Την ίδια ώρα που οι εκπρόσωποι των σοσιαλιστικών κομμάτων ψήφιζαν τους πολεμικούς προϋπολογισμούς, τεράστια πλήθη πλημμύριζαν τις πλατείες των μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων ζητώντας να πάνε να πολεμήσουν. Η πατριωτική φρενίτιδα τον Αύγουστο του 1914 φάνηκε ότι δικαίωνε τους σοβινιστές όλων των αποχρώσεων. Η εθνική ενότητα φαινόταν να θριαμβεύει πάνω στις αρχές της ταξικής πάλης.
Είναι περισσότερο από σίγουρο ότι τη ραχοκοκαλιά των πατριωτικών διαδηλώσεων αποτελούσαν κυρίως τα μεσοστρώματα των υπαλλήλων, και ότι τις υποδαύλιζε η εθνικιστική συμμορία του Τύπου και τις οργάνωναν η άρχουσα ελίτ και η στρατοκρατία.
Πατριωτική φρενίτιδα
Όλοι αυτοί πίστευαν ότι ο πόλεμος θα ήταν σύντομος, νικηφόρος και θα έμοιαζε με παιχνίδι στην εξοχή. Ο πόλεμος όμως που φανταζόταν η εθνικιστική νεολαία και ο πραγματικός πόλεμος στα χαρακώματα δεν είχαν κανένα σημείο επαφής. Μέχρι το τέλος του 1914, μέσα σε 5 μήνες από το ξέσπασμα του πολέμου, υπήρχαν πάνω από 3,5 εκατομμύρια νεκροί. Το 1916 δε, μία από τις μεγαλύτερες μάχες, η μάχη του Σομ, άφησε πίσω της 1,2 εκατομμύρια νεκρούς και εδαφικό κέρδος στον βρετανικό στρατό μόνο 2 μίλια.
Ο πόλεμος των χαρακωμάτων ξεπερνούσε κατά πολύ και τις σκληρότερες εμπειρίες που είχαν άνθρωποι στις σκοτεινές πόλεις των εργατών, στα ορυχεία της Ρωσίας και της Αγγλίας. Κρύο, λάσπη, ποντίκια, πτώματα που σάπιζαν στα ορύγματα, αρρώστιες, διαταγές, ήταν τα στοιχεία της κόλασης. Μα πάνω απ’ όλα ήταν ο βομβαρδισμός που πάντα απειλούσε είτε να διαμελίσει είτε να θάψει ζωντανά ολόκληρα τάγματα στρατιωτών.
Για την ιμπεριαλιστική ολιγαρχία όλα αυτά δεν είχαν καμιά σημασία. Στην αφρόκρεμα της κοινωνίας κυριαρχούσε ένας πρωτοφανής κυνισμός. Ο Τσόρτσιλ δήλωνε ξεδιάντροπα: «Νομίζω ότι πρέπει να με καταραστούν επειδή μου αρέσει αυτός ο πόλεμος. Το ξέρω ότι συνθλίβει και καταστρέφει τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων κάθε στιγμή, ωστόσο δεν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό. Απολαμβάνω το κάθε δευτερόλεπτο». Διάφοροι φιλόσοφοι υποστήριζαν την εγγύτητα στο θάνατο, ως μέσον που μπορούσε, λέει, να δώσει φως στη ζωή. Ταυτόχρονα ο πατριωτικός Τύπος δεν σταματούσε να υποδαυλίζει τα μίση και να ζητά «πόλεμο μέχρι τέλους».
Αυτή ήταν η πραγματικότητα που έλιωσε σαν κερί το πατριωτικό κύμα του 1914. Ο πολεμικός ενθουσιασμός παραχώρησε τη θέση του στην κούραση και στην αγωνία, η εθνική ενότητα στη δυσαρέσκεια και στο ταξικό μίσος. Να πώς απαντούσε στους πολεμοκάπηλους μια εφημερίδα του μετώπου: «“Μέχρι τέλους” κράζει το κοράκι καθαρίζοντας τα ανθρώπινα κόκαλα στα πεδία της μάχης... “πόλεμος μέχρι τέλους” φωνάζει ο φοιτητής στην κεντρική πλατεία βεβαιώνοντας ότι η αιτία της συμφοράς μας είναι οι Γερμανοί... “μέχρι τέλους” διακηρύττουν τα κυβερνητικά όργανα των Συμμάχων, επιθεωρώντας το πεδίο της μάχης που είναι σκεπασμένο από πτώματα προλετάριων... σύντροφοί μου αυτός που φωνάζει “πόλεμος μέχρι τέλους” να σταλεί τώρα στην πρώτη γραμμή, να δούμε τότε τι θα πει».
Επιβίωση και αντίσταση έγιναν η πυξίδα των φαντάρων στο μέτωπο. Πρώτα η επιβίωση και ο χρυσός κανόνας «Ζήσε και άσε και τους άλλους να ζήσουν». Έτσι, στην αρχή δοκιμαστικά, οι ελεύθεροι σκοπευτές άρχισαν να αστοχούν, οι εχθρικές περίπολοι απέφευγαν η μία την άλλη και στην περισυλλογή των τραυματιών σταματούσαν οι εχθροπραξίες... Τα Χριστούγεννα του 1914 έγινε η πρώτη ανακωχή και συναδέλφωση των φαντάρων στο δυτικό μέτωπο: μπροστά στο συρματόπλεγμα, Γερμανοί και Άγγλοι αντάλλασσαν τσιγάρα, τζιν και κουμπιά...
Ρωσική Επανάσταση
Το 1917, η ρωσική επανάσταση μεταμορφώνει οριστικά την κατάσταση. Τον πρώτο λόγο τώρα τον έχει η αντίσταση στο μιλιταρισμό. Οι επιτροπές στρατιωτών, που συγκροτούνται μέσα στον τσαρικό στρατό, συνδέονται αμέσως με τα σοβιέτ στις πόλεις. Τα αιτήματά τους είναι αδιανόητα για το σώμα των τσαρικών αξιωματικών. Διεκδικούν: αύξηση στον στρατιωτικό μισθό, ασφάλιση και εγγυήσεις για τις οικογένειές τους, κατάργηση των χαιρετισμών και της προσοχής μπροστά στους αξιωματικούς, απόλυση των αξιωματικών που φέρονται βάναυσα, εκλογή αντιπροσώπων και ελεύθερη διακίνηση ιδεών. Το μικρόβιο της επανάστασης εξαπλώνεται παντού και γρήγορα.
Η πιο άμεση αντανάκλαση βρίσκεται στη μαζική ανταρσία του γαλλικού στρατού (49 μεραρχίες!!) το καλοκαίρι του 1917. Ύστερα από τη μάχη στο Βερντέν, με θύματα εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες, οι Γάλλοι φαντάροι αρνούνται να εκτελέσουν τις διαταγές και κακοποιούν τους αξιωματικούς τους. Είναι ένα αυθόρμητο κίνημα αμφισβήτησης και εκδίκησης, που αγκαλιάζει δεκάδες χιλιάδες άνδρες αλλά δεν μπορεί να προχωρήσει πολιτικά. Ας μην ξεχνάμε ότι η διεθνιστική Αριστερά είχε καταρρεύσει στη Γαλλία και οι παλιοί ειρηνιστές και αναρχικοί έχουν γίνει οι περισσότεροι εθνικιστές με το ξεκίνημα του πολέμου.
Ο κινητήρας όμως της ρωσικής επανάστασης δεν έχει σταματήσει ακόμη. Τον Μάρτη του 1918 γίνονται οι διαπραγματεύσεις του Μπρεστ-Λιτόφσκ, μεταξύ σοβιετικής Ρωσίας και γερμανικής αυτοκρατορίας, που καταλήγουν σε μια ξεχωριστή συνθήκη ειρήνης. Σ’ όλο αυτό το διάστημα ο πόλεμος στο ανατολικό μέτωπο παγώνει και έτσι διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για τη συναδέλφωση των φαντάρων στα χαρακώματα. Οι μπολσεβίκοι δείχνουν άκαμπτη επιμονή σ’ αυτή την πολιτική, ως πρακτική απόδειξη της δύναμης του διεθνισμού. Όταν η γερμανική διοίκηση αντιλαμβάνεται την επικινδυνότητα της κατάστασης είναι πολύ αργά: τα γερμανικά στρατεύματα έχουν ήδη «μολυνθεί». Αυτά είναι τα στρατεύματα που αναλαμβάνουν το κύριο βάρος της «εαρινής επίθεσης» του 1918, στο δυτικό μέτωπο αυτήν τη φορά.
Το 1918 είναι η χρονιά που τελειώνει ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Η τελευταία πράξη είναι η κατάρρευση του γερμανικού στρατού και η συνθηκολόγηση της Γερμανίας. Το γερμανικό επιτελείο και οι ηγέτες του, Χίντεμπουργκ και Λούντεντορφ, προσπαθούν να συγκροτήσουν μια γραμμή άμυνας στις επιθετικές πρωτοβουλίες των Συμμάχων. Και τότε ανακαλύπτουν ότι δεν υπάρχει στρατός. Οι φαντάροι έχουν εγκαταλείψει μαζικά τις θέσεις τους και είτε έχουν λιποτακτήσει είτε έχουν παραδοθεί κατά εκατοντάδες χιλιάδες. Ο ίδιος ο Λούντεντορφ λιποτακτεί με τη σειρά του στη Σουηδία. Ύστερα από λίγες μέρες ακολουθεί η εξέγερση των ναυτών και το τέλος της γερμανικής αυτοκρατορίας.
Από τον εθνικισμό στην αμφισβήτηση, από την επιβίωση στην αντίσταση και από εκεί στην εξέγερση, αυτή είναι η πολιτική διαδρομή των φαντάρων στα χαρακώματα. Είναι το πέρασμα από το πατριωτικό κύμα του 1914 στο επαναστατικό κύμα του 1917.
Μετά τη γερμανική συνθηκολόγηση, οι συμμαχικές δυνάμεις δεν απέστειλαν στρατεύματα κατοχής στη Γερμανία. Ο Λόιντ Τζορτζ, πρωθυπουργός της Βρετανίας, εξήγησε τους λόγους: «Η Γερμανία είναι σαν μια ζώνη χολέρας που έχει μολυνθεί από το μικρόβιο του μπολσεβικισμού. Αυτό που δεν θέλουμε με τίποτα είναι να προελαύνουν Βρετανοί ανθρακωρύχοι μέσα από μια κομμουνιστική Βεστφαλία». Νομίζουμε ότι δεν είχε άδικο...