Η σημασία της εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ είναι αδιαμφισβήτητη, αλλά δεν είναι αυτή που θα μας απασχολήσει στο παρόν άρθρο. Θέμα μας θα είναι οι αδυναμίες και τα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει ο κόσμος και ο στελεχικός κορμός του ΣΥΡΙΖΑ για να φτάσουμε σε μια πληρέστερη πολιτική νίκη.
Συζητώντας με τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ, ο καθένας/μία θα διαπιστώσει την πεποίθηση ότι η διεκδίκηση της κυβέρνησης της Αριστεράς δεν μπορεί να γίνει μόνο -ή κυρίως- με κοινοβουλευτικά μέσα. Η θέση αυτή, που προκύπτει ευθέως από τις ιδεολογικές και πολιτικές παραδόσεις του μαρξισμού και την ιστορική πείρα της διεθνούς Αριστεράς, είναι απολύτως πλειοψηφική μέσα στον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ.
Όμως όσο εύκολο είναι να διατυπωθεί η θέση αυτή, τόσο δύσκολο είναι να τηρηθεί στην πράξη. Γιατί στην πράξη οδηγεί στην αντιπαράθεση με το σύνολο των «συνηθειών», το σύνολο των «τεχνικών» που τα αστικά κόμματα έχουν συγκροτήσει ως μοντέλο απάντησης στο ερώτημα πώς δίνουμε πολιτικές μάχες, πώς «κάνουμε πολιτική».
Και εδώ δεν έγιναν λίγες υποχωρήσεις.
Υποχωρήσεις
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε κανέναν σοβαρό λόγο να μεταφέρει 3 βουλευτές του στην Ευρωβουλή (με ανοιχτό το ενδεχόμενο να επιστρέψουν, αν οι εδώ εξελίξεις γίνουν πιο «καυτές»;) για να δώσει «επιφάνεια» στο ευρωψηφοδέλτιό του. Θα μπορούσε να εμπιστευτεί περισσότερο τους ανθρώπους του «κόμματος», τους ανθρώπους με παρελθόν και δράση στα ζητήματα της ευρωπαϊκής Αριστεράς και του διεθνούς κινήματος. Άλλωστε, στην πενταετία που έρχεται θα χρειαστεί πυκνή τέτοια δράση και η σύνθεση της ευρωομάδας που προέκυψε από την κάλπη αφήνει ερωτηματικά σχετικά με το ποιος και πώς θα τη στηρίξει.
Η αλλαγή του εκλογικού νόμου από τον Σαμαρά έκανε τα «μεγάλα ονόματα» -ανεξάρτητα, όμως, από πολιτική στράτευση και ευθύνη- πρώτο ζητούμενο στη συγκρότηση του ευρωψηφοδελτίου των αστικών κομμάτων. Η ΝΔ «κέρδισε» τη Σπυράκη και τον Ζαγοράκη, έχασε όμως τη Γιαννάκου...
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε κανέναν λόγο να ζηλέψει αυτό το μοντέλο. Η απόφαση της ΚΕ για τη διεύρυνση του ευρωψηφοδελτίου («50% μέλη - 50% διεύρυνση») ήταν λαθεμένη. Έχουμε αναφερθεί αλλού στις προχειρότητες (ή και στις πολιτικές «υπερβάσεις») με αμφιλεγόμενα πρόσωπα όπως η κ. Σαμπιχά. Εδώ αναφερόμαστε στον αριθμό «διασήμων» που αναζητήθηκαν για να δώσουν, τάχα, «πλατύτητα» στο ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ. Το αποτέλεσμα ήταν απλώς μια ανισοκατανομή στην εκλογιμότητα, μια αντίφαση ανάμεσα στη γνώμη του «κόμματος» και στη γνώμη της κάλπης. Πάνω σε αυτή την αντίφαση κάποιοι σύντροφοι και φίλοι «κάνουν παιχνίδι». Οι «στενοί», λένε, αντιπροσωπεύουν τον ΣΥΡΙΖΑ του 4%, ενώ οι «διευρύνσεις» αναδεικνύουν τον ΣΥΡΙΖΑ-νικητή, τον ΣΥΡΙΖΑ του 30%. Δεν είναι έτσι.
Για τα κόμματα της Αριστεράς οι εκλογές δεν ήταν ποτέ μια απομονωμένη «στιγμή». Το αποτέλεσμά τους συμπυκνώνει πολιτικές αλλαγές, μεγάλες και μικρές μάχες μέσα στο κίνημα, μεγάλες και μικρές «λύσεις» προβλημάτων και αντιθέσεων μέσα στα μέλη ή στη σχέση των μελών με το ευρύτερο πολιτικό ακροατήριό τους. Γι’ αυτό υπάρχουν «διευρύνσεις» φυσιολογικές και χρήσιμες, που δεν δημιουργούν καμία αντίρρηση στη βάση. Τέτοιες ήταν υποψηφιότητες όπως της Κ. Κούνεβα ή των εκπροσωπήσεων από τους αγωνιζόμενους κλάδους (καθαρίστριες, εκπαιδευτικοί, υγειονομικοί κ.ο.κ.). Όμως δεν ισχύει το ίδιο για όλες τις «διευρύνσεις».
Η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας έχει δημιουργήσει ένα πολιτικό δυναμικό «αστέρων» που περιφέρονται ανέστιοι. Η κ. Κατσέλη και ο κ. Καστανίδης, για παράδειγμα, επιχείρησαν να εκφράσουν αυτόν το «χώρο» εκλογικά και διαπίστωσαν ότι δεν έχει καμία αυτοδύναμη δυναμική. Τα ίδια πρόσωπα στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ, σε μαζική κάλπη εθνικού ακροατηρίου, θα εκλέγονταν άνετα, χωρίς όμως να μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι προσέθεσαν δύναμη στον φορέα-ξενιστή τους.
Παραγοντισμοί
Πέρα από το ζήτημα των εκπροσωπήσεων, ιδιαίτερα σημαντικό για την Αριστερά θα έπρεπε να είναι το ζήτημα της μεθόδου κατά την προεκλογική εκστρατεία, το ζήτημα του τι επιτρέπεται και τι όχι για τους/τις υποψηφίους μας. Και εδώ διαπιστώθηκε ότι το μέτωπο αντίστασης στον παραγοντισμό χρειάζεται -επειγόντως!- ενίσχυση. Πόσοι/ες από τους/τις υποψηφίους τήρησαν την προτροπή για αποφυγή του προσωπικού υλικού και του προσωπικού μηχανισμού προβολής; Πόση δικαιοσύνη υπήρξε στην προβολή και αυτοπροβολή των υποψηφίων από τα ΜΜΕ; Πόσοι/ες από τους/τις υποψηφίους ενέταξαν αγόγγυστα την καμπάνια τους στην αυτονόητη κομματική και πολιτική σκοπιμότητα των περιοδειών στους εργατικούς και τους «δύσκολους» λαϊκούς χώρους;
Για να υπάρχει σαφής αλλά και ομαλή απάντηση σε ανάλογα ερωτήματα, είναι ισχυρή μέσα στην Αριστερά η παράδοση της έννοιας «κόμμα». Που σημαίνει έμφαση στο συλλογικό και όχι στο προσωπικό, έμφαση στο πολιτικό σχέδιο και όχι στις (θεμιτές ή αθέμιτες) φιλοδοξίες, έμφαση στην οργανωτικότητα που επιδιώκει να εντάσσει απλούς ανθρώπους και όχι την προσωπική λάμψη «αστέρων» που σήμερα μπορεί να είναι εδώ και αύριο αλλού...
Και όμως, η έννοια «κόμμα» βρέθηκε σε υποχώρηση σε αυτή την προεκλογική καμπάνια. Στελέχη (όλων των τάσεων...) ένιωσαν οδυνηρή έκπληξη ακούγοντας υπεύθυνα χείλη να αντιμετωπίζουν το κόμμα ως «βαρίδι» και άνθρωποι με μεγάλες υπευθυνότητες διαπίστωσαν εμβρόντητοι την εμφάνιση νέων υπογραφών (όπως το neaellada.gr) που λειτουργούσαν ως ανεξάρτητα κέντρα στο παρά πέντε των εκλογών.
Πολιτική γραμμή
Ένας άλλος κοινός τόπος για τη μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων της Αριστεράς είναι η θέση ότι τα οργανωτικά είναι έκφραση πολιτικών προβλημάτων. Στο πεδίο, λοιπόν, της πολιτικής γραμμής δεν ήταν λίγες οι «εκπλήξεις» της προεκλογικής περιόδου.
Στις εσωτερικές διαδικασίες του ΣΥΡΙΖΑ, όσοι εκφράζουμε την άποψη ότι χρειάζεται αντιπαράθεση-ρήξη με την υπαρκτή ΕΕ παίρνουμε σκληρές απαντήσεις από τη σκοπιά ενός ιδιόμορφου «διεθνισμού». Που έλεγε ότι η αντικαπιταλιστική σύγκρουση με τον υπαρκτό «ευρωπαϊσμό» οδηγεί, τάχα, στην υπόκλιση σε έναν (αριστερό) εθνικισμό.
Και ξαφνικά, η «εθνική αφήγηση» εισέβαλε στις πιο υπεύθυνες τοποθετήσεις. Που έκαναν λόγο για Νέα Ελλάδα, για «πατριωτική συμμαχία», για πανστρατιά που πρέπει να αντιμετωπίσει την «εθνική κρίση». Διατηρώντας, παράλληλα, το σεβασμό στα όρια που θέτουν η ΕΕ και το ευρώ.
Αυτή η γραμμή, που δεν έχει αποφασιστεί πουθενά, σόκαρε πολλούς και πολλές μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ. Και έχει προφανείς άμεσες πολιτικές συνέπειες: γιατί το πρόσχημα της «εθνικής κρίσης» συνήθως οδηγεί στη διέξοδο μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας, που θα στηρίζεται σε όλες τις δυνάμεις του έθνους, με εξαίρεση «τη σαμαρική Δεξιά και τη Χρυσή Αυγή», ανεξάρτητα από «τακτικά» ζητήματα, όπως το ερώτημα αν μια τέτοια κυβέρνηση επιχειρηθεί πριν ή μετά από εθνικές εκλογές. Και επειδή η τάση αυτή θα ενισχύεται στο εσωτερικό του συστήματος όσο θα διαπιστώνουν ότι είναι ανέφικτο να αποκλειστεί ο ΣΥΡΙΖΑ από το πολιτικό «παιχνίδι», γίνεται όλο και πιο απαραίτητο η τάση αυτή να απαντηθεί από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι συνεδριακές αποφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ μιλούν για το στόχο της κυβέρνησης της Αριστεράς ως μεταβατικού σταθμού για μια αντικαπιταλιστική απάντηση στην κρίση, με προοπτική τη διεκδίκηση του σοσιαλισμού. Μια κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας ή εθνικής ενότητας δεν αποτελεί μιαν άλλη εκδοχή αυτού του «σχεδίου». Αποτελεί άλλο, ουσιωδώς διαφορετικό και πιθανότατα ανταγωνιστικό σχέδιο. Και τόσο κρίσιμες αποφάσεις δεν είναι δυνατόν να ληφθούν χωρίς την άμεση επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία του συνόλου των μελών του ΣΥΡΙΖΑ.
Η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ δημιουργεί το καλύτερο πεδίο για να συζητηθούν όλα αυτά. Που αποτελούν τις προϋποθέσεις ώστε η εκλογική νίκη να γίνει πραγματική πολιτική νίκη της ριζοσπαστικής Αριστεράς.