Μετά τη δικτατορία των συνταγματαρχών (1967-1974), παρότι η πολιτική κατάσταση έχει αρχίσει να ομαλοποιείται, και ενώ επικρατεί έντονος κοινωνικός ριζοσπαστισμός, εντούτοις, οι παρεμβάσεις στο εσωτερικό των συνδικάτων εξακολουθούν να υπάρχουν.
Οι παρεμβάσεις στα συνδικάτα νομιμοποιούνται με την ψήφιση του αντεργατικού Νόμου 330/1976, ο οποίος αναφέρεται στην οργάνωση και λειτουργία του συνδικαλιστικού κινήματος, μέσα από θεσμικές παρεμβάσεις, και έχει σκοπό τον οργανωτικό έλεγχο των συνδικάτων και τον περιορισμό των απεργιών. Όσον αφορά το χώρο των δημοσίων υπαλλήλων, ψηφίζεται ο συνδικαλιστικός Νόμος 643/1977, ο οποίος είναι κάτι ανάλογο με τον Ν. 330 για τον ιδιωτικό τομέα.
Αυτοοργάνωση
Όμως, εκείνη την περίοδο έχουμε ένα σημαντικό γεγονός: την αυτοοργάνωση της εργατικής τάξης σε εργοστασιακές επιτροπές και εργοστασιακά σωματεία στις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, οι οποίες είχαν ιδρυθεί, οι περισσότερες, κατά τη δεκαετία του 1960, όπου υπήρξε η μεγάλη οικονομική ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού.
Ουσιαστικά, ο εργοστασιακός συνδικαλισμός γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1974, στο εργοστάσιο της Νational Can, στην Ελευσίνα, όταν οι 500 εργαζόμενοι κάλεσαν σε Γενική Συνέλευση, για να συζητήσουν ζητήματα τα οποία είχαν σχέση με τις άθλιες συνθήκες εργασίας και τα εξουθενωτικά ωράρια. Η ανταπόκριση ήταν μεγάλη. Η εργοδοσία απέλυσε έναν πρωτοπόρο εργάτη, με αποτέλεσμα να προβούν οι εργάτες σε δυναμική απεργία, η οποία έληξε όταν ο εργάτης επαναπροσλήφθηκε. Η κινητοποίηση στη National Can ήταν πρωτοπόρα για μια σειρά λόγους. Ήταν η πρώτη απεργία μεγάλης εμβέλειας μετά την πτώση της χούντας, αλλά και η πρώτη απεργία της Μεταπολίτευσης με κοινή συμμετοχή Ελλήνων και μεταναστών εργατών, καθώς στο εργοστάσιο δούλευαν 100 μετανάστες από το Πακιστάν.
Η εμφάνιση του εργοστασιακού κινήματος αποτελεί ιστορικό γεγονός για όλο το εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα της χώρας, επειδή για πρώτη φορά οι βιομηχανικοί εργάτες οργανώνονται. Μεταξύ του 1974 και του 1976 ιδρύθηκαν ισχυρά εργοστασιακά σωματεία, τα οποία ανέπτυξαν δυναμικούς αγώνες, σε μια σειρά βιομηχανικές μονάδες σε όλη τη χώρα (ΙΤΤ, ΠΙΤΣΟΣ, ΙΖΟΛΑ, ΛΑΡΚΟ, Πετζετάκης, Αθηναϊκή, AEG, ΒΙΑΜΑΞ, ΜΕΛ στη Θεσσαλονίκη, Λαδόπουλος στην Πάτρα, μεταλλεία Μαντουδίου στην Εύβοια, ΜΑΔΕΜ-ΛΑΚΚΟ στη Χαλκιδική κλπ).
Οι απεργιακές κινητοποιήσεις του εργοστασιακού κινήματος χαρακτηρίζονταν από μεγάλη διάρκεια και μαζικότητα, με ενδεικτικές περιπτώσεις τις 93 ημέρες απεργίας στον Λαδόπουλο (1975), τις 110 ημέρες απεργίας στη ΛΑΡΚΟ (1977) και τη συμμετοχή 5.000 μεταλλεργατών στην απεργία στο Μαντούδι (Μάρτιος - Απρίλιος 1976).
Μέσω της αυτοοργάνωσης και της δημιουργίας εργοστασιακών σωματείων συγκαλούνται γενικές συνελεύσεις σε κάθε βιομηχανική μονάδα, όπου οι εργάτες αποφασίζουν δημοκρατικά τα αιτήματα και τις μορφές του αγώνα τους, αναπτύσσονται όλες οι ιδεολογικές τάσεις που υπάρχουν στο εργατικό κίνημα, αποκτούν οι εργάτες ταξική συνείδηση, ενώ σε πολλές περιπτώσεις αμφισβητούν έμπρακτα το διευθυντικό δικαίωμα και την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, προβαίνοντας σε καταλήψεις των εργοστασίων, εκφράζοντας τη θέληση να αυτοδιαχειριστούν τα εργοστάσια στα οποία δουλεύουν.
Επίσης, το εργοστασιακό κίνημα ανέπτυξε πρωτότυπες μορφές αγώνα, προσαρμοσμένες στην εργοστασιακή μορφή οργάνωσης, όπως τη συστηματική επιβράδυνση της παραγωγής, τις αιφνιδιαστικές στάσεις εργασίας, τον αγώνα κατά τμήμα παραγωγής κλπ.
Όμως, η αποτυχία σταθεροποίησης των κατακτήσεων του εργοστασιακού κινήματος, εξαιτίας κυρίως της έλλειψης του συντονισμού της δράσης του, είχε ως αποτέλεσμα να δώσει τα περιθώρια στην εργοδοτική πλευρά να περάσει στην αντεπίθεση με απολύσεις, θέσπιση της μαύρης λίστας, ώστε να γίνεται αδύνατη η πρόσληψη των πρωτοπόρων εργατών σε άλλο εργοστάσιο, αφαίρεση των κατακτήσεων και διάλυση πολλών σωματείων.
Εντούτοις, παρά την ήττα που δέχτηκε ο εργοστασιακός συνδικαλισμός, ο οποίος ανακάμπτει, ξανά, μετά τον Οκτώβρη του 1981, αποκορύφωμα της μέχρι εκείνη τη στιγμή δραστηριότητάς του είναι η ίδρυση, το 1979, της Ομοσπονδίας Βιομηχανικών Εργοστασιακών Σωματείων (ΟΒΕΣ).
Παράλληλα, με τη δράση των εργοστασιακών σωματείων, μεγάλοι εργατικοί αγώνες διεξάγονται από τους εργαζόμενους στις τράπεζες, στην εκπαίδευση, στις μεταφορές, στη ΔΕΗ, στον ΟΤΕ, στην Ολυμπιακή, στους οικοδόμους, στους ναυτεργάτες κλπ., δηλαδή σε όλους τους χώρους που έχουν μεγάλη συγκέντρωση εργαζομένων.
Συντονιστικά
Επίσης, ένα άλλο στοιχείο που αναδεικνύεται στη μεταπολιτευτική περίοδο είναι η δημιουργία διαφόρων συντονιστικών οργάνων, ως αντίβαρο στην κυβερνητική ΓΣΕΕ, με κορυφαία έκφραση, σε πανελλήνια κλίμακα, τη δημιουργία, το 1977, των ΣΑΔΕΟ (Συνεργαζόμενες Αγωνιστικές Δημοκρατικές Εργατοϋπαλληλικές Οργανώσεις). Ταυτόχρονα, έχουμε ανάπτυξη και στο συνδικαλιστικό κίνημα των δημοσίων υπαλλήλων το οποίο, στην προσπάθειά του να ανασυνταχτεί, βιώνει μια νέα κρίση που εκδηλώνεται μεταξύ της ΑΔΕΔΥ και της νεοσυσταθείσας Συντονιστικής Επιτροπής Δημοσιοϋπαλληλικών Οργανώσεων (ΣΕΔΟ), κάτι ανάλογο με τα ΣΑΔΕΟ, η οποία συγκροτείται τον Σεπτέμβριο του 1976 από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις της ΟΛΜΕ, των Μηχανικών, των Γεωπόνων, των Δασολόγων και των Κτηνιάτρων.
Γενικά, τα αιτήματα και οι εργατικές διεκδικήσεις εκείνης της εποχής αφορούν κυρίως την επαναπρόσληψη των απολυμένων, τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος, καθώς επίσης μισθολογικές αυξήσεις.
Ο λόγος που εξακολουθούν να υπάρχουν κρατικές παρεμβάσεις στα εσωτερικά των συνδικάτων είναι ότι η πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών δεν συνςοδεύτηκε από την αποκατάσταση της ομαλότητας στο εσωτερικό του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος, κάτι το οποίο επιτεύχθηκε με το Νόμο 1264 του 1982, που τον ψήφισε η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, καταργώντας τον Ν. 330/76. Έτσι, τα συνδικάτα μπόρεσαν να προβούν σε εκκαθάριση των συνδικαλιστικών μητρώων από σωματεία-σφραγίδες και στην οργάνωση γνήσιου συνεδρίου της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, το 1983.