Όπως είναι γνωστό, το επίσημο κομμουνιστικό κίνημα διασπάστηκε στην Ελλάδα την επαύριο ουσιαστικά της κήρυξης της δικτατορίας και λόγω των διαφορετικών αναγνώσεων για τις ευθύνες του ΚΚΕ στην κήρυξή της, τον Φλεβάρη του 1968.
Στη 12η Ολομέλεια της Κ.Ε. μετά το 8ο Συνέδριο του 1961 (η οποία διεξήχθη τον Φλεβάρη του 1968 στο Βουκουρέστι) επήλθε κάθετη ρήξη ανάμεσα στην «πλειοψηφική» ομάδα γύρω από τον γραμματέα του ΚΚΕ Κώστα Κολιγιάννη και στη «μειοψηφική» ομάδα γύρω από τους Μήτσο Παρτσαλίδη, Ζήση Ζωγράφο και Πάνο Δημητρίου. Οι όροι «πλειοψηφία» και «μειοψηφία» είναι απολύτως σχετικοί, καθώς ουσιαστικά δεν έλαβαν μέρος ούτε μετρήθηκαν τα μέλη της Κ.Ε. στο «εσωτερικό» της Ελλάδας : κατά μια έννοια, η «μειοψηφία» παρουσιάστηκε ως «πλειοψηφία» και διέγραψε τους εσωκομματικούς της αντιπάλους. Μια βασική αιτία της διάσπασης υπήρξε η εύλογη επίκριση της «ανανεωτικής μειοψηφίας» ότι η γραμμή του ΚΚΕ σχεδιαζόταν και διαμορφωνόταν ερήμην των μελών της Κ.Ε. στο εσωτερικό και του Γραφείου Εσωτερικού του ΚΚΕ και υποτασσόταν άκριτα και κατά τρόπο εξαρτημένο στη σοβιετική αυθεντία.
ΚΚΕ Εσωτερικού
Στην πορεία, η τάση του «εσωτερικού», περί το 1969 περίπου, έπαψε να διατηρεί ή να διεκδικεί τον τίτλο του ΚΚΕ (όπως αρχικά προσπάθησε) και καταγράφηκε ως ΚΚΕ (Γραφείο Εσωτερικού) ή ως ΚΚΕ (Εσωτερικού) και αργότερα ως ΚΚΕ Εσωτερικού. Μέσα στη δικτατορία διαμορφώθηκαν πια δύο απολύτως διαφορετικά Κ.Κ., το φιλοσοβιετικό ΚΚΕ και το «πρωτοευρωκομμουνιστικό» ΚΚΕ Εσωτερικού (το οποίο καταδίκασε τη σοβιετική καταστολή της «Άνοιξης της Πράγας» τον Αύγουστο του 1968 και τάχθηκε σε γενικές γραμμές με την πτέρυγα των πιο «ανεξάρτητων» Κ.Κ. Ιταλίας, Γαλλίας και Ισπανίας).
Το ΚΚΕ Εσωτερικού, αμφισβητώντας εν τοις πράγμασι τη σοβιετική μπρεζνιεφική γραμμή και τη μεταχρουστσωφική «σκλήρυνση» του ΚΚΣΕ μετά την Ιδεολογική Ολομέλεια του 1967, είχε τη δυνατότητα να κινηθεί είτε προς μια κατεύθυνση επαναστατικής ανανέωσης του Κ.Κ. και εξόδου από το σταλινισμό, επιστροφής στον Λένιν και αναζήτησης ενός «εθνικού» επαναστατικού δρόμου, είτε να συγκλίνει με την ήδη διαφαινόμενη στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στρατηγική του Ευρωκομμουνισμού, μια βασικά μετριοπαθή και εξελικτική έξοδο από το σταλινισμό σε αριστερή σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση. Παρά την ύπαρξη σημαντικών τμημάτων του ιδίως στην Δυτική Ευρώπη (κυρίως στο Παρίσι), τα οποία αναζητούσαν μια πιο «ρηκτική» στρατηγική γραμμή και μια «αριστερή» κριτική προς την ομάδα Κολιγιάννη, τελικά επικράτησε ήδη από την περίοδο 1972-1973 η τάση του Λεωνίδα Κύρκου, η οποία ουσιαστικά ήθελε να συνεχίσει μια εκδοχή της υποταγής της προδικτατορικής ΕΔΑ προς το Κέντρο αλλά και πήγαινε μέχρι τη σύμπηξη ενός «εθνικού μετώπου» με τη φιλελεύθερη Δεξιά ακόμη και τη μοναρχία και τη λεγόμενη «εθνική» ή «ενδογενή» και δήθεν αντιαμερικανική αστική τάξη. Ανατρέποντας την πιο μαχητική ηγεσία των Νίκου Καρρά, Σταύρου και Αντώνη Μπριλλάκη, η τάση του Λ.Κ. πήγε ακόμη μακρύτερα και αποδέχτηκε τη διαδικασία «φιλελευθεροποίησης» της δικτατορίας, καθώς -σε αντίθεση με το ΠΑΚ και το ΚΚΕ, πολύ περισσότερο όμως με πιο ριζοσπαστικά αριστερά ρεύματα- θεωρούσε ως αδιέξοδη τη μετωπική ρήξη με το καθεστώς και την ανατροπή του από τον λαϊκό παράγοντα.
Συντηρητική ανάλυση
Είναι προφανές ότι η εξέγερση του Πολυτεχνείου, η οποία υπήρξε μια ευρύτερη λαϊκή εξέγερση με έντονο το εξεγερσιακό και το εργατικό στοιχείο και όχι απλώς ένα φοιτητικό ξέσπασμα, όξυνε τις αντιθέσεις της χούντας, ματαίωσε τη «φιλελευθεροποίηση» και οδήγησε τελικά στη μέσω της κυπριακής κρίσης κατάρρευση του καθεστώτος. Η ηγεσία του ΚΚΕ Εσωτερικού, η οποία είχε ουσιαστικά αντιταχθεί πλήρως στην εξέγερση (τελείως διακριτό ζήτημα η στάση του «Ρήγα Φεραίου», της νεολαίας του κόμματος, μέσα στο Πολυτεχνείο), αντιμετώπισε τη νέα πραγματικότητα της Μεταπολίτευσης με φοβικό και τελικά συντηρητικό τρόπο. Παρά το ότι ορθώς διέκρινε την «τομή» με το δικτατορικό και μετεμφυλιακό κράτος σε αντίθεση με τα ΚΚΕ και ΠΑΣΟΚ που μιλούσαν για συμπαιγνία και «αλλαγή αμερικανονατοϊκής φρουράς», θεώρησε ότι μια στάση μαζικής αγωνιστικής διεύρυνσης των λαϊκών, δημοκρατικών και κοινωνικών κατακτήσεων μετά το καλοκαίρι του 1974 ήταν μια παρακινδυνευμένη και αβέβαιη υπόθεση. Αν οι αγώνες δυνάμωναν, τότε η δημοκρατική αστική τάξη γύρω από τον Καραμανλή θα εγκατέλειπε το πεδίο της δημοκρατίας και θα συνέκλινε με τη φασιστική Δεξιά επιστρέφοντας στη λύση της δικτατορίας. Συνεπώς, η λύση για την Αριστερά ήταν να οξύνει τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ της δημοκρατικής και της φασιστικής Δεξιάς, στηρίζοντας αποφασιστικά την πρώτη και επιμένοντας στη σταθεροποίηση και όχι στην «επικίνδυνη» διεύρυνση και ανατροπή των «ορίων» της αλλαγής τού Ιούλη 1974. Παραγνώριζε έτσι ότι η βασική γραμμή του καραμανλικού κέντρου δεν ήταν η ταλάντευση προς τη δικτατορία αλλά ο «αστικός εκσυγχρονισμός», η νομιμοποίηση δηλαδή πια της αστικής κυριαρχίας με κοινοβουλευτικά και ελεγχόμενα δημοκρατικά μέσα. Η γραμμή αυτή του ΚΚΕ Εσωτερικού (γνωστή ως ΕΑΔΕ) υιοθετήθηκε και σε ένα σημαντικό προγραμματικό κείμενο της πρώτης μεταδικτατορικής περιόδου, τους «Στόχους του Έθνους». Θεωρητικό υπόβαθρο της γραμμής υπήρξαν και ορισμένες ατυχείς διατυπώσεις στο έργο του Νίκου Πουλαντζά «Η κρίση των δικτατοριών» (1975) για την περίφημη διάκριση μεταξύ κομπραδόρικης- φιλοδικτατορικής-φιλοαμερικανικής και ενδογενούς-εθνικής-φιλοευρωπαϊκής αστικής μερίδας.
«Καραμανλής ή τανκς»
Η γραμμή του ΚΚΕ Εσωτερικού αναπόφευκτα το μετέτρεψε στην πιο «δεξιά» και μετριοπαθή πτέρυγα όχι μόνο της κομμουνιστικής Αριστεράς αλλά και του συνολικού αριστερού-ριζοσπαστικού φάσματος της πρώτης Μεταπολίτευσης περιλαμβανομένου και του τότε ιδιαίτερα ριζοσπαστικού και ρηξικέλευθου ΠΑΣΟΚ, που μιλούσε ακόμη και για την πλήρη κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Η «Ανανέωση» ταυτίστηκε έτσι με τον πιο φοβισμένο μεταρρυθμισμό. Παρά το γεγονός ότι και το ίδιο το ΚΚΕ δεν στήριξε, αλλά αντίθετα υπονόμευσε, τους μεγάλους αυθόρμητους αγώνες της περιόδου 1974-1977 (και ιδίως το μεγαλειώδες κίνημα του εργοστασιακού συνδικαλισμού και το μαχητικό φοιτητικό και νεολαιίστικο κίνημα), η χρέωση αυτής της αντιριζοσπαστικής πολιτικής επήλθε φυσικώ τω τρόπω στην δύναμη η οποία, και σε ρητορικό και σε ιδεολογικό επίπεδο, ήταν η μέγιστη έκφραση της «μετριοπάθειας», της «σύνεσης» και της «γέφυρας» με την καραμανλική Δεξιά. Δεν είναι τυχαίο το ότι μέσα από αυτήν την αδιέξοδη γραμμή και την επιβεβαίωσή της στο 1ο (9ο) Συνέδριο του 1976 η ηγετική ομάδα του ΚΚΕ Εσωτερικού απομονώθηκε από ευρύτερα λαϊκά και εργατικά στρώματα και έχασε οριστικά τη μάχη μέσα στην κομμουνιστική Αριστερά υπέρ του (φιλοσοβιετικού) ΚΚΕ ως συνέπεια της απόλυτης υποταγής της στο περίφημο «Καραμανλής ή τανκς» (η φράση ανήκει στον Μίκη Θεοδωράκη, αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να έχει διατυπωθεί και από την ηγεσία του ΚΚΕ Εσωτερικού). Μεταξύ της Σκύλλας του ΚΚΕ και της Χάρυβδης του ΠΑΣΟΚ, η ανανεωτική Αριστερά μετατράπηκε λόγω του προσανατολισμού της σε μια μικρή και περιθωριακή πολιτική δύναμη, φτάνοντας και σε ακροβασίες όπως η περίφημη «Συμμαχία των Πέντε» το 1977, η οποία καθηλώθηκε κάτω από το 3%. Αυτά τα σχήματα καθώς και η λογική μη αμφισβήτησης της καραμανλικής ηγεμονίας αποτέλεσαν και μια μηχανιστική και κακέκτυπη μεταφορά στην Ελλάδα του «Ιστορικού Συμβιβασμού» του ιταλικού Κ.Κ. και του «ευρωκομμουνισμού αλά ιταλικά». Απέναντι στο ογκούμενο κύμα διαμαρτυρίας μέσα στο κόμμα και ιδίως στη νεολαία του, την ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος, για τη συντριβή του 1977 και στην τάση για μια πιο «ριζοσπαστική» εκδοχή της κομμουνιστικής ανανέωσης, η «ανανεωτική» ηγετική ομάδα αντέδρασε με σταλινικό, γραφειοκρατικό και κατασταλτικό τρόπο, επιβάλλοντας χιλιάδες διαγραφές και αποχωρήσεις και προκαλώντας την περίφημη διάσπαση της «Β΄ Πανελλαδικής» (Απρίλης 1978).
Προβοκατορολογία
Πάντως, για να αποκατασταθεί η ιστορική δικαιοσύνη, αξίζει να αναφερθεί ότι και τα δυο Κ.Κ. αντιμετώπισαν το αυθόρμητο μεταπολιτευτικό κίνημα, και ιδίως αυτό της πρώτης πιο ριζοσπαστικής φάσης (1974-1977), με έναν γραφειοκρατικό και αντιεξεγερσιακό τρόπο και λόγο. Μάλιστα, το ΚΚΕ έχοντας τις δυνάμεις προς τούτο, λειτούργησε και ως «εσωτερική αστυνομία» του κινήματος. Και τα δύο Κ.Κ. ενσωμάτωσαν στο λόγο τους για τις μεγάλες συγκρούσεις του Ιούλη του ’75, του Μάη του ’76, τις μεγάλες απεργίες στην «Πίτσος» ή στην Εύβοια ή στη Χαλκιδική την «προβοκατορολογία», τον «αντιαριστερισμό», το λόγο περί «αριστεροχουντικών» και «υπονομευτών της ανωμαλίας». Με αυτήν την έννοια, η ΕΑΔΕ , αν και απέκτησε ιδεολογικό υπόβαθρο μόνο στο πλαίσιο της ηγεσίας του ΚΚΕ Εσωτερικού, ήταν η ανομολόγητη και κρυφή ατζέντα όλης της επίσημης Αριστεράς στην πρώτη Μεταπολίτευση. Απλώς, το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ την «εφάρμοσαν» χωρίς να τη χρεωθούν πολιτικά – με κάποιες σημαντικές αποχρώσεις όσον αφορά τη συμμετοχή τομέων του ΠΑΣΟΚ στο κίνημα του εργοστασιακού συνδικαλισμού. Η μόνη δύναμη που παρέμεινε, παρά τις αδυναμίες της, εκτός του πεδίου της ΕΑΔΕ ήταν η εξωκοινοβουλευτική και επαναστατική Αριστερά εκείνης της περιόδου, η οποία, όμως, δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί μέσα από μια ρεαλιστική για εκείνο το ιστορικό πλαίσιο μαχητική γραμμή μαζών.