«Η δουλειά μου έχει τελειώσει –η Γιουγκοσλαβία δεν υπάρχει πια...»
(Στέπαν Μέστις,
τελευταίος πρόεδρος της Γιουγκοσλαβίας, 5/12/1991)
Το 1989-90 κατέρρευσαν πιο πολλές κυβερνήσεις στην Ευρώπη από οποιαδήποτε άλλη στιγμή της Ιστορίας. Όλα τα καθεστώτα του ανατολικού μπλοκ διαλύθηκαν με πάταγο, συμπαρασύροντας το 1991 τον ιμάντα που τα συγκρατούσε, την ΕΣΣΔ. Παντού, αυτή η ντροπιαστική πανωλεθρία του σταλινισμού ήταν συνδυασμένο αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης με την ταξική πάλη: η εργατική τάξη στην Ανατολική Ευρώπη σιχαινόταν από πριν τους γραφειοκράτες, που κυβερνούσαν δήθεν στο όνομά της.
Από την κρίση στον εμφύλιο
Η χώρα που υπέφερε πιο πολύ από το ντόμινο καταρρεύσεων ήταν εκείνη που διατηρούσε μια κάποια ανεξαρτησία από τη Ρωσία, επί 45 χρόνια: η Γιουγκοσλαβία. Η Δύση θεωρούσε πως δεν είχε νόημα να συνεχίσει να τη στηρίζει με δάνεια για να την κρατάει μακριά από τη ρώσικη επιρροή. Η Γιουγκοσλαβία μπήκε από το ΔΝΤ σε πρόγραμμα αποπληρωμής του χρέους, που μείωσε στο μισό τα εισοδήματα και εκτόξευσε την ανεργία. Ως αποτέλεσμα ήρθε ο πόλεμος: Οι γραφειοκράτες της Γιουγκοσλαβίας προσπάθησαν να σώσουν τα προνόμιά τους στρέφοντας τη μια εθνική ομάδα της χώρας ενάντια στην άλλη.
Χρειάστηκαν κάπου 300.000 νεκροί, περί τα 3.000.000 πρόσφυγες κι ο διαμελισμός της Γιουγκοσλαβίας σε 7 διαφορετικές χώρες (Σερβία, Μαυροβούνιο, Μακεδονία, Κόσοβο, Βοσνία, Κροατία και Σλοβενία) για να τελειώσει η αιματοχυσία.
O πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία άρχισε και τέλειωσε με το Κόσοβο, την πιο φτωχή περιοχή της Ευρώπης. Αν και στο Κόσοβο το 90% ήταν Αλβανοί και το 7% Σέρβοι, η μόνη γλώσσα στη διοίκηση από το ’89 ήταν τα σερβικά και όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι ήταν Σέρβοι, ενώ οι Αλβανοί απολύθηκαν μονομιάς από το Δημόσιο. Οι Σέρβοι στο Κόσοβο είχαν μηδενικό ποσοστό ανεργίας, ενώ στους Αλβανούς άγγιζε το 85%. Δεν έμενε άλλος δρόμος από την εξέγερση. Επί μία δεκαετία το Κόσοβο ήταν μια ευρωπαϊκή Παλαιστίνη που ζούσε μια ιδιόμορφη Ιντιφάντα. Και τα εκατομμύρια των Σέρβων στην υπόλοιπη Γιουγκοσλαβία μπροστά στον «ξυπόλυτο εχθρό» συσπειρώθηκαν γύρω από τη σέρβικη γραφειοκρατία (Μιλόσεβιτς).
Το μακελειό
Τα άλλα κομμάτια της γραφειοκρατίας έψαξαν τις δικές τους εθνικές συσπειρώσεις, όπως οι Κροάτες με τον Τούτζμαν. Το 1990 η Ένωση Γιουγκοσλάβων Κομουνιστών διασπάται σε εθνικά κόμματα. Σε λίγο θα εξαφανιστεί και τυπικά το κομουνιστικό λεξιλόγιο. Σλοβενία και Κροατία ανακηρύσσουν την ανεξαρτησία τους (25/06/91) κι ο πόλεμος ξεκινά. Ο στρατός του Μιλόσεβιτς χάνει αμέσως στη Σλοβενία, αλλά στην Κροατία καταλαμβάνει ένα κομμάτι, τη Σερβική Δημοκρατία της Κράινα. Επόμενος σταθμός του μακελειού η Βοσνία.
Οι γραφειοκράτες που έφεραν τον πόλεμο στη χώρα τους δεν είχαν πρόβλημα κάποια στιγμή να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Έτσι, Μιλόσεβιτς και Τούτζμαν στις μυστικές συνομιλίες τους, που κατέληξαν στο σύμφωνο του Καρατζόρτζε (Μάρτης 1991), «μοίρασαν» μεταξύ τους τη Βοσνία, σε βάρος των Βόσνιων μουσουλμάνων. Ήδη από τον Οκτώβρη του 1991, οι Σέρβοι εθνικιστές στη Βοσνία (Κάρατζιτς) αποχωρούν από το βοσνιακό κοινοβούλιο και ιδρύουν δικό τους. Στις 5 Μάρτη 1992 αποχωρεί η Βοσνία από τη Γιουγκοσλαβία, απορρίπτοντας το σχέδιο Κάρινγκτον (και Μιλόσεβιτς), που επέβαλλε διαίρεση της Βοσνίας σε εθνικές κοινότητες. Στις 5 Μάρτη δολοφονούνται στο Σεράγεβο αντιπολεμικοί διαδηλωτές από Σέρβους ελεύθερους σκοπευτές. Και η σφαγή ξεκινά. Θα κρατήσει τριάμισι χρόνια.
Στη βοσνιακή πολιτοφυλακή το 25% δεν είναι μουσουλμάνοι, με ιδιαίτερα πολυεθνικό το Β΄ Σώμα Στρατού στην Τούζλα υπό Σέρβο διοικητή. Οι σερβικές και κροατικές πολιτοφυλακές όμως έχουν πίσω τους τα αντίστοιχα εθνικά κράτη και άφθονο οπλισμό και κερδίζουν μάχες. Στα μέρη που χάνουν οι Βόσνιοι ακολουθούν εθνικές εκκαθαρίσεις και μαζικές εκτελέσεις, με κορυφαίο παράδειγμα τη Σρεμπρένιτσα τον Ιούλη του 1995. Πρωταγωνιστές στο έγκλημα οι «Τίγρεις» του Αρκάν και οι «Λευκοί Αετοί» του Σέσελι, οργανώσεις Σέρβων ναζιστών, ενώ δεν έλειψαν και τα «παλικάρια» της Χρυσής Αυγής που πολεμούσαν εθελοντικά στο πλευρό τους.
Ο πόλεμος στην Βοσνία έδωσε την αφορμή για τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς που οδήγησαν στη συνθήκη του Ντέιτον. Το δράμα ολοκληρώθηκε το 1999 με την ιμπεριαλιστική επίθεση, τους μαζικούς βομβαρδισμούς ενάντια στη Σερβία. Το ΝΑΤΟ και οι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές ήταν οι νικητές στα Βαλκάνια, αποκτώντας από το διαμελισμένο πτώμα της Γιουγκοσλαβίας μια σειρά δορυφόρους, με πρώτο το Κόσοβο, που κατέληξε ένα κράτος-επιμελητεία των δυνάμεων του ΝΑΤΟ...
Υπήρχε άλλη λύση;
Η Αριστερά στην Ελλάδα την εποχή των γιουγκοσλαβικών πολέμων παράδερνε στη σύγχυση, τόσο για τις αιτίες της αλληλοσφαγής όσο και για τις προοπτικές. Για το ΚΚΕ, αποκλειστικά υπεύθυνο ήταν το ΝΑΤΟ και μοναδική προοπτική ο «σεβασμός των συνόρων» και η επιστροφή στο αδιαίρετο της Γιουγκοσλαβίας. Όμως το μοντέλο της Γιουγκοσλαβίας που προϋπήρχε είχε καταρρεύσει. Ήταν ο «σοσιαλισμός της αγοράς» του Τίτο που γέννησε ένα τεράστιο χάος ανάμεσα στον αναπτυγμένο βορρά (Σλοβενία) και τον τρομακτικά φτωχό νότο, που προμήθευε μόνο φτηνούς εργάτες και πρώτες ύλες. Ο Τίτο οδήγησε στον Μιλόσεβιτς όπως το σύννεφο στη βροχή.
Η διεθνής και ιδιαίτερα η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία υποστήριξε την ιμπεριαλιστική επέμβαση του ΝΑΤΟ, ως μέθοδο «εξανθρωπισμού», τάχα, των αγριοτήτων του εθνικισμού στα Βαλκάνια. Έκλεισε τα μάτια της μπροστά στα εγκλήματα του ιμπεριαλισμού -όπως οι βομβαρδισμοί πόλεων και η καταστροφή υποδομών μιας ολόκληρης χώρας- ενώ υποτιμούσε το συγκεκριμένο πολιτικό αποτέλεσμα: η ιμπεριαλιστική επέμβαση όξυνε τις τοπικές συγκρούσεις, λειτουργώντας όπως το λάδι στη φωτιά. Η ευθυγράμμιση με τον ιμπεριαλισμό -όπως πάντα στην ιστορία- επιτάχυνε την πορεία προς τα δεξιά -προς τον ανοιχτό σοσιαλφιλελευθερισμό- σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.
Ούτε η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι διαπραγματεύσεις, η προοπτική του ΣΥΝ το ’90, έδωσαν τη λύση. Οι λύσεις γεννιούνται στο δρόμο, στις συνειδήσεις και στις πράξεις εκατομμυρίων ανθρώπων που αποφασίζουν να πάρουν την ευθύνη της κοινωνίας στα χέρια τους, κάνοντας πέρα αφεντικά και γραφειοκράτες. Οι λύσεις είναι οι επαναστάσεις, όχι οι διαπραγματεύσεις.
Τα αφεντικά στη Γιουγκοσλαβία πρόθυμα θυσίασαν τη χώρα τους και εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους για να μη χάσουν τα προνόμιά τους. Ακριβώς αυτοί ήταν που έπρεπε να ανατραπούν για να γλιτώσουν οι «από κάτω» τις ζωές τους. Αλλά γι’ αυτό χρειαζόταν μια επαναστατική πρωτοπορία που να βλέπει καθαρά και να προλάβει έγκαιρα τα γεγονότα...