη δράση της Αριστεράς με τη διακυβέρνηση Χριστόφια, που απογοήτευσε τον κόσμο της δουλειάς.
Οι ευθύνες της Αριστεράς
Ακολουθώντας μια πολιτική διαρκούς ταξικού συμβιβασμού, η ηγεσία του ΑΚΕΛ τραυμάτισε βαριά την Αριστερά και έδωσε την ευκαιρία στους πολιτικούς εκπροσώπους του αστικού μπλοκ να μας κουνάνε το δάχτυλο.
Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση του ηγέτη της Δεξιάς, Αβέρωφ Νεοφύτου, τη μέρα της ψήφισης του νομοσχεδίου για τις ιδιωτικοποιήσεις: «Η κατάσταση της οικονομίας επιβάλλει όπως όλοι μας, πάνω από ιδεολογίες, τοποθετήσουμε το εθνικό συμφέρον… Αυτό, εξάλλου, έκαμε και ο Δημήτρης Χριστόφιας ενόσω ήταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Αν και δεν άφησε την αριστερή του ιδεολογία, η οποία μεταξύ άλλων λέει ότι δεν μπορείς να κοινωνικοποιείς τις ζημιές και να ιδιωτικοποιείς το κέρδος, μας έφερε στη Βουλή το νομοσχέδιο με το οποίο κρατικοποιήσαμε τη Λαϊκή Τράπεζα, δίνοντάς της 1,8 δισ. Ο Δημήτρης Χριστόφιας ήταν επίσης που από τις Βρυξέλλες δήλωσε ότι ήταν έτοιμος να συμφωνήσει με το Μνημόνιο. Πώς ήταν δυνατόν ένας αριστερός ιδεολόγος να καλεί την καταραμένη Τρόικα να έρθει να σώσει τη χώρα του; Και όμως ενήργησε πραγματιστικά, γιατί αυτό επέβαλλαν οι πραγματικότητες. Δεν χωρούν ιδεολογίες σήμερα. Πρέπει να είμαστε πραγματιστές, για να σώσουμε τον τόπο».
Αυτή η απόπειρα «επιβολής του ρεαλισμού» –στην οποία οι εκπρόσωποι του ΑΚΕΛ ουσιαστικά δεν απαντούν– είναι μια απόδειξη των θανατηφόρων κινδύνων που προκύπτουν, όταν η Αριστερά, όντας στην κυβέρνηση, επιλέγει την υποχώρηση και το συμβιβασμό και όχι το δρόμο της ρήξης και της ανατροπής του καπιταλιστικού «ρεαλισμού».
Η Αριστερά που χρειαζόμαστε στην Κύπρο, είναι μια Αριστερά με συνέπεια λόγων και έργων. Μια Αριστερά που να δίνει αποφασιστικά τη μάχη τόσο στην κοινωνία όσο και στο πεδίο των ιδεών. Η μάχη θα είναι δύσκολή, αλλά το αισιόδοξο είναι ότι ολοένα και περισσότερος κόσμος καταλαβαίνει αυτή την αναγκαιότητα και είναι διατεθειμένος να παλέψει. Το έδειξαν οι εργαζόμενοι στους ημικρατικούς οργανισμούς με τον αγώνα τους, το δείχνουν οι μαχητικές απεργίες που ξεσπάνε σε μια σειρά από μικρότερους χώρους δουλειάς στην Κύπρο (KEO ενάντια στην απόλυση εργαζομένου, ΒΙΟΤΕΚ για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και την καταβολή δεδουλευμένων, εργαζόμενοι στις Βρετανικές βάσεις ενάντια στις περικοπές).
Ταξική αλληλεγγύη
Το ακόμα πιο αισιόδοξο είναι πως, όταν η εργατική τάξη της «από δω πλευράς» μπαίνει δυναμικά στο προσκήνιο, έχει δίπλα της τα ταξικά της αδέρφια «από την άλλη πλευρά». Το απέδειξαν έμπρακτα οι εργάτες του τουρκοκυπριακού συνδικάτου ηλεκτρική ενέργειας, που διαδήλωσαν δίπλα στους συναδέλφους τους της Αρχής Ηλεκτρισμού και έβγαλαν ψήφισμα συμπαράστασης. Η ταξική αλληλεγγύη στις μέρες μας έχει τεράστια σημασία, γιατί δείχνει το μοναδικό δρόμο που εξασφαλίζει ότι όλοι μαζί,Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι,εργαζόμενοι στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα, ντόπιοι και μετανάστες, μπορούμε να απαντήσουμε στην επίθεση και στα σχέδια των καπιταλιστών και να χτίσουμε το κοινό μας μέλλον.