Όταν συζητούμε για το πλαίσιο και τα όρια μιας αριστερής πολιτικής ανατροπής της λιτότητας και κατάργησης των μνημονίων, τα θεμελιώδη οικονομικά δεδομένα είναι εξαιρετικά σημαντικά. Και ανάμεσα σε αυτά, ιδιαίτερα αν μιλούμε για την Ελλάδα του 2015, τα πλέον καθοριστικά οικονομικά μεγέθη είναι το χρέος και το πρωτογενές πλεόνασμα. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο που αυτά τα δύο «μεγέθη» είναι κεντρικά στην αντιπαράθεση τόσο με το εγχώριο αστικό-μνημονιακό σύστημα και τους πολιτικούς του εκπροσώπους όσο και με το διεθνές σύστημα (δανειστές και Ευρωζώνη).
Τα πλεονάσματα
Η σχέση ανάμεσα στο χρέος και το πρωτογενές πλεόνασμα δεν είναι εξ ορισμού καθορισμένη.
Οι κυβερνήσεις και οι ιδεολόγοι της ακραίας λιτότητας θεωρούν ότι, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της κρίσης, πρέπει οι χώρες με υψηλό χρέος να έχουν σταθερά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα ώστε να τα διαθέτουν για να αποπληρώνουν το χρέος τους (βλέπε αναλυτικότερα σελ. 6). Αυτό οδηγεί σε υφεσιακό «φαύλο κύκλο» και εκτεταμένη κοινωνική δυστυχία, αλλά και σε διαρκή αφαίμαξη για το χρέος («αποικία χρέους») αφού οι συνεχείς περικοπές δαπανών και η βαριά φορολογία μειώνουν διαρκώς τον παραγόμενο πλούτο (ΑΕΠ), μειώνουν επομένως τον παρονομαστή του κλάσματος και τελικά αυξάνουν το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ! Ακριβώς με αυτόν τον τρόπο, το ελληνικό κρατικό χρέος, ξεκινώντας από 120% του ΑΕΠ όταν υπογράφτηκε το πρώτο μνημόνιο, έχει ξεπεράσει σήμερα το 180% του ΑΕΠ, εξαιτίας των και όχι παρά τις πολιτικές για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.
Οι νεοκεϊνσιανοί (φιλελεύθεροι κεϊνσιανοί) επιμένουν στην ανάγκη το χρέος να είναι «βιώσιμο», δηλαδή εξυπηρετήσιμο, δηλαδή όχι μόνο να εξασφαλίζονται οι τρέχουσες πληρωμές για τοκοχρεολύσια αλλά και να είναι ρεαλιστικό να αποπληρωθεί στο σύνολό του - αλλιώς πρέπει να «κουρευτεί» μέχρι του ορίου που θα ξαναγίνει «βιώσιμο». Ποιο είναι αυτό το όριο; Το ΔΝΤ, που στις αρχές της κρίσης θεωρούσε «κόκκινη γραμμή» για τη «βιωσιμότητα» του χρέους το 90% του ΑΕΠ, στην περίπτωση της Ελλάδας από το 2012 έχει ανεβάσει τον πήχη της «βιωσιμότητας» στο 120% του ΑΕΠ - το όριο μετακινείται όπως βολεύει...
Οι κλασικοί κεϊνσιανοί θεωρούν ότι το χρέος πρέπει να «κουρεύεται» γενναία, να αποπληρώνεται κυρίως με την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης ή και σε συνδυασμό με ρήτρα ανάπτυξης, ώστε να αυξάνεται ο παρονομαστής και άρα να μειώνεται το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, αφήνοντας έτσι περιθώρια για μια πολιτική πρωτογενών πλεονασμάτων πιο ήπια, που δεν προϋποθέτει βαριές - υφεσιακές πολιτικές λιτότητας.
Η ριζοσπαστική Αριστερά, δηλαδή η Αριστερά της ταξικής πολιτικής (ταξικής μονομέρειας), πάει πολύ μακρύτερα από τον κεϊνσιανισμό: Θεωρεί το χρέος μηχανισμό εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων (βλ. αναλυτικότερα δίπλα), μηχανισμό αναδιανομής του εισοδήματος εις βάρος τους. Δεν μιλά για «κούρεμα» αλλά για διαγραφή του, με την εξαίρεση του χρέους προς τα ασφαλιστικά ταμεία. Ζητεί λογιστικό έλεγχο του χρέους για να προσδιοριστεί το απεχθές χρέος, δηλαδή για να αποκαλυφθούν οι μηχανισμοί κερδοσκοπίας στις κρατικές δαπάνες και την αναχρηματοδότηση του χρέους, θεωρώντας το μέρος της μάχης για τη διαγραφή του χρέους. Είναι, σε αυτό το πλαίσιο, ενάντια στα πρωτογενή πλεονάσματα -και, πολύ περισσότερο, στα θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα- θεωρώντας τα συνώνυμα των πολιτικών λιτότητας, άρα συνώνυμα των μνημονίων.
Διαρκής διολίσθηση
Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, ξεκινώντας από τις ανωτέρω θέσεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς (διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, λογιστικός έλεγχος για αποκάλυψη του απεχθούς χρέους, που θα επέτρεπε και τον απεγκλωβισμό από πολιτικές πρωτογενών πλεονασμάτων), με ευθύνη του ηγετικού κέντρου μετατοπίστηκε σταδιακά σε κεϊνσιανές θέσεις (διαγραφή «σημαντικού» ή «μεγάλου» μέρους σε συνδυασμό με μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα και με ρήτρα ανάπτυξης στην αποπληρωμή του), στη συνέχεια έβαλε στο μίγμα των πολιτικών του νεοκεϊνσιανές θέσεις (μετατόπιση από τη διαγραφή στην «εξυπηρεσιμότητα» του χρέους μέσω «έξυπνης μηχανικής»), και στην πρόσφατη συμφωνία του Eurogroup έγιναν αποδεκτές θέσεις και πέραν αυτού του ορίου: «Οι ελληνικές αρχές επαναλαμβάνουν την αδιαμφισβήτηση δέσμευσή τους να τηρήσουν τις δανειακές υποχρεώσεις προς όλους τους πιστωτές, πλήρως και έγκαιρα» και «οι ελληνικές αρχές δεσμεύονται επιπλέον να διασφαλίσουν τα πρέποντα πρωτογενή πλεονάσματα ή τα οικονομικά έσοδα που απαιτούνται για τη βιωσιμότητα του χρέους, σύμφωνα με την απόφαση του Eurogroup του Νοεμβρίου του 2012».
Η διαρκής αυτή διολίσθηση ισοδυναμεί με διαρκή μετατόπιση σε θέσεις πέραν του νεοφιλελεύθερου κεϊνσιανισμού, στην κατεύθυνση των θέσεων της τρόικας, όπου το καλύτερο που μπορούμε να αναμένουμε, είναι μια συμφωνία σαν κι αυτή που συζητούσε ο Σαμαράς: επιμήκυνση με ταυτόχρονη μείωση επιτοκίων.
Όμως αν ο μηχανισμός επιβολής της ακραίας λιτότητας, δηλαδή χρέος - πρωτογενή πλεονάσματα, δεν αμφισβητηθεί, τότε δεν μπορεί να αμφισβητηθούν - ανατραπούν ούτε η λιτότητα και τα μνημόνια!