Επίθεση στην καρδιά των εργαζομένων
Τρίτο μνημόνιο χαρακτηρίστηκε, σωστά, από πολλούς το πολυνομοσχέδιο που η κυβερνητική πλειοψηφία ψήφισε στις 30/3. Η δημόσια συζήτηση επικεντρώθηκε κυρίως στο άρθρο για τις τράπεζες, σκιάζοντας τα πολύ σοβαρά άρθρα που περιγράφουν το ξήλωμα των εργατικών δικαιωμάτων που έχουν απομείνει.
Το συλλογικό εργατικό δίκαιο, όπως το ξέραμε και όπως σε αυτό αποτυπώνονταν οι κατακτήσεις αγώνων πολλών δεκαετιών, ανατρέπεται. Ένα προς ένα αυτά τα άρθρα, όπως και τα αντίστοιχα των προηγούμενων μνημονίων, αποδεικνύουν ότι στόχος της κυρίαρχης τάξης είναι το ξεπέρασμα της κρίσης προς όφελός της. Και αυτό έχει μια απόλυτη προϋπόθεση: τη συντριβή των εργαζόμενων τάξεων. Τη σύνθλιψη του εργατικού κόστους, μισθολογικού και μη, την κυριαρχία των ελαστικών σχέσεων εργασίας, το φθηνό εργατικό δυναμικό, που πλέον εξατομικευμένο δεν θα μπορεί να διασώσει το οτιδήποτε.
Στόχος
Ο στόχος ομολογείται στην ίδια την αιτιολογική έκθεση του πολυνομοσχεδίου, με την προσπάθεια, βέβαια, να χρυσωθεί το χάπι. Η εισαγωγή στα άρθρα της αντιμεταρρύθμισης σε βάρος του ασφαλιστικού συστήματος ξεκινάει ως εξής: «Με την περίπτωση 1 επιδιώκεται η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, μέσω της μείωσης του εργοδοτικού κόστους, και η αύξηση της ζήτησης της εργασίας». Παρακάτω, για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα, παραδέχονται ότι οι επιχειρήσεις έχουν μικρό φορολογικό κόστος, συγκριτικά με τον Μ.Ο. στην ΕΕ, αλλά ισχυρίζονται ότι είναι αυξημένη η εργοδοτική ασφαλιστική εισφορά. Βέβαια, τα άρθρα μειώνουν για τους εργοδότες την εισφορά και δεν περιλαμβάνουν την οποιαδήποτε πρόνοια για την αύξηση της συμμετοχής του κεφαλαίου στα φορολογικά βάρη που υποτίθεται ότι θα «σώσουν τη χώρα», θα «απομειώσουν» το χρέος και θα γίνει η επιτυχημένη «έξοδος στις αγορές».
Έτσι, λοιπόν, οι εργοδότες θα βάζουν στην τσέπη 1 δισ. ευρώ ετησίως, τα Ταμεία θα χάνουν άλλα 2 δισ. από την κατάργηση των κοινωνικών πόρων, με πρώτο αποτέλεσμα να καταργούνται τα οικογενειακά επιδόματα, το επίδομα μητρότητας και το επίδομα στρατεύσιμου που χορηγούνταν από τον ΟΑΕΔ. Μακροπρόθεσμα, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, τα Ταμεία θα καταρρεύσουν. Έτσι ώστε να προετοιμαστούμε για την 1/1/15 (ρύθμιση του πρώτου μνημονίου) όπου το κράτος θα εγγυάται μόνο το ποσόν των 360 ευρώ ως βασική σύνταξη. Συγχρόνως, θέλουν να κρύψουν ότι η προηγούμενη μείωση των εργοδοτικών εισφορών κατά 1,1% στέρησε από τα Ταμεία και τον ΟΑΕΔ πολύτιμα έσοδα και δεν δημιούργησε την οποιαδήποτε θέση εργασίας.
Ούτε σε αυτό, όμως, μας αφήνουν αμφιβολία. Το τι θέσεις εργασίας απαιτούν και χρειάζονται μας το περιγράφουν τα άρθρα που επεκτείνουν και διευκολύνουν την εφαρμογή της «ενοικιαζόμενης» εργασίας σε όλους τους κλάδους της οικονομίας και κυρίως στην οικοδομή και τα μεγάλα έργα. Η εισαγωγή για τα άρθρα αυτά πάλι είναι αποκαλυπτική του στόχου: «Η ενίσχυση της αναδιάρθρωσης των επιχειρήσεων με σκοπό τη βιωσιμότητά τους». Και εδώ υπάρχει, επίσης, ένα φύλλο συκής: η παρότρυνση για αποφυγή της προσωρινής εργασίας, αν και τα άρθρα που ακολουθούν τη διευκολύνουν σε απίστευτο βαθμό.
Στο όνομα, λοιπόν, όλων αυτών οι κατασκευαστικές εταιρείες, οι κάθε λογής «Μπομπολαίοι», θα κάνουν επικερδείς μπίζνες σε βάρος των εργαζομένων που θα δουλέψουν στα δημόσια έργα. Ταυτόχρονα, η ενοικιαζόμενη εργασία θα μπει στο Δημόσιο. Διότι η διαθεσιμότητα, οι απολύσεις, δεν γίνονται επειδή έχουμε υπερπληθώρα δημοσίων υπαλλήλων, αλλά επειδή αυτοί αμείβονταν στοιχειωδώς αξιοπρεπώς, με όρους σταθερής και μόνιμης εργασίας.
Δεν είναι όμως μόνο αυτά. Πάλι στο όνομα της διευκόλυνσης των επιχειρήσεων και δήθεν για την καταπολέμηση της ανεργίας, από 1/1/17 καταργούνται οι τριετίες και οι αντίστοιχες αυξήσεις που σήμαιναν αυτές πάνω στον εισαγωγικό μισθό. Να θυμίσουμε ότι με το προηγούμενο μνημόνιο είχαν παγώσει προσωρινά και τώρα καταργούνται διά παντός. Πρώτο βήμα είναι η μείωση κατά 50% των τριετιών όσων είναι μακροχρόνια άνεργοι. Κάτι που δεν σημαίνει παρά την ανακύκλωση φτηνού εργατικού δυναμικού που πρώτο θύμα της είναι πάντοτε οι άνεργοι.
Μισθοί
Η καθήλωση του κατώτερου μισθού στα 586 ευρώ μεικτά για τους εργαζόμενους άνω των 25 ετών και στα 511 μεικτά για τους κάτω των 25, ούτε αυτή είναι αρκετή για τους καπιταλιστές. Έτσι, καλά θαμμένη ανάμεσα σε ρυθμίσεις που αφορούν την υγιεινή και την ασφάλεια των εργαζομένων, υπάρχει διάταξη που αναφέρεται στον νέο ελάχιστο νομοθετημένο μισθό, που ως τέτοιος «νοείται μια μοναδική αξία (ποσό) ΑΝΑΦΟΡΑΣ». Προφανώς πρόκειται για ένα συνολικό ποσό ως κατώφλι ελάχιστης καταβαλλόμενης αμοιβής.
Όλα αυτά πηγαίνουν μαζί με την απελευθέρωση του ωραρίου. Για να μη μείνουν παραπονεμένοι οι μεγάλοι εμπορικοί και ξενοδοχειακοί όμιλοι, ως επιπλέον δώρο θα έχουν τη λειτουργία των καταστημάτων και τις 52 Κυριακές του χρόνου, πιλοτικά σε τρεις τουριστικές περιοχές.
Παράλληλα, άρθρο του νομοσχεδίου καταργεί διατάξεις προηγούμενου νόμου, οι οποίες αφορούν στη δυνατότητα αυτασφάλισης και στα αντικίνητρα, δηλαδή τη συμμετοχή του εργοδότη στο κόστος της, σε περιπτώσεις απόλυσης εργαζομένων κοντά στο όριο συνταξιοδότησης, ηλικίας μεταξύ 55-64 ετών. Το αποτέλεσμα θα είναι όχι μόνο να διευκολύνεται η απόλυσή τους, αλλά και να χάνεται η όποια δυνατότητα συνταξιοδότησης έχουν.
Όλα λοιπόν για την εργοδοσία. Δεν υπάρχει το οτιδήποτε που να αναιρεί τη μέχρι τώρα εμπειρία. Κάθε διευκόλυνση που δόθηκε στους εργοδότες λειτούργησε ώστε είτε κάποιοι από αυτούς -οι πιο δυνατοί- να έχουν κέρδη μέσα στην κρίση, είτε κάποιοι άλλοι -πιο αδύνατοι- να διασώζονται.
Τα στοιχεία για τους εργαζομένους είναι ακριβώς τα αντίθετα. Η ανεργία καλπάζει, η αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία γίνεται κανόνας. Η μερική και η εκ περιτροπής απασχόληση επεκτείνεται, ενώ χιλιάδες εργαζόμενοι παραμένουν απλήρωτοι.
Ο ένας νόμος «χτίζει» πάνω στον άλλο, τα αποτελέσματα του πρώτου αποθρασύνουν την εργοδοσία, και πάνω σε αυτό το τετελεσμένο δημιουργούνται άλλα τετελεσμένα, διαμορφώνοντας νέες νομοθετικές ρυθμίσεις που επιδεινώνουν την κατάσταση. Όσα ονομάζονται μη μισθολογικό κόστος -για τα οποία γενιές εργαζομένων πλήρωσαν και συνεχίζουν να πληρώνουν ακριβά- συρρικνώνονται επικίνδυνα: το δικαίωμα στην υγεία, στην ασφάλιση, στην παιδεία.
Τα γεγονότα οδηγούν σε αναπόφευκτα συμπεράσματα, σε αναγκαίες επιλογές για το εργατικό κίνημα και την Αριστερά. Στο πολυνομοσχέδιο, αλλά και τις αποφάσεις της ΕΕ, περιγράφεται η συνέχιση των μνημονίων, είτε με τη μορφή εγχώριων νόμων, είτε με τη μορφή του ευρωπαϊκού υπερ-μνημονίου λιτότητας.
Αριστερά
Οι εργαζόμενοι παρά τη σκληρή πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί, παρά την απαράδεκτη στάση των συνδικαλιστικών ηγεσιών, δεν έχουν παρά να οργανώσουν βήμα το βήμα την άμυνα και την αντεπίθεσή τους. Κάθε αναπάντητη επίθεση διαμορφώνει χειρότερη θέση για αυτούς, ισχυρότερες θέσεις για τον αντίπαλο.
Για την Αριστερά, στο σύνολό της, τα καθήκοντα είναι τεράστια σε κινηματικό και πολιτικό επίπεδο. Θα συγκεντρωθούμε σε αυτά που αφορούν τον ΣΥΡΙΖΑ, μια που η δική του τακτική είναι αυτή που έχει συγκεντρώσει τις ελπίδες πλατιών λαϊκών στρωμάτων. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να ρίξει το βάρος του στο να κρατηθεί η συλλογικότητα στους χώρους δουλειάς, στο να ενισχυθούν οι λαϊκοί αγώνες. Η πρόταση δυσπιστίας ενάντια στον υπουργό Οικονομικών Γ. Στουρνάρα, και ο τρόπος που επέμενε την πρώτη και τη δεύτερη μέρα, έδωσε ένα σαφές σήμα: ακόμη και σε αυτά τα στενά όρια που αφήνει η κοινοβουλευτική διαδικασία «θα αξιοποιήσουμε κάθε δυνατό μέσο, θα παλέψουμε μέχρι το τέλος».
Ήταν μια στάση που έδειξε αποφασιστικότητα και γι' αυτό ενθάρρυνε τον κόσμο που χειμάζεται από το μνημόνιο. Όμως δεν φτάνει αυτό, πρέπει να γίνει καθημερινή πρακτική στους εργατικούς χώρους, στις γειτονιές, στους χώρους της νεολαίας. Για να διαμορφωθεί το ρεύμα που θα ανατρέψει την κυβέρνηση και τα μέτρα της. Τα αντανακλαστικά μας, ως ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να γίνουν πιο γρήγορα, η δράση μας πιο μαζική και μαχητική. Γιατί και εμείς χάσαμε χρόνο ψάχνοντας το πόσο είναι πραγματικά το «κοινωνικό μέρισμα» και τι θα κάνουν οι «αντάρτες του γάλακτος», τη στιγμή που διέρρεαν οι σχεδιασμοί για το ασφαλιστικό και τις τριετίες.
Τέλος, ως ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να κινηθούμε με το γνώμονα που υπαγορεύει το πολυνομοσχέδιο -τέρας. Δεν υπάρχει μεταμνημονιακό τοπίο με εύκολη διαχείριση. Τα όσα λέμε για την κατάργηση του μνημονίου και των εφαρμοστικών νόμων, για την κυρίαρχη τάξη σημαίνουν κήρυξη πολέμου. Δεν πιστεύουμε ότι θα είναι απλή διαδικασία, όπως μας λέει το ΚΚΕ. Θα δημιουργήσει νέες και διαφορετικές συνθήκες.
Αυτές τις μέρες η προετοιμασία του κυβερνητικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ μπαίνει στην τελική ευθεία. Ως Κόκκινο Δίκτυο και Αριστερή Πλατφόρμα υποστηρίζουμε ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει να λειτουργήσει και νομοθετικά ως «πολεμική μηχανή» για την υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων των εργαζομένων. Κατά πώς έκαναν οι προηγούμενες κυβερνήσεις για την υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων του κεφαλαίου. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να επιμείνει σε ένα μεταβατικό πρόγραμμα, που θα δένει την επανακατάκτηση μισθών, ασφαλιστικών και εργατικών δικαιωμάτων, την προστασία της δημόσιας περιουσίας, την περιφρούρηση και αξιοποίηση όλων των παραγωγικών και οικονομικών εργαλείων, με τη σοσιαλιστική προοπτική.
Και μαζί με αυτό χρειάζεται να προχωρήσουμε εντατικά στην προετοιμασία του κόσμου μας για τις μάχες που πρέπει να δώσει και να κερδίσει. Γιατί οι εχθροί προετοιμάζονται. Και πρέπει και εμείς να προετοιμαστούμε, αντίστοιχα. Συντρόφισσες και σύντροφοι, συνάδελφοι και συναδέλφισσες, το δίλημμα είναι καθαρό: ή αυτοί ή εμείς...