Ο ουκρανικός εθνικισμός ήρθε στο φως μαζί με τη διακήρυξη των πανρωσικών Σοβιέτ για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών, το Νοέμβρη του 1917, στην Πετρούπολη.
Στο Κίεβο και το Χάρκοβο συγκροτήθηκαν ταυτόχρονα, και σε θανάσιμη αντιπαλότητα, δύο ανεξάρτητες δημοκρατίες. Στο Κίεβο είχε τη βάση της η ουκρανική ράντα των αστών και των τσιφλικάδων και στη βιομηχανική πόλη του Χάρκοβο τα σοβιέτ. Ο ουκρανικός εμφύλιος πόλεμος, που ξέσπασε μερικούς μήνες μετά και αποτέλεσε εργαλείο της ιμπεριαλιστικής επέμβασης ενάντια στα σοβιέτ, τέλειωσε το 1922 με τη συντριβή των εθνικιστών και των Λευκών στρατών από τους Ουκρανούς μπολσεβίκους και τον Κόκκινο Στρατό.
Είκοσι χρόνια μετά, ο ουκρανικός εθνικισμός ξανάκανε την εμφάνισή του στο πλευρό της χιτλερικής Γερμανίας. Ο Στεπάν Μπαντέρα, που αποτελεί για όλους τους Ουκρανούς φασίστες εθνικό σύμβολο, έδρασε ιδιαίτερα την περίοδο της γερμανικής κατοχής στα εδάφη της ΕΣΣΔ (1941-44). Η βαναυσότητα και η ωμότητα της δράσης του ενάντια στους πληθυσμούς των Εβραίων, των Πολωνών και των Ρώσων προκάλεσε ακόμη και την αντίδραση των γερμανών ναζί. Ο Μπαντέρα και η οργάνωσή του όμως δεν εγκληματούσαν χωρίς λόγο: ο ουκρανικός εθνικισμός επεδίωκε την εθνική εκκαθάριση μιας ολόκληρης ιστορικής περιοχής (της Γαλικίας), της οποίας ένα κομμάτι ανήκει σήμερα στη δυτική Ουκρανία.
Ο σύγχρονος ουκρανικός εθνικισμός είναι η ιδεολογική βάση όλων των φασιστικών οργανώσεων που δρουν αυτή τη στιγμή στην Ουκρανία και παίζουν πλέον σημαντικό ρόλο στη μεταβατική κυβέρνηση… Είναι η «σημαία» που σκεπάζει τα συμφέροντα των ολιγαρχών της δυτικής Ουκρανίας ενάντια στους ρωσόφιλους ολιγάρχες της ανατολής.
Το κόμμα Σβόμποντα (Ελευθερία), που είναι η μετονομασία του παλιού Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος της Ουκρανίας , τυπικά ιδρύθηκε το 2004. Οι ουκρανοί ναζιστές είχαν εμφανιστεί ήδη από το 1991, αλλά παρέμειναν μια περιθωριακή δύναμη. Εξαίρεση αποτελούσε η παραστρατιωτική τους οργάνωση(Ουκρανοί Πατριώτες) που λειτουργούσε σαν σωματείο φίλων του στρατού. Εκπαίδευση και οπλισμό τους πρόσφερε γενναιόδωρα ο ίδιος ο στρατός.
Το νέο κόμμα κατάφερε σιγά σιγά και αποκόπηκε από τις πιο ακραίες ναζιστικές εκφράσεις και διέγραψε τους παραστρατιωτικούς. Δεν άλλαξε όμως καθόλου την κοινωνική και πολιτική του ατζέντα. Αντίθετα εξακοντίστηκε ο αντιρωσισμός και η φιλοδυτική στροφή του. Ο αρχηγός του έγινε διάσημος με τη δήλωση του για τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του ουκρανικού λαού ενάντια στην εβραιορωσική μαφία. Παρ’ όλα αυτά στο κίνημα της πλατείας Μαϊντάν, ο Σβόμποντα ανήκε στην ήπια αντιπολίτευση που ήθελε διαπραγματεύσεις με τον πρόεδρο Γιανουκόβιτς.
Ο Δεξιός Τομέας και ο Γιάρος έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις συγκρούσεις με τις ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας και συμμετείχαν από την αρχή στο κίνημα της Μαϊντάν. Εκμεταλλεύτηκαν έτσι την αδυναμία της Αριστεράς και κάλυψαν σε ένα βαθμό το κενό της. Κατάφεραν με αυτό τον τρόπο να μετατραπούν από μια μικρή ομπρέλλα ναζιστικών οργανώσεων, που είχαν ενοποιηθεί μόλις το Νοέμβρη του 2013, σε μια εθνική πολιτική δύναμη με θέσεις στους μηχανισμούς ασφαλείας και το στρατό. Ο κεντρικός πυρηνας της δύναμης τους είναι οι χουλιγκαν των γηπέδων, αλλά τώρα βρίσκουν ευρύτερη υποστήριξη.
Η σχέση τους με τον Σβόμποντα είναι ανταγωνιστική όχι μόνο γιατι ο Δεξιός Τομέας είναι εκτός από αντιρωσικός και αντιδυτικός, αλλά κυρίως γιατί δεν μπορεί να ξεκόψει από την άγρια και χουλιγκάνικη πρακτική των συμμοριών στους δρόμους.
Η κρίση στην Ουκρανία, που η κύρια πλευρά της αυτή τη στιγμή είναι ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός, έφερε στην επιφάνεια και τον ανταγωνισμό εθνικών αναφορών μεταξύ των διαφόρων φασιστικών οργανώσεων. Η αναφορά στον Στεπάν Μπαντέρα και τα πρώτα μέτρα ενάντια στις μειονότητες, που πήρε η μεταβατική κυβέρνηση, λειτουργούν ως πρόκληση προς τους πολωνούς και ούγγρους νεοναζιστές(Jobbik). Οι απειλές στην ουγγρική και πολωνική μειονότητα τους εκθέτουν ανεπανόρθωτα στο εθνικό τους ακροατήριο και μάλιστα ενόψει των ευρωεκλογών.
Στην ίδια και χειρότερη θέση βρίσκεται και η Χρυσή Αυγή, που είχε αδερφικές σχέσεις με τους ουκρανούς ναζιστές, αλλά αναγκάστηκε να τις διακόψει απότομα. Μπροστά στην ισχυρή και βλακώδη φιλορωσική παράδοση της ελληνικής Δεξιάς και Ακροδεξιάς, αλλά και τη ρωσόφιλη ελληνική μειονότητα η υπόκλιση ήταν υποχρεωτική. Ειδάλλως η κατηγορία για εθνοπροδοσία θα λειτουργούσε πολύ χειρότερα από ό,τι η κατηγορία για εγκληματική οργάνωση.
Έτσι η κρίση στην Ουκρανία, αντί να δώσει αέρα στα πανιά των ευρωπαίων φασιστών, μετατράπηκε σε μια παγίδα. Γιατί οι φασιστικές διακηρύξεις για μια Ευρώπη των εθνών, ισότιμων, αλληλέγγυων και ελεύθερων, δεν μπορεί να υπάρξει. Μια Ευρώπη ισοτιμίας και ελευθερίας προϋποθέτει μια Ευρώπη των εργαζόμενων ανθρώπων και όχι των καπιταλιστών εκμεταλλευτών και γι’αυτό το ζήτημα οι φασίστες δεν λένε τίποτα.
Μια Ευρώπη ισοτιμίας και ελευθερίας προϋποθέτει επίσης να μη χωρίζονται οι άνθρωποι σε ανώτερους και κατώτερους φυλετικά, εθνικά και πολιτιστικά. Ο εθνικισμός όμως πιστεύει στην ιεραρχία των φυλών και των εθνών, που απολαμβάνουν και δικαιώματα ανάλογα με τη θέση τους σ’αυτή την ιεραρχία. …