Καμιά συνδιαλλαγή με τον ιμπεριαλισμό και τους συμμάχους του
Η ελληνική άρχουσα τάξη δεν είχε επιλέξει μέχρι πρόσφατα να αξιοποιήσει τα νομικά επιχειρήματα που απορρέουν από τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας του ΟΗΕ -που χρονολογείται από το 1982- ώστε να διεκδικήσει την εκμετάλλευση περιοχών της Ανατολικής Μεσογείου οι οποίες εκτείνονται έως και 200 μίλια (370 χιλιόμετρα) από τις ακτές. Η στάση αυτή απέρρεε από το συσχετισμό δύναμης στην περιοχή, αλλά και από την κατανόηση του προφανούς: δεν μπορούσε η Τουρκία με τα χιλιάδες χιλιόμετρα ακτογραμμής να περιοριστεί σε μια στενή λωρίδα θάλασσας λίγο πέρα από τις ακτές της (πράγμα που θα συνέβαινε αν εφαρμοζόταν η ελληνική εκδοχή της ΑΟΖ). Κανένας τρίτος (μεσολαβητής, Διεθνές Δικαστήριο, «μεγάλη δύναμη», ή τρίτη γειτονική χώρα) δεν θα κατανοούσε ένα τέτοιο «δικαίωμα» των Ελλήνων καπιταλιστών.
Η όλη συζήτηση και αντιπαράθεση διεθνώς σε σχέση με τις ΑΟΖ, δεν έχει να κάνει με το ίδιο το νερό ή τα ψάρια. Η ταμπακιέρα είναι το έδαφος (ο πυθμένας) και το υπέδαφος κάτω από αυτό, καθώς εκεί υπάρχει ο διαφιλονικούμενος πλούτος. Αυτό το έδαφος-υπέδαφος λέγεται υφαλοκρηπίδα και ως όρος ήταν πολύ γνωστός στην ελληνική πολιτική φιλολογία από τη δεκαετία του 1970. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, του οποίου ο «πατριωτικός» λόγος δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, επαναλάμβανε συστηματικά ότι η Ελλάδα «δεν παραχωρεί τίποτε και δεν διεκδικεί τίποτε». Αναγνώριζε ωστόσο ένα ζήτημα που έπρεπε να διευθετηθεί μαζί με την Τουρκία: το ζήτημα του ορισμού της υφαλοκρηπίδας, δηλ. πρακτικά το ζήτημα του από κοινού ορισμού των ΑΟΖ των δύο χωρών (που θα κατοχυρωνόταν με απόφαση διεθνούς δικαστηρίου). Συνεπώς ούτε το «πατριωτικό» ΠΑΣΟΚ ούτε η «πατριωτική» Δεξιά αλλά ούτε και ακροδεξιά δεν έβλεπαν αυτοδικαίως ελληνική ΑΟΖ 200 μιλίων. Πολύ περισσότερο δεν διεκδικούσαν συνοριοποίηση της ελληνικής ΑΟΖ με την κυπριακή, που μαζί με την ισραηλινή θα αποτελούσαν ένα τεράστιο οικονομικό συνεχές στην Α. Μεσόγειο.
Κυπριακή ΑΟΖ
Πότε άλλαξε αυτή η γραμμή; Ο «αντιιμπεριαλιστής» πρόεδρος της Κύπρου Τ. Παπαδόπουλος όρισε την κυπριακή ΑΟΖ σχετικά αιφνιδίως το 2004 όταν ήδη είχε επέλθει η πρώτη σύγκρουση Τουρκίας–ΗΠΑ (η Άγκυρα δεν είχε παραχωρήσει το έδαφός της για την επίθεση στο Ιράκ το 2003) και όταν ήδη ήταν γνωστό ότι υπήρχαν κοιτάσματα υδρογονανθράκων στο «Λεβιάθαν», το οποίο το Ισραήλ έχει συμπεριλάβει στη δική του ΑΟΖ αγνοώντας τις απόψεις Συρίας, Λιβάνου και Λωρίδας της Γάζας. Είναι απορίας άξιο αν ο Παπαδόπουλος το σκέφτηκε μόνος του. Πάντως οι δημοσιευμένοι χάρτες (βλ. εικόνα) που αποκλείουν την Τουρκία στη στενή ζώνη που αναφέραμε παραπάνω, προέρχονται από την ισραηλινή κυβέρνηση όπως μας πληροφορεί η αγγλόφωνη Wikipedia. Όλως τυχαίως, όπως γράφει το Wikipedia, οι χάρτες «περιγράφουν την πορεία του αγωγού φυσικού αερίου που θα μεταφέρει το αέριο που παράγεται από την αμερικανική Νoble Εnergy Ltd από το κοίτασμα Λεβιάθαν στην Ευρώπη, μέσω ενός υποθαλάσσιου αγωγού που θα περνά από την Ελλάδα». Τι μαθαίνουμε από όλα αυτά;
Η όλη ιστορία είναι ένα ισραηλινό (δηλ. και αμερικανικό) σχέδιο στο οποίο εντάχθηκε πειθήνια η κυπριακή και η ελληνική πλευρά, ελπίζοντας βέβαια σε κέρδη για τους πλούσιους. Σε αυτό το πλαίσιο «ανακαλύφθηκε» η ΑΟΖ.
Έτσι άρχισαν τα πάρε-δώσε της Κύπρου με το Ισραήλ, διαδικασία στην οποία πρωτοστάτησε η κυβέρνηση του ΑΚΕΛ. Το διεθνές δίκαιο πετάχθηκε στα σκουπίδια (το Ισραήλ είναι η χώρα που έχει παραβιάσει δεκάδες αποφάσεις του ΟΗΕ, έχει εισβάλει σε όλες τις γειτονικές του χώρες και στήνει εποικισμούς στις περιοχές των Παλαιστινίων, ό,τι ακριβώς κατηγορείται ότι έχει κάνει η Τουρκία στην Κύπρο δηλαδή).
Σε αφιέρωμά του (13/11/2014) το «Ποντίκι», που στέκει υπεράνω πάσης υποψίας για διεθνισμό, τονίζει ότι οι διεκδικήσεις της ελληνικής κυβέρνησης «άρχισαν να καταγράφονται μόνο από τη στιγμή που εμφανίστηκε στο προσκήνιο η ένταση στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας».
Σε αυτό το πλαίσιο έγινε η τριμερής συνάντηση του Καΐρου, όπου ο Σαμαράς και ο Αναστασιάδης έδωσαν τα χέρια με τον αρχιπραξικοπηματία τύραννο της Αιγύπτου, στρατηγό Σίσι, δίνοντάς του μάλιστα εύσημα δημοκρατικότητας. Στο ίδιο πλαίσιο ετοιμάζεται και η συνάντηση με τους Ισραηλινούς που θα γίνει στην Αθήνα μέχρι το τέλος του χρόνου, καθώς το αιμοσταγές καθεστώς του Καΐρου δεν μπορεί να «αντέξει» ενώπιον της αιγυπτιακής κοινής γνώμης μια απευθείας συνάντηση με τους «χασάπηδες» των Παλαιστινίων. Σαμαράς και Αναστασιάδης προσφέρθηκαν να μεσολαβήσουν με τις δύο διαφορετικές τριμερείς, εξυπηρετώντας και σε αυτό το επίπεδο τις επιλογές του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή.
Πάρτι εξοπλισμών
Τα οφέλη από αυτή την πολιτική δεν είναι καθόλου μελλοντικά (π.χ. πετρέλαια) για κάποιους στην Ελλάδα. Το «Ποντίκι», στο ίδιο άρθρο που αναφέραμε παραπάνω, γράφει τα εξής απολύτως αποκαλυπτικά με σχεδόν διθυραμβικό τόνο: «Ακριβώς αυτόν τον καιρό της έξαρσης των διπλωματικών πρωτοβουλιών και κινήσεων η ελληνική κυβέρνηση κατάφερε επιτέλους να προχωρήσει στην καθέλκυση δύο από τα υποβρύχια που κόντεψαν να σαπίσουν πριν τακτοποιηθούν οι αμαρτωλές εκκρεμότητες των οικονομικών συμβάσεων που τα συνόδευαν και εμπόδιζαν την ολοκλήρωση της ναυπήγησής τους, αφήνοντας τεράστια επιχειρησιακή τρύπα στις αποτρεπτικές δυνατότητες του Πολεμικού Ναυτικού. Τυχαίο δεν είναι επίσης ότι αυτό ακριβώς το διάστημα το υπ. Άμυνας φρόντισε τελικά για την προμήθεια των απαραίτητων πυρομαχικών προκειμένου τα εν λόγω υποβρύχια να αποκτήσουν τη μέγιστη αποδοτικότητά τους»(!)
Η άρχουσα τάξη και τα κόμματα που την εκπροσωπούν εκθέτουν τον ελληνικό (και τον κυπριακό) λαό σε σοβαρότατους κινδύνους: πολεμική εμπλοκή με την Τουρκία και ένταξη της Ελλάδας στο σύμπλεγμα εκείνο το οποίο μισούν εκατομμύρια Άραβες για τις αδικίες που γίνονται σε βάρος τους –με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Γι’ αυτό είναι ανεξήγητη η υποταγή σε αυτή την πολιτική εκ μέρους των επίσημων οργάνων και της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Στη συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής, δηλώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί θετική την αναζήτηση στηριγμάτων και συμμαχιών ανάμεσα σε όλες τις χώρες της περιοχής, στις οποίες Ελλάδα και Κύπρος μπορούν να στηριχθούν για την περιφρούρηση της άσκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας», υπονοώντας ασφαλώς τους χασάπηδες του Ισραήλ. Η σ. Βαλαβάνη κατήγγειλε τη συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβούλιου Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας, χωρίς ωστόσο ο ΣΥΡΙΖΑ να βρει λέξη να πει για τις αντίστοιχες –και πραγματικά επικίνδυνες για την ειρήνη– τριμερείς του Καΐρου και της Αθήνας.
Συνολικά ο ΣΥΡΙΖΑ έμεινε άφωνος για τη συνάντηση του Καΐρου, ενώ τα καθήκοντα της Αριστεράς σε μια τέτοια περίπτωση ήταν προφανή: καταγγελία της συνάντησης με τον δικτάτορα, απαίτηση για άμεση απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων, αλλά και για δημοκρατία στην Αίγυπτο –αντίστοιχα καθήκοντα έχει φυσικά και σε σχέση με τη συνάντηση με τους Ισραηλινούς.
Αντίθετα με αυτή την προφανή στάση αρχών, μετά το τέλος της συνεδρίασης του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής η αντίληψη της λεγόμενης «πολυδιάστατης» εξωτερικής πολιτικής» περιγράφηκε ως εξής σε σχέση με το Κυπριακό: «Ό,τι βοηθάει σε αυτή τη κατεύθυνση και η αναζήτηση διεθνών στηριγμάτων και συμμαχιών που έχουν μεγάλη σημασία σήμερα, το στηρίζουμε και αυτή είναι η κατεύθυνση που πρέπει να ολοκληρωθεί». Τα διεθνή στηρίγματα αυτή τη στιγμή, εκτός από το Ισραήλ, είναι ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός και οι πολυεθνικές που σχεδιάζουν να στήσουν πλατφόρμες υδρογονανθράκων στην Α. Μεσόγειο, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους.
Φιλοϊμπεριαλιστική «εθνική» πολιτική
Προφανώς αυτές οι ιδέες δεν είναι προσωπικές απόψεις αλλά απόψεις εκείνων των ηγετικών κύκλων μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ που τονίζουν ότι στην εξωτερική πολιτική «διεκδικούμε δυναμικά». Από το «δεν παραχωρούμε τίποτε, δεν διεκδικούμε τίποτε» του Παπανδρέου φτάσαμε στο «διεκδικούμε δυναμικά» μαζί με τις ΗΠΑ, το Ισραήλ και τη χειρότερη χούντα της περιοχής. Ο Παπανδρέου, τουλάχιστον φραστικά, κατήγγελλε τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Τουλάχιστον ο τότε αντιτουρκικός εθνικισμός μεγάλου μέρους της ελληνικής Αριστεράς υποδυόταν τον αντιιμπεριαλισμό, καθώς ήθελε πάντα τις ΗΠΑ να κρύβονται πίσω από την Τουρκία. Η σημερινή «εθνική» αντίληψη είναι πολύ χειρότερη διότι ούτε καν υποδύεται: παραδέχεται ότι ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός είναι με «το μέρος μας». Είναι χαρακτηριστικό ότι και στις δύο επίσημες τοποθετήσεις-ανακοινώσεις της υπεύθυνης Εξωτερικής Πολιτικής του κόμματος, δεν υπάρχουν οι λέξεις «αμερικάνικος ιμπεριαλισμός» και φυσικά καμία καταγγελία των σχεδίων του. Η αφαίρεση της λέξης «αμερικανοκίνητη» από την ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ για τη χούντα και το Πολυτεχνείο, φαίνεται ότι δεν ήταν καθόλου αθώα.
Ο μόνος ρεαλιστικός σύμμαχος μιας πιθανής κυβέρνησης της Αριστεράς είναι η (πολύ μεγάλη πλέον) τουρκική εργατική τάξη. Η έκκληση για ειρήνη και για συναδέλφωση, η έκκληση για ενίσχυση της Αριστεράς στην Τουρκία και για συνακόλουθη πολιτική ανατροπή, είναι η μόνη πολιτική που μπορεί να εξασφαλίσει το ανώτατο αγαθό για την τεράστια πλειοψηφία του λαού: την ειρήνη. Αντίθετα οι συμμαχίες με ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και βάρβαρα αντιδραστικά καθεστώτα, καθώς και η εξυπηρέτηση των συμφερόντων των εμπόρων όπλων, μόνο στον όλεθρο μπορεί να οδηγήσει.