Ένα νεοναζιστικό κόμμα δεν είναι απλώς ένα ακόμα κόμμα που εκφράζει μια άποψη. Είναι ένα επικίνδυνο μόρφωμα που πρέπει να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά και έγκαιρα τόσο στο δρόμο όσο και χρησιμοποιώντας τα μέσα που παρέχει η αστική δικαιοσύνη.
Στη Γερμανία του ’30, π.χ., το Κομουνιστικό Κόμμα (KPD) με την περίφημη θεωρία του σοσιαλφασισμού, θεωρούσε τον Χίτλερ και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο Στάλιν την ίδια περίοδο υποστήριζε ότι «ο φασισμός είναι το τάγμα εφόδου της αστικής τάξης, που βασίζεται στην ενεργή στήριξη της σοσιαλδημοκρατίας». Αυτές οι εξισώσεις, εκτός του ότι απέτρεψαν την εφαρμογή της τακτικής ενιαίου μετώπου απέναντι στο φασισμό, οδήγησαν στην υποτίμηση του κινδύνου, δηλ. στην αντιμετώπιση του ναζιστικού κόμματος σαν «ένα οποιοδήποτε κόμμα». Το αποτέλεσμα ήταν ότι μέσα σε μια εβδομάδα αφότου έγινε καγκελάριος ο Χίτλερ (Γενάρης 1933), το KPD θεωρήθηκε παράνομο κόμμα. Σε 5 μήνες, το ίδιο έπαθε και το SPD. Τα συνδικάτα απαγορεύτηκαν επίσης και οι λειτουργίες τους… πέρασαν στο κράτος. Από το Μάρτη της ίδιας χρονιάς άρχισαν να φτιάχνονται τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, και οι πρώτοι που οδηγήθηκαν εκεί ήταν μέλη του SPD και του KPD. Τελικά σχεδόν όλοι οι πολιτικοί αντίπαλοι του Χίτλερ είτε φυλακίστηκαν είτε διέφυγαν στο εξωτερικό αμέσως μόλις ανέβηκε στην εξουσία.
Είναι γι’ αυτό περίεργο που ακόμη και σήμερα πολλοί εθελοτυφλούν και δεν βλέπουν ότι οι ναζί τότε και οι νεοναζί σήμερα ονειρεύονται μια κοινωνία όπου οι ελευθερίες θα περιοριστούν στο ελάχιστο και κάθε μορφή οργάνωσης της εργατικής τάξης θα διαλυθεί βίαια. Είναι προφανές το πόσο ανόητο είναι να υποστηρίζουμε ότι πρέπει να υπερασπιζόμαστε τα δημοκρατικά δικαιώματα των νεοναζί ώσπου αυτοί να πετύχουν το στόχο τους.
Το ίδιο ισχύει και για το «δικαίωμα» των νεοναζί να πραγματοποιούν συγκεντρώσεις –δηλ. για το «δικαίωμά» τους οι αντιφασίστες να μην πραγματοποιούν αντισυγκεντρώσεις. Ευτυχώς που στην Αγγλία του ΄36 η οργανωμένη εργατική τάξη δεν θεώρησε «δικαίωμα» των ναζί να παρελάσουν στο East End, εκεί όπου το φασιστικό κόμμα BUF του Mosley είχε τη μεγαλύτερη επιρροή. Έτσι στην περίφημη μάχη της Cable Street οι φασίστες αποκρούστηκαν αποτελεσματικά και ούτε η συνδρομή της αστυνομίας ήταν αρκετή ώστε να πραγματοποιήσουν την παρέλαση μίσους που σχεδίαζαν. Φυσικά ακολούθησε συστηματική και πολύπλευρη αντιφασιστική δουλειά για να αποτραπεί οριστικά ο κίνδυνος της ανόδου του φασισμού, αλλά η μάχη εκείνη ήταν καθοριστική.
Πιο πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί το ξενοφοβικό κίνημα PEGIDA στη Γερμανία. Ένα κίνημα κατά της «ισλαμοποίησης της Δύσης» που ξεκίνησε στη Δρέσδη και, παρά την αναμφισβήτητη υποχώρησή του, κινητοποιεί ακόμα αρκετές χιλιάδες κόσμου. Δεν μπορεί να ισχυριστεί κανένας ότι είναι ανάλογη η κατάσταση με την άνοδο των ναζί, ούτε ότι η Γερμανία του 2015 είναι ίδια με τη Γερμανία του 1933. Ωστόσο οι παραλληλισμοί υπάρχουν. Τα συνθήματα του PEGIDA είναι εθνικιστικά («Η Γερμανία στους Γερμανούς» και «Διώξτε τους»), υπάρχει κατασκευασμένος εχθρός –στη θέση των Εβραίων οι μουσουλμάνοι– ενώ το κίνητρο των ανθρώπων που συμμετέχουν είναι περισσότερο η ανασφάλεια που τους δημιουργούν οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες και όχι ο «μουσουλμανικός κίνδυνος». Επιπλέον, σύμφωνα με έρευνες, η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων αυτών ανήκουν σε αυτό που θα ορίζαμε ως μικροαστική τάξη – υπάλληλοι «λευκού κολάρου» και μικρομαγαζάτορες – δηλαδή ακριβώς την τάξη από την οποία ο ναζισμός ψάρευε τους υποστηρικτές του, όπως εύστοχα είχε τονίσει ο Τρότσκι στην ανάλυσή του. Το αντιφασιστικό κίνημα στάθηκε απέναντι στο PEGIDA και απέτρεψε, μαζί με άλλους παράγοντες, τη γιγάντωσή του. Ασφαλώς, η μάχη δεν έχει κριθεί οριστικά, αλλά αν υπήρχε η ίδια αφέλεια της δεκαετίας του 1930, σήμερα τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο δύσκολα στην καρδιά της Ευρώπης.
Εξάλλου αυτές οι επιδείξεις δύναμης τροφοδοτούν τα νεοναζιστικά κινήματα και πρέπει πάση θυσία να αποτρέπονται. Για τις μαζικές πορείες και τη χρήση βίας από τους νεοναζί ο Colin Sparks στο βιβλίο του «Ποτέ ξανά» λέει ότι αυτές «αποτελούν κεντρικά στοιχεία στη δημιουργία του φασιστικού κινήματος» γιατί αυτό που ουσιαστικά δρα συνεκτικά στο να δημιουργηθεί ένα τέτοιο κίνημα είναι η «ικανότητά του να παρουσιάζεται σαν μια ασταμάτητη δύναμη ικανή να τρομοκρατήσει όλους τους αντιπάλους του». Επομένως η ελευθερία της έκφρασης δεν μπορεί να είναι επιχείρημα για τις νεοναζιστικές συγκεντρώσεις, πολύ απλά γιατί αν δοθεί χώρος στους νεοναζί να αναπτυχθούν, η ελευθερία της έκφρασης θα ανήκει στο παρελθόν μαζί με όλες τις υπόλοιπες ελευθερίες.
Στην Ελλάδα η Χρυσή Αυγή έχει αντιμετωπιστεί αρκετά αποτελεσματικά στο δρόμο από το αντιφασιστικό κίνημα. Επιθυμούμε όμως και την καταδίκη της ως εγκληματικής οργάνωσης χωρίς αυταπάτες ότι αυτό αρκεί, αλλά και χωρίς ενδοιασμούς ότι ενδέχεται κάτι τέτοιο να είναι «αντιδημοκρατικό».