Στο «φως» ο ρατσισμός, η αδικία, η κρατική βία και η υποκρισία
Υστερα από τη δολοφονία του νεαρού Αφροαμερικανού Μάικλ Μπράουν τον περασμένο Αύγουστο από τον λευκό μπάτσο-ρατσιστή Ντάρεν Ουίλσον, το αποκορύφωμα της προσβολής ήρθε με την απόφαση να μην παραπεμφθεί σε δίκη ο δολοφόνος, με το σκεπτικό μάλιστα πως ο τελευταίος διέπραξε «νόμιμο φόνο». Η απόφαση παρουσιάστηκε ξεδιάντροπα (πώς αλλιώς;), στον απόηχο της δολοφονίας του δωδεκάχρονου Αφροαμερικανού Ταμίρ Ράις από την αστυνομία του Κλίβελαντ, επειδή έπαιζε σε πάρκο με ένα ψεύτικο πιστόλι.
Σύστημα
Η ακραία καταστολή των πρώτων ημερών αλλά και η καθυστέρηση 100 ημερών του εισαγγελικού πορίσματος ήταν ένα κακοστημένο σχέδιο εκτόνωσης των κοινωνικών αντιδράσεων που ακολούθησαν τη δολοφονία του Μπράουν και κάμψης του πνεύματος αγώνα και αλληλεγγύης που αναπτύχθηκε μέσα σε λίγες ημέρες από την κοινωνία του Φέργκιουσον και όχι μόνο (ενός αμερικανικού αντιρατσιστικού κινήματος στα σπάργανα). Διότι είναι προφανές πως «δεν χρειάζονται 100 ημέρες για να αποφασίσεις πως ο φόνος είναι έγκλημα, 100 ημέρες χρειάζονται για να πείσεις την κοινωνία πως δεν είναι».
Σε αυτό το πνεύμα κινήθηκε εξαρχής το σκεπτικό του εισαγγελέα ΜακΚάλοκ, που μίλησε για την έναρξη ενός «δημιουργικού διαλόγου μεταξύ της αστυνομίας και των κοινοτήτων των Αφροαμερικανών», τη στιγμή που οι ίδιες κοινότητες από τον Αύγουστο έως και σήμερα αντιμετωπίζονται με μαζικές συλλήψεις, πυροβολισμούς, εφαρμογή καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, με τη λογική δηλαδή της στρατηγικής του Πενταγώνου, της καθυπόταξης του εχθρικού πληθυσμού (εν προκειμένω του εσωτερικού εχθρού), μέσω άσκησης συντριπτικής στρατιωτικής βίας.
Ύστερα από προτροπή αστυνομικών οργάνων μέσω Διαδικτύου για την ανάγκη αυτοάμυνας των... νοικοκυραίων, οι πωλήσεις όπλων στο Μιζούρι τις τελευταίες εβδομάδες αυξήθηκαν σημαντικά (περισσότερο από 300%), ενώ στις πρώτες διαδηλώσεις μετά το εισαγγελικό πόρισμα, λευκοί ένοπλοι παλικαράδες-πολίτες (αυτοαποκαλούμενοι «ιδιοκτήτες επιχειρήσεων») έσπευσαν να «περιφρουρήσουν» τις περιουσίες τους και... τις διαδηλώσεις.
Την ίδια στιγμή, ο αστικός τύπος της Αμερικής κλήθηκε αρχικά να υποστηρίξει την απολύτως ψευδή προπαγάνδα περί του «νόμιμου φόνου» (ο νεαρός Μπράουν διαπληκτίστηκε με έναν υπάλληλο καταστήματος, έδειρε τον μπάτσο και μετά έφυγε με το διαστημόπλοιό του για έναν μακρινό γαλαξία...), προβάλλοντας ταυτόχρονα τη σχετική επιχειρηματολογία πως οι αυθόρμητες διαδηλώσεις των πολιτών (και όχι ο ρατσισμός, ο αυταρχισμός, η γκετοποίηση και η καταπίεση των φτωχών) αποτελούν την αιτία «διχασμού» της αμερικανικής κοινωνίας.
Σε απόλυτη σύμπνοια, σύσσωμο το αμερικανικό πολιτικό κατεστημένο, οι κήνσορες της γενικής και αόριστης ηθικολογίας, υποστήριξε πως η βία (των διαδηλωτών) είναι ανεπίτρεπτη, δεν συνιστά λύση και δεν μπορεί να μείνει αναπάντητη. Ενδεικτική είναι η δημόσια τοποθέτηση του Αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, που με ιδιαίτερο κυνισμό δήλωσε πως «ποτέ δεν υπάρχει δικαιολογία για τη βία», παραβλέποντας πλήρως το γεγονός ότι αναφέρεται σε μια χώρα όπου στατιστικά (σύμφωνα με τις εκθέσεις της κίνησης Malcom X Grassroots) πραγματοποιείται μία δολοφονία Αφροαμερικανού πολίτη από την αστυνομία κάθε 28 ώρες, και όπου μόνο κατά το έτος 2012 το 88% των 313 δολοφονιών συνιστούν περιστατικά «υπερβολικής βίας» από την αστυνομία.
Κίνημα «από τα κάτω»
Κι αν το κεντρικό σύνθημα των διαδηλωτών «Δεν υπάρχει ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη» πυροδότησε τις δυναμικές κινητοποιήσεις του περασμένου Αυγούστου, ήταν η προοπτική του συνθήματος που οδήγησε στην κλιμάκωση του αγώνα (που δεν παρέμεινε στην -εκ συστήματος- προσδοκώμενη εμβρυική του στάση), μετασχηματίζοντας την αυθόρμητη κοινωνική αντίδραση σε κάτι πιο ουσιαστικό, επιτακτικό κι αδιάλλακτο, που αντανακλά σε βάθος, έστω και σε πρώιμο στάδιο, την επιθυμία των καταπιεσμένων, των απόκληρων του συστήματος «για μια άλλη κοινωνία».
«Δεν είναι μια στιγμή, αλλά ένα κίνημα», ήταν το σύνθημα του περασμένου Οκτώβρη (Ferguson October) που φιλοδοξούσε (και ως έναν βαθμό κατάφερε) να συσπειρώσει ακτιβιστές, αντιρατσιστές, αντιφασίστες, ενώσεις φοιτητών, παλαιστινιακές οργανώσεις και εργατικά συνδικάτα σε έναν αγώνα διαρκείας με δράσεις κατά της αστυνομικής και ρατσιστικής βίας, λαμβάνοντας τα χαρακτηριστικά ενός μόνιμου αγωνιστικού συντονισμού των κοινωνικών δυνάμεων. Το κίνημα του Οκτώβρη κλιμάκωνε τη δράση του με δημόσιες ομιλίες σε πλατείες με θέμα την αστυνομική βία και το ρατσισμό, δράσεις διαμαρτυρίας έξω από αστυνομικά τμήματα και εμπορικά καταστήματα, παρεμβάσεις σε τοπικά (δημοτικά) συμβούλια κ.ά. «Έχω συλληφθεί τρεις φορές κι έχω περάσει ήδη περισσότερο χρόνο στη φυλακή από τον Ουίλσον», αναφέρει ένας ακτιβιστής.
Γι’ αυτό, άλλωστε, στο άκουσμα της εισαγγελικής απόφασης, η αμερικανική επικράτεια (από άκρη σε άκρη) κατακλύστηκε από πλήθος δυναμικών και ιδιαίτερα μαζικών κινητοποιήσεων (με αποκλεισμούς γεφυρών, επιθέσεις σε αστυνομικά οχήματα και τμήματα, ανοιχτές επιστολές φαντάρων και βετεράνων προς την Εθνοφρουρά να αγνοήσει τις εντολές για καταστολή κ.ά.), με τις τοπικές κοινωνίες να δείχνουν συνέπεια, συνέχεια, αλλά και την απαιτούμενη αποφασιστικότητα για έναν αγώνα κατά του ρατσισμού, της αδικίας και της τρομοκρατίας, που δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να παραμείνει ανολοκλήρωτος.
Όμως το κίνημα του Οκτώβρη πέτυχε (ήδη) ακόμη περισσότερα: Ανέδειξε με γλαφυρό τρόπο την ταξική διάσταση του ρατσισμού, τη διαχρονική προσπάθεια του αστικού συστήματος να αναγάγει το ρατσισμό σε μέσο συνοχής και συγκρότησης ολόκληρης της κοινωνίας και διάσπασης της εργατικής τάξης. Ένας εργαζόμενος που συμμετέχει στο εργατικό συνδικάτο «Fight for 15» αναφέρει πως «η δικαιοσύνη για τον Μάικλ Μπράουν και το ωρομίσθιο των 15$ είναι τα δύο πιο σημαντικά πράγματα στο μυαλό μου αυτήν τη στιγμή», ενώ η απάντηση ενός ντόπιου στην ερώτηση δημοσιογράφου για τη σύνθεση του προαστίου στο οποίο ζει ήταν «δεν είναι πλούσιο, είναι μαύρο».
Εντός του κινήματος, έχει αρχίσει να γίνεται απολύτως κατανοητό πως αιχμή του δόρατος στον αγώνα κατά του ρατσισμού είναι η συσπείρωση των (50 εκατομμυρίων!) φτωχών της Αμερικής σε ένα πανίσχυρο ανατρεπτικό μπλοκ, ενώ ενδεικτικές είναι οι δεκάδες αναφορές νεαρών ακτιβιστών στα κινήματα της δεκαετίας του ’60 και στην αξία του κοινού και συντονισμένου (οργανωμένου) αγώνα των φτωχών εργατών.
Όπως είπε ο εκπρόσωπος της Επιτροπής Αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη, «αυτό είναι το δικό μας καλοκαίρι ελευθερίας και θα νικήσουμε». Διότι μια κοινωνία που κατανοεί πως οι Μάικλ Μπράουν, Ταμίρ Ράις, Τρέιβον Μάρτιν, Έρικ Γκάρνερ, Ρεσίνα ΜακΜπράιτ, Αμαντού Ντιάλο, Εζέλ Φορντ κ.ά. δολοφονήθηκαν από μια ρατσιστική αστυνομία ακριβώς επειδή ήταν μαύροι, που κατανοεί την απόκοσμη φύση του ακραία ταξικού καπιταλιστικού συστήματος που καλύπτει τις δολοφονίες, λοιδορεί τους νεκρούς και αθωώνει τους δολοφόνους, έχει ήδη κερδίσει ένα στρατηγικής σημασίας εργαλείο για τη συνέχιση και ολοκλήρωση ενός νικηφόρου αγώνα.
Βία
Η κυβέρνηση θεωρεί πως το κράτος, στο πλαίσιο του κλασικού δόγματος «νόμος και τάξη», οφείλει να έχει το μονοπώλιο στη βία, βαφτίζοντας τη δράση των ακτιβιστών του κινήματος αντικοινωνική, υποκινούμενη, αντιδημοκρατική κ.ά. Αυτή η λογική διαψεύδεται στην πράξη από την ίδια την ανάπτυξη του κινήματος του Οκτώβρη, που ως ένας πολιτικοκοινωνικός σχηματισμός ακτιβισμού και κοινωνικού διαλόγου κρατήθηκε για μήνες μακριά από κάθε έκφραση «τυφλής οργής». Αντίθετα, αυτό που οι διαδηλωτές πασχίζουν να σταματήσουν είναι η προσπάθεια «κοινωνικοποίησης» της αστυνομικής βίας και τρομοκρατίας.
Η κατάφωρη αδικία να μην παραπεμφθεί ο ρατσιστής Ουίλσον σε δίκη εκλήφθηκε από τους διαδηλωτές ως ένα συντριπτικό και συνολικό πλήγμα που, παρά τις νουθεσίες, απειλές κ.λπ. του αστικού κράτους, αλλά και τις συντηρητικές λογικές των ηγετών οργανώσεων για τα πολιτικά δικαιώματα (π.χ. περίπτωση NAACP), οδήγησε έναν σημαντικό αριθμό ακτιβιστών να μετακινηθεί προς ριζοσπαστικότερες δράσεις, αντιδρώντας στην αθώωση ενός ακόμα μπάτσου και επιδιώκοντας την αποτροπή της δολοφονίας των Μπράουν του μέλλοντος.
Σε μια τελική ανάλυση, όπως είχε πει ο Τζον Κένεντι (κομουνιστής και εκείνος;) «αυτοί που καθιστούν την ειρηνική επανάσταση ανέφικτη θα κάνουν τη βίαιη επανάσταση αναπόφευκτη». Το μήνυμα της αντίστασης και ανυπακοής των διαδηλωτών της Αμερικής δεσμεύει για συνέχιση και κλιμάκωση του «αγώνα κατά του ρατσισμού και της κρατικής βίας, στο όραμα μιας άλλης κοινωνίας» (όπως οι ίδιοι αναφέρουν).