Κυβέρνηση και κόμμα: o κίνδυνος της σύγχυσης και κάποιες προτάσεις

Φωτογραφία

Αν δεν υπάρξει κινητοποίηση των «κινημάτων βάσης» και ιδίως του εργατικού κινήματος, η φυσιολογική και εμμενής ροπή είναι η προσαρμογή προς την κυρίαρχη αστική γραμμή. Συνεπώς, χρειάζεται μια πολιτική γραμμή ανεξαρτησίας του αριστερού κυβερνητικού κόμματος από το αστικό κράτος.

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Δημήτρης Μπελαντής*

Ένα ζήτημα χαμένο στη μετάφραση της ιστορικής Αριστεράς αλλά και εγγεγραμμένο λόγω των αποτυχιών μας στο DNA πολλών αριστερών είναι αυτό της σύγχυσης ανάμεσα στο αριστερό κυβερνητικό κόμμα και τον κυβερνητικό μηχανισμό. Αυτό το θέμα έχει δύο ειδικότερες διαστάσεις, μία πιο παραδοσιακή και μία πιο μετανεωτερική. Η παραδοσιακή αφορά το μαζικό κόμμα ως μηχανισμό πολιτικής κινητοποίησης και ενεργοποίησης των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων. Στην περίπτωση του αριστερού μεταρρυθμισμού ή και της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας παλαιότερου τύπου, η κατάληψη του κυβερνητικού κέντρου εξουσίας επέφερε συνήθως μια ευρύτατη μετατόπιση της κομματικής εξουσίας από το μαζικό αντιπολιτευτικό κόμμα, που κινητοποιεί με κάποια μορφή τις μάζες, στον κυβερνητικό μηχανισμό, που πια αναλαμβάνει αποκομμένα από τη μαζική κινητοποίηση την άσκηση κυβερνητικής εξουσίας: στην κλασική περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, του ΣΚ Γαλλίας επί Μιτεράν και του ισπανικού PSOE, τα συλλογικά όργανα του αριστερού σοσιαλιστικού κόμματος υποκαθίστανται από την κοινοβουλευτική ομάδα και από τις κρατικές/κυβερνητικές βαρονίες και φέουδα μέσα στην κοινοβουλευτική ομάδα. Όπως έχει δείξει ο Γιοχάνες Ανιόλι στο έργο του «Μετασχηματισμός της Δημοκρατίας», ήδη η ισορροπία στη σοσιαλδημοκρατική ηγετική ομάδα είναι απολύτως ανισόμετρη και υπάρχουν πεζικάριοι αλλά και ανώτατοι αξιωματικοί της κοινοβουλευτικής ομάδας. Στην περίπτωση του παραδοσιακού αριστερού κόμματος (σοσιαλδημοκρατικού ή μεταρρυθμιστικού με τη στενότερη και αγωνιστικότερη έννοια όπως π.χ. ο κομουνιστικός ή σοσιαλιστικός μεταρρυθμισμός), η κινητοποίηση υποχωρεί έναντι της κοινοβουλευτικής και κυβερνητικής διαβούλευσης, τελικά ο κερδισμένος δεν είναι καν το κοινοβούλιο αλλά η σύμφυση ηγεσίας του κοινοβουλίου και κυβερνητικής διοίκησης. Τα συλλογικά πολιτικά δικαιώματα, όπως η διαδήλωση και η απεργία, απομένουν να ασκούνται από το κόμμα μόνο στο βαθμό που υποστηρίζουν το κυβερνητικό/κοινοβουλευτικό έργο. Το δε μαζικό κόμμα «απορροφάται» από το κράτος και κρατικοποιείται υπό τη μορφή του μαζικού αποικισμού και της πολιτικής ενοποίησης του κρατικού μηχανισμού μέσω του κατώτερου και μεσαίου κομματικού προσωπικού (Πουλαντζάς για το «κόμμα της διοίκησης»), είτε μέσω της διαμόρφωσης ενός νέου στελεχικού πολιτικού προσωπικού του κράτους προερχόμενου από το αριστερό σοσιαλιστικό κόμμα. Το προσωπικό αυτό μετά την αποστράτευσή του μπορεί να βρει θέση σε ανώτατα κομματικά αξιώματα ή και σε διεθνείς οργανισμούς. 

Οι νεότερες πολιτισμικές διαμορφώσεις μετά την επικράτηση του μετανεωτερικού και νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού εμπλουτίζουν σημαντικά το φαινόμενο της κρατικοποίησης του αριστερού σοσιαλδημοκρατικού ή αριστερού μεταρρυθμιστικού κόμματος. Υπάρχει μια διάσταση παραγωγής μιας «τεχνοκρατίας» υπερκομματικού τύπου (σαν αυτήν που παρήγαγε ο Σημίτης με τον «εκσυγχρονισμό» του, κυρίως με «τροποποιημένους» διανοούμενους της ανανεωτικής Αριστεράς), ενώ το κομματικό προσωπικό καταλαμβάνει το ανώτατο αλλά και το πιο υποτιμημένο κομμάτι της κρατικής μηχανής, ο αποικισμός γίνεται πιο ελεγχόμενος και συνεχής με τη μόνιμη κρατική διοίκηση. 
Από την άλλη πλευρά, η ανάπτυξη κοινωνικών δικτύων μέσω και της κοινωνίας της πληροφορίας (ΜΚΟ, θεματικές ομάδες, ομάδες δικαιωμάτων, επιχειρηματικά λόμπι κ.ά.) οδηγεί και σε επιμέρους δίκτυα που εντάσσονται στο αριστερό κόμμα και τελικά διαμορφώνουν ένα δίκτυο κυβερνητικής και κρατικής εξουσίας (βλ. και το άρθρο του Γιώργου Λιερού στον «Δρόμο της Κυριακής» της 31-1-15). Τόσο η παραδοσιακή όσο και η πιο μετανεωτερική κρατικοποίηση του αριστερού μεταρρυθμιστικού κόμματος προϋποθέτουν -και αυτό είναι το κουμπί- την απώλεια της πολιτικής ανεξαρτησίας του κόμματος από την κυβέρνηση και τελικά την απώλεια της πολιτικής ανεξαρτησίας του αριστερού κόμματος από τον ίδιο τον αστικό κρατικό μηχανισμό. 
Βεβαίως, αυτά αφορούν τον αριστερό μεταρρυθμισμό, «δεν μπορούν να αφορούν τον ΣΥΡΙΖΑ». Αφήνοντας κατά μέρος το ακόμη ανοιχτό ζήτημα του αν ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να υπερβεί τον μεταρρυθμισμό είτε προς το καλύτερο (αντικαπιταλισμός) είτε προς το χειρότερο (σοσιαλφιλελευθερισμός), πρέπει να δούμε ότι κανένα αριστερό κόμμα που κυβερνά -και μάλιστα μαζί με αστούς συμμάχους- δεν είναι αλώβητο από την υποταγή του στην κυβερνητική λειτουργία και τελικά από την υποταγή του στη δομή του αστικού κρατικού μηχανισμού. Το αστικό κράτος ως πεδίο συμπύκνωσης της ταξικής πάλης είναι πεδίο με δομικό όριο, δεν πάει πέρα από ένα «φιλοκοινωνικό όριο» αν δεν σπάσει και δεν ανατραπεί προς την κατεύθυνση της εργατικής εξουσίας. Αν δεν υπάρξει κινητοποίηση των «κινημάτων βάσης» και ιδίως του εργατικού κινήματος, η φυσιολογική και εμμενής ροπή είναι η προσαρμογή προς την κυρίαρχη αστική γραμμή, η οποία σήμερα είναι αναμφισβήτητα ένας κρισιογόνος και κοινωνικά καταστροφικός νεοφιλελευθερισμός. Συνεπώς, χρειάζεται μια πολιτική γραμμή ανεξαρτησίας του αριστερού κυβερνητικού κόμματος από το αστικό κράτος με επτά βασικές συνιστώσες: α) κράτημα του μέγιστου τμήματος του κόμματος εκτός του κρατικού μηχανισμού - επιλεκτική μόνο πολιτική και δευτερευόντως τεχνοκρατική στελέχωση σε θέσεις-κλειδιά, β) μαζική κινητοποίηση όχι μόνο στηρικτική αλλά και ελεγκτική του κυβερνητικού έργου - συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση, γ) ανάδυση λαϊκών επιτροπών αγώνα και δράσης που θα συγκροτούν κοινωνικά κύτταρα αντιεξουσίας και εργατικού/κοινωνικού ελέγχου, δ) ανάπτυξη επικοινωνιακών δικτύων στήριξης αλλά και ελέγχου-κριτικής του κυβερνητικού έργου, ε) λήψη όλων των βασικών κυβερνητικών αποφάσεων από τα ανώτατα κομματικά όργανα (ΚΕ, Συνέδριο, Κομματικό Δημοψήφισμα κ.λπ.) και όχι από το υπουργικό συμβούλιο ή τον πρωθυπουργό, στ) δημιουργία κοινωνικών και συνεταιριστικών ΜΜΕ που θα αντιπολιτεύονται ικανοποιητικά το ιδιωτικό επιχειρηματικό μιντιακό πλέγμα, ζ) συλλογικό έλεγχο των οικονομικών του κόμματος, της κοινοβουλευτικής ομάδας και της κυβέρνησης. Τα παραπάνω συγκροτούν ένα σύγχρονο αριστερό ριζοσπαστικό κόμμα, το οποίο ακόμη και ως κυβερνητικό κόμμα «αντιπολιτεύεται» και είναι εξωτερικό προς τον αστικό κρατικό μηχανισμό. Αυτό, πάντως, συνεπάγεται μια βαθιά πολιτιστική επανάσταση εντός της Αριστεράς. 

Τα παραπάνω λέγονται όχι για να διασπείρουν τον τρόμο και την απελπισία ή την ηττοπάθεια μέσα σε μια περίοδο φυσιολογικής χαράς. Είναι καταστάλαγμα μακράς εμπειρίας του εργατικού και αριστερού κινήματος. Ως εκ τούτου, πρέπει όχι να μελετηθούν από κάποια επιτροπή σοφών, αλλά να προταθούν ως γραμμή πλεύσης στον ΣΥΡΙΖΑ του σήμερα και να γίνουν η ραχοκοκαλιά της πολιτικής και της ηθικής του πλεύσης στο επόμενο διάστημα. Υπάρχει ακόμη χρόνος αλλά όχι και απεριόριστος! 

*Ο Δημήτρης Μπελαντής είναι μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ. 
Ολόκληρο το άρθρο στο Rproject.gr

 

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία