Η αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των εργαζόμενων τάξεων και σε βάρος του πλούτου της αστικής τάξης έγινε αντιληπτή από τον ΣΥΡΙΖΑ, πριν να καταλάβει την κυβερνητική εξουσία, ως ένα καθήκον κοινωνικής δικαιοσύνης και αντιμετώπισης της δραματικής κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των υποτελών κοινωνικών τάξεων.
Η αναδιανομή δεν είχε εγγραφεί, δηλαδή, σε ένα μακροοικονομικό σχέδιο που, αποτελώντας μέρος της διαχείρισης του συστήματος, θα μετέτρεπε παράλληλα τους κοινωνικούς συσχετισμούς δύναμης υπέρ των δυνάμεων της εργασίας, ώστε να εξυπηρετήσει ένα μεταβατικό πρόγραμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Μοιραία, αυτή η «δημιουργική ασάφεια», που περιέβαλλε το νόημα της αναδιανομής, συνοδεύει τώρα το κόμμα στα πρώτα του βήματα στην κυβέρνηση και έχει κάποιος πολλούς λόγους να υποψιάζεται ότι η κυβερνητική πολιτική καθοδηγείται από την ιδέα ότι η αναδιανομή υπέρ της εργασίας μάλλον βλάπτει τις επιχειρήσεις και την απασχόληση. Μοιάζει η κυβέρνηση να ακολουθεί πλέον τη γραμμή ότι πρέπει να αποδοθεί στις επιχειρήσεις ένα είδος πρωτοκαθεδρίας έναντι των εργαζόμενων τάξεων.
Οι ενδείξεις είναι περισσότερες, αλλά δύο από αυτές είναι οι πλέον ισχυρές: Ήδη πριν από τη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου, πριν δηλαδή να εμπλακούν άμεσα στις υποθέσεις μας οι «θεσμοί», η κατεύθυνση του υπουργείου Εργασίας στο ζήτημα της αύξησης του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ λειτούργησε ως σημαίνον ενός πολύ δυσάρεστου υπονοούμενου, σύμφωνα με το οποίο οι αυξήσεις των μισθών είναι ένα αναγκαίο κακό, διότι αυξάνουν το κόστος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οδηγούν πολλές από αυτές σε αδιέξοδο και τελικώς αυξάνουν την ανεργία.
Σύμφωνα με τον ισχυρισμό των μικρών αφεντικών (ιδιαίτερα των συνδικαλιστικών οργανώσεών τους ΕΣΕΕ και ΓΣΒΕΕ), οι επιχειρήσεις αυτές πρέπει να διασωθούν από το πρόσθετο κόστος των 751 ευρώ (έναντι 586 που απολαμβάνουν τώρα), το οποίο «δεν αντέχουν» για να μην αυξηθεί η ανεργία. Το υπουργείο Εργασίας, λοιπόν, φαίνεται ότι υιοθετεί την άποψη των μικρών αφεντικών (τουλάχιστον με βάση τις δημοσιογραφικές πληροφορίες, αλλά και τα υπονοούμενα των σχετικών δηλώσεων του υπουργού) ότι πρέπει ως κοινωνία να προστατέψουμε μια μερίδα της οικονομίας που επιζεί κανιβαλίζοντας τους εργαζόμενους, τους φορολογούμενους, τις άλλες μικρές επιχειρήσεις που δεν άντεξαν τον αθέμιτο ανταγωνισμό, τους καταναλωτές που είναι αναγκασμένοι να καταβάλλουν υψηλές τιμές για τις άθλιες υπηρεσίες των εν λόγω επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με το σχέδιο του υπουργείου, θα πρέπει ως κοινωνία να δεχθούμε να πληρώσουμε το κόστος για να ρυθμιστούν οι οφειλές αυτών των επιχειρήσεων προς τις τράπεζες, τα ασφαλιστικά ταμεία και την εφορία, ώστε να αποφευχθούν τα «λουκέτα» και η αύξηση της ανεργίας.
Ωστόσο, ο ισχυρισμός ότι θα αυξηθεί η ανεργία εάν κλείσουν οι μικρές επιχειρήσεις που δεν μπορούν να αντέξουν την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ είναι λανθασμένος. Βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, ο συνολικός αριθμός απασχολουμένων καθορίζεται από τη συνολική ζήτηση που απευθύνεται στην οικονομία και δεν καθορίζεται από τον αριθμό των επιχειρήσεων που ικανοποιούν αυτή τη ζήτηση.
Πιο συγκεκριμένα: εάν κλείσουν οι μικρές επιχειρήσεις-κανίβαλοι, η ζήτηση που ικανοποιούσαν μέχρι σήμερα (δηλαδή η πελατεία τους) θα μεταφερθεί στις επιχειρήσεις που «αντέχουν» τα 751 ευρώ. Οι τελευταίες θα αυξήσουν την παραγωγή τους για να ικανοποιήσουν την επιπλέον ζήτηση που θα προέλθει για αυτές από τη μετατόπιση της πελατείας και μαζί με αυτή θα αυξήσουν την απασχόληση. Οι επιχειρήσεις-κανίβαλοι θα βάλουν λουκέτο και ο συνολικός αριθμός απασχολουμένων θα παραμείνει ο ίδιος. Οι αυξήσεις των μισθών στην Ελλάδα, όπως και σε πολλές άλλες χώρες, έχει μεγαλύτερη σημασία ως ζήτηση παρά ως κόστος, όπως επίμονα εξηγεί το ΙΝΕ ΓΣΕΕ επί εικοσαετία, αλλά αυτό δεν φαίνεται να περνάει τόσο εύκολα στην κυβέρνηση.
Στο ίδιο συμπέρασμα μας οδηγεί και το άλλο επεισόδιο, όπου ο υπουργός Οικονομικών νιώθει υποχρεωμένος να εξηγήσει, σε συνέδριο, ότι δεν έχει υποσχεθεί ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε ένα ευρώ πάνω από τα 700, εν είδει απολογίας προς τους καθεστωτικούς οικονομολόγους συναδέλφους του. Αυτό το στενόχωρο επεισόδιο μάς λέει το εξής: κατά τα φαινόμενα, στην αντίληψη του υπουργού προϋπόθεση της αναδιανομής του εισοδήματος υπέρ της εργασίας είναι η αύξηση του ΑΕΠ. Πρώτα δηλαδή να μεγαλώσει η πίτα και μετά ας μεγαλώσει το κομμάτι που παίρνει η εργασία, και για να μεγαλώσει η πίτα πρέπει οι μισθοί πρώτα να διατηρηθούν σε χαμηλά επίπεδα, γι’ αυτό και ο υπουργός δεν έχει υποσχεθεί ούτε ένα ευρώ σε όσους παίρνουν πάνω από τα 700.
Αυτή όμως είναι η κεντρική θέση που ορίζει τη στρατηγική της σύγχρονης ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς. Η θέση που ορίζει τη στρατηγική της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι το αντίστροφο: για όσο καιρό οι επιχειρήσεις διαθέτουν αχρησιμοποίητο ένα μέρος των εγκαταστάσεών τους, οι αυξήσεις των μισθών οδηγούν σε πολλές χώρες (μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα) σε αύξηση του προϊόντος και της απασχόλησης. Εάν αυξηθούν οι μισθοί, ξεκινώντας από τον κατώτατο, θα αυξηθεί το ΑΕΠ, διότι ο μισθός έχει μεγαλύτερη σημασία ως ζήτηση από όση έχει ως κόστος.
Το δικό μας συμφέρον, το συμφέρον των εργαζομένων, που εν προκειμένω είναι η αναδιανομή του εισοδήματος, θα οδηγήσει σε άνοδο της παραγωγής και των εισοδημάτων, θα συμβάλει στην άρση της οικονομικής δυσπραγίας και θα μετατραπεί έτσι σε γενικό συμφέρον. Όταν όμως το ιδιαίτερο μερικό συμφέρον της τάξης μας μετατρέπεται σε γενικό συμφέρον, η πολιτική ηγεμονία μάς ανήκει.
Εάν όμως η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ακολουθήσει τη στρατηγική της πρωτοκαθεδρίας των επιχειρήσεων και του «λιτού βίου», προκειμένου να αυξηθεί το προϊόν, τότε παίζει ήδη στο πεδίο του αντιπάλου και είμαστε σε διαδικασία απώλειας της πολιτικής ηγεμονίας.